Ο Παντελής Φλυτούρης, που σαν από θαύμα όταν ήταν μικρό παιδί επέζησε από τους Ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την αείμνηστη σύζυγό του Ανθή, ξεκίνησαν τη δική τους περιπέτεια μετανάστευσης από την Άρτα στην Αυστραλία, το μακρινό 1966.
«Το ‘σχέδιο’ ήταν να μείνουμε εδώ δύο μόνο χρόνια», θυμάται ο κ. Φλυτούρης, 94 χρόνων σήμερα. Αλλά η πολυαγαπημένη του Ανθή δεν ήθελε να αφήσει τον τόπο τους και παρακαλούσε μέχρι και την ύστατη στιγμή την πεθερά της να μην επιτρέψει το ταξίδι αυτό. «Έλεγε ‘Μάνα μην αφήσεις τον Παντελή να πάμε…’».
Τα 2 χρόνια, έγιναν 4, και άλλα 2… και εντέλει δεκαετίες μίας νέας ζωής μαζί στην Αυστραλία για τον Παντελή και την Ανθή, η οποία, δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή πέρυσι τον Μάιο.
Οι μνήμες αυτές έφεραν δάκρια στα μάτια του κ. Φλυτούρη, ο οποίος πρόσφατα μας άνοιξε το σπίτι του και μας αφηγήθηκε γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.
Γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1928 στο χωριό Αγία Φανερωμένη, νομού Πρεβέζης, αλλά με την οικογένειά του, έζησαν κυρίως στο χωριό της μητέρας του, στο Κορφοβούνι Άρτας.
Το «ARTA» μάλιστα ξεχωρίζει, με έντονα λευκά γράμματα, στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού του, κάτω από τον αριθμό της οδού. Με περίμενε στο κατώφλι.
«Το GPS αντί για το Πρέστον με… έβγαλε στην Άρτα», αστειεύτηκα και έδειξα την επιγραφή. Το χαμόγελό του δεν κρυβόταν ούτε κάτω από το χαρακτηριστικό μουστάκι του, το οποίο διατηρεί δεκαετίες τώρα, από τότε που υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό στις αρχές του ’50.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο Παντελής Φλυτούρης ήταν μικρό παιδί ακόμη όταν οι Ιταλοί θέλησαν να εισβάλουν στην Ελλάδα ανεπιτυχώς, αλλά ακολούθησαν οι Γερμανοί και η Κατοχή.
Τα τρία από τα μεγαλύτερα αδέρφια του, ο Γιάννης, ο Λαμπρής και ο Γιώργος πολέμησαν στο μέτωπο. «Γύρισαν σώοι ευτυχώς. Ο Γιάννης είχε πάθει κρυοπαγήματα στα πόδια. Χρειάστηκε μεγάλη χειρουργική επέμβαση, αλλά επιβίωσε. Έθρεψαν τα δάχτυλά του και πάλι», ανέφερε ο κ, Φλυτούρης στον «Νέο Κόσμο».
Ο τέταρτος αδερφός του, ο Γρηγόρης, 16 ετών ακόμη τότε εργαζόταν σε ένα καφενείο στην Άρτα, το οποίο επλήγη από βομβαρδισμό εχθρικών αεροσκαφών. «Γύρω συντρίμμια, τα ρούχα του έγιναν κουρέλια, αλλά αυτός γλύτωσε».
Επτά παιδιά συνολικά -εκτός από τα πέντε αγόρια και δύο κορίτσια, τη Μαρία και την Κασσιανή- απέκτησαν η Φωτεινή και ο Κωνσταντίνος Φλυτούρης, ο οποίος έφυγε νωρίς από τη ζωή. «Είχε ένα πρόβλημα στην υγεία του, το οποίο δυστυχώς χειροτέρεψε από την επέμβαση. Μάλλον κήλη ήταν … τη μια μέρα ήμασταν στο χωράφι, εγώ όργωνα κι εκείνος έσπειρε και την επόμενη έφυγε από τη ζωή», μας είπε ο κ. Παντελής.
Χρόνια πολύ δύσκολα. «Όσο διαρκούσε ο πόλεμος περιμέναμε νέα από τα αδέρφια μου που ήταν στον Γράμμο και το Βίτσι. Εγώ ο μικρότερος, 12-13 χρόνων φύλαγα τα ζώα στο χωριό. Η πατρίδα δεν είχε δρόμους για αμάξια, μόνο για γαϊδουράκια …. Πήρα μια μέρα τα πρόβατα και πήγα να τα βοσκήσω. Από αυτά ζούσαμε. Είχαμε 18 ζώα στο χωριό».
Όπως διηγείται ο κ. Φλυτούρης είδε Γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι ευτυχώς, δεν τον εντόπισαν καθώς πρόλαβε να κρυφτεί.
«Αντάλλαξαν πυροβολισμούς με αντάρτες … είχαν κάψει σπίτια σε γύρω περιοχές, αλλά οι κάτοικοι (σ.σ. γλύτωσαν καθώς) είχαν καταφύγει στα γύρω βουνά … Οι Γερμανοί έριχναν μία σκόνη και στη συνέχεια έβαζαν φωτιά».
Συγκέντρωσαν κι άλλα πρόβατα εκτός από αυτά που φυλούσε ο μικρός Παντελής και τα πήγαιναν προς το χωριό, σε ένα μεγάλο κτίριο που είχαν για Τυροκομείο. Ο ίδιος, όπως είπε, ακολουθούσε προσεκτικά, ενώ κρυβόταν σε μία ρεματιά κατά μήκος του δρόμου.
«Οι Γερμανοί έβαλαν μέσα στο κτίριο τα πρόβατα. Δεν ήθελα να αφήσω τα δικά μας … ήταν όλο το βιος μας … κατάφερα και τρύπωσα εκεί μαζί με τα ζώα … Δεν ξέρω αν με είχαν δει … αλλά στη συνέχεια κάρφωσαν τις πόρτες και ξέμεινα μέσα. Δεν είχα μαζί μου τίποτε, νερό ή φαγητό. Όλη νύχτα πάλευα να ανοίξω κάποια πόρτα για να βγω από εκεί, αλλά μάταια. Είχε τρία παραθυράκια τόσα δα. Δοκίμασα μήπως χωρούσα, αλλά τίποτε. Έβαζα το κεφάλι μου, ίσα που έμπαινε…».
Την επόμενη το πρωί οι Γερμανοί επέστρεψαν. «Μπήκαν στο κτίριο και έριχναν αυτήν τη σκόνη. Σύντομα θα ήμουν μακαρίτης … Πώς με πήρε το παράθυρο εντέλει και βγήκα δεν κατάλαβα. Άρχισα να απομακρύνομαι από το κτίριο. Άκουσα ένα ‘μπαμ’ πίσω μου. Γύρισα και είδα τις φλόγες. Έπεσα καταγής και έκλαιγα. Με αυτά τα πρόβατα ζούσαμε. ‘Τι θα φάμε τώρα;’ σκέφτηκα».
«Μου κόπηκαν τα πόδια. Ένιωθα πολύ άρρωστος και δε μπορούσα να περπατήσω. Πίσω μου άκουσα μία γυναικεία φωνή, αλλά γυναίκα δεν είδα…», συνέχισε τη διήγησή του ο κ. Φλυτούτης με δάκρια στα μάτια.
«’Παντελή’, μου έλεγε, ‘περπάτα καλά πας’. Άκουγα τη φωνή, αλλά δεν έβλεπα γυναίκα. ‘Καλά πηγαίνεις περπάτα΄. Είδα ένα δέντρο και σκέφτηκα ότι εκεί θα πάω να καθίσω. Αυτού έμεινα τρεις μέρες. Δεν είχα επαφή με το περιβάλλον».
Η μητέρα του στο μεταξύ έψαχνε να τον βρει. Αλλά μάταια.
«Η οικογένειά μου νόμιζε ότι πέθανα. Ένας φίλος μου είχε ένα σκυλί, το πήγαινε σε εκείνο το μέρος που είχα ξαποστάσει για να μάθει να κυνηγάει λαγούς. Ο σκύλος (αντί για λαγούς) βρήκε εμένα. Ο φίλος μου με πλησίασε, μου φώναξε, με κουνούσε, τίποτε. ‘Παντελή’, με τράβαγε, ‘Παντελή’, φώναζε. Πήγε σε μία ραχούλα και φώναξε τη μητέρα μου. ‘Ελάτε εδώ ο Παντελής είναι ζωντανός, αλλά δε μιλά καθόλου’».
«Ήρθε η μάνα μου, με φορτώθηκε και με πήγε στην πλατεία του χωριού. Εκεί ήταν ένας γιατρός Ιταλός που της είπε πως ‘το παιδί δε νομίζω ότι θα ζήσει. ‘Αστο εδώ για λίγες μέρες και θα δούμε’».
Του χορήγησε κάποια φάρμακα και τον φρόντισε όσο ήταν δυνατόν. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Οι συνθήκες δύσκολες. «Φώναξε τη μητέρα μου και της είπε, ‘πάρε το παιδί, αλλά θα περάσει χρόνος μέχρι να γίνει καλά’».
Η Φωτεινή Φλυτούρη έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για τον γιο της. «Λίγο γάλα κατάφερνε να εξασφαλίσει κι αυτό με αντάλλαγμα την εργασία. Πού χρήματα εκείνο τον καιρό…». Όπως λέει ο κ. Φλυτούρης πέρασαν χρόνια μέχρι να αναρρώσει πλήρως. «Τέλειωσε ο πόλεμος. Γύρισαν τα αδέρφια μου και βοήθησαν την οικογένεια, αλλά ακολούθησε ο Εμφύλιος…».
Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Ο Παντελής και η Ανθή, γνωρίζονταν μια ζωή, 70 χρόνια, από μικρά παιδιά, καθώς ήταν και οι δύο από το Κορφοβούνι, ενώ συμπλήρωσαν 66 χρόνια γάμου. Η ίδια του είχε πει «Παντελή, αν θες να παντρευτούμε μην κοιτάς τα προίκια. Καλά να είμαστε θα αποκτήσουμε τα δικά μας». Έζησαν μαζί με πολλή αγάπη, εκτίμηση και σεβασμό.
Ο κ. Φλυτούρης αφού απολύθηκε από τον Στρατό επέστρεψε στον τόπο του όπου εργάστηκε ως τεχνίτης. «Ήμουν καλός μάστορας. Δούλευα την πέτρα, είτε για τοίχους, είτε για σκεπές και σκαλοπάτια. Εμένα ζητούσαν γι’ αυτές τις δουλειές», είπε.
«Μία μέρα», θυμάται, «κάποιοι νέοι, γνωστοί, είχαν γυρίσει από τα Γιάννενα και πήγαιναν να συμπληρώσουν αιτήσεις για να έρθουν στην Αυστραλία. Άφησα τα μυστριά και τους ζήτησα αν είχαν περίσσια χαρτιά … Το πήρα απόφαση (να μεταναστεύσουμε) αν και την Αυστραλία την ήξερα μόνο από ιστορίες και από το σχολείο, που πρόλαβα και πήγα λίγες μόνο τάξεις».
Η σύζυγός του, έχοντας ήδη και το γιο τους, Ηλία, 8-9 ετών τότε δεν ήταν το ίδιο θετική για την απόφαση να βρεθούν στην άλλη άκρη της Γης. «Μάνα μην αφήσεις τον Παντελή να πάμε», έλεγε στην πεθερά της. Αλλά ο κ. Φλυτούρης πούλησε τα πάντα πίσω και το ’66 επιβιβαστήκαν στο «Πατρίς».
Θα πήγαιναν στην Μπονεγκίλα, αλλά ένας συγγενής τους έγραψε τη διεύθυνσή του και πως είχε μέρος για να μείνουν. «Αγγλικά δε γνώριζα καθόλου. Έδειξα το γράμμα στο λιμάνι». Εντέλει τους άφησαν να φύγουν και έδιναν 7 λίρες την εβδομάδα για να μένουν στο σαλόνι του σπιτιού του συγγενή.
Δύο χρόνια έζησαν εκεί, για όσα ήρθαν αρχικά στην Αυστραλία. Αλλά δε γύρισαν πίσω και φέτος συμπληρώνονται 56. «Παρότι δεν ήξερα τη γλώσσα εργάστηκα σκληρά, σε εργοστάσια, σε πρέσες, φτιάχνοντας σόλες. Μάθαινα γρήγορα. Στο πρώτο εργοστάσιο με κράτησαν και το απόγευμα, αρχιεργάτη», διηγείται ο κ. Φλυτούρης.
Μετά από μερικά χρόνια εργάστηκε στο εργοστάσιο της Goodyear και έπειτα αγόρασε τη δική του επιχείριση, ένα Milk Bar.
«Μετανιώσατε που φύγατε από την Ελλάδα;», ρωτήσαμε. «Όχι, δε μετάνιωσα. Καλά έκανα και έφυγα τότε. Στην Αυστραλία δουλειά να μην είχες, έβγαινες έξω και έβρισκες…», απάντησε. «Είχα και καλό άνθρωπο δίπλα μου», πρόσθεσε, αναφερόμενος στην αείμνηστη σύζυγό του, Ανθή.
«Τι σας έλειψε από την Ελλάδα;». «Η μάνα μου», είπε με σιγουριά. «Θρήσκια γυναίκα. Πάντα πρόσεχε την οικογένεια, ειδικά όταν ‘έφυγε’ ο πατέρας. Δεν την είδαμε ξανά. Απεβίωσε 6 χρόνια αφού φύγαμε….».
«Ποια πιστεύετε ότι ήταν η γυναίκα που ακούγατε και σας προστάτευσε τότε μικρό παιδί και δεν καήκατε μαζί με τα πρόβατα;», ήταν η επόμενη ερώτηση. «Λέω ότι ήταν η Παναγία…», απάντησε συγκινημένος και δάκρια κύλησαν και πάλι από τα μάτια του.