«Αυτό που συμβαίνει με τους Έλληνες της Αυστραλίας με εντυπωσιάζει»

Ο Δημήτρης Μπάσης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες καλλιτέχνες, βρίσκεται για άλλη μια φορά στην Αυστραλία, παρουσιάζοντας «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», του θρυλικού μουσικοσυνθέτη, Μίκη Θεοδωράκη. Με μεγάλη χαρά, μίλησε στον «Νέο Κόσμο» για την φετινή του περιοδεία στην Αυστραλία, τις συνεργασίες του με τον Μίκη Θεοδωράκη, τo πόσο σημαντικό είναι να έχει κάποιος μουσική παιδεία, αλλά και για τα μελλοντικά του καλλιτεχνικά σχέδια.

Στις συναυλίες σας παρουσιάζετε το έργο «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν μπορούσατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες της εφημερίδας μερικά πράγματα για τον Θεοδωράκη, όπως, για παράδειγμα, πώς ήταν η αίσθηση όταν τον πρωτογνωρίσατε και ποια ήταν τα συναισθήματά σας.

Είχα μια έντονη συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη. Είχα την τιμή να τον γνωρίζω από κοντά. Ένιωθα πάντα ένα δέος που δεν το ξεπέρασα ποτέ. Με την πάροδο του χρόνου, απέκτησα μια οικειότητα, μπορούσα να τον επισκέπτομαι στο σπίτι του, να μιλάμε μαζί και τα τελευταία χρόνια, όταν ήταν να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό, πήγαινα και το συζητούσα μαζί του, ειδικά αν ήταν να ερμηνεύσω έργα του.

Νιώθω πολύ τυχερός και ευλογημένος που γνώρισα αυτόν τον σπουδαίο Έλληνα και έχω να λέω στις επόμενες γενιές γι’ αυτές τις προσωπικές μου εμπειρίες. Είχα την τιμή να κάνω δύο άλμπουμ μαζί του και μάλιστα το ένα, που είναι “Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού”, είχα την τύχη να είμαι ο δεύτερος εκτελεστής του – η πρώτη εκτέλεση ήταν του 1962 με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κάποια τραγούδια είχαν λογοκριθεί και είχε απαγορευτεί τότε να μπουν στο άλμπουμ. Τώρα, ολοκληρωμένο πια, αυτό το άλμπουμ, κυκλοφόρησε επιμελημένο στο στούντιο από τον Μίκη με την ορχήστρα του. Ήταν για μένα η μεγαλύτερη τιμή να είμαι ο δεύτερος εκτελεστής του έργου και για πρώτη φορά, “Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού” θα παιχθεί με συμφωνική, αντί για λαϊκή ορχήστρα.

Υπάρχει κάτι από τις συνεργασίες σας με τον Θεοδωράκη το οποίο θυμάστε ιδιαίτερα για κάποιο λόγο;

Αυτό που με εντυπωσίαζε πάρα πολύ είναι το πόσο απλός άνθρωπος ήταν ο Μίκης, πολύ προσιτός, μπορούσε να τον προσεγγίσει ο καθένας. Σ’ έκανε να νιώθεις οικεία και ειδικά την πρώτη φορά που βρέθηκα μαζί του στο στούντιο και είχα πολύ μεγάλο άγχος και τρακ, είχε τον τρόπο να με κάνει να απελευθερωθώ από το άγχος και να τραγουδήσω όσο γίνεται πιο καλά.

Φώτο: «Νέος Κόσμος»

Πώς αισθάνεστε που, επιτέλους, φαίνεται να έχει περάσει ο εφιάλτης της πανδημίας και μπορείτε να έρχεστε σε επαφή με το κοινό σας;

Είναι ωραία η αίσθηση του να έχεις μπει σε μια κανονικότητα μετά από αυτό που περάσαμε πέρσι. Η μοναδική συναυλία που δεν έγινε πέρσι ήταν αυτή στη Μελβούρνη και ήταν μια συναυλία που θα ήθελα πολύ να είχε γίνει.

Τα πράγματα φέτος είναι πολύ διαφορετικά. Θέλω να πιστεύω ότι έχουμε αφήσει την πανδημία πίσω μας και ότι από εδώ και πέρα, σιγά-σιγά, θα μπορούμε να λειτουργούμε όπως πριν. Η αίσθηση του να έρχομαι στην Αυστραλία είναι πάντα πολύ όμορφη. Μου αρέσει εδώ, μου αρέσει η φιλοξενία των ανθρώπων και η αγάπη που εισπράττω.

Οι Έλληνες της Αυστραλίας είναι πολύ οργανωμένοι και συσπειρωμένοι γύρω απ’ τις Κοινότητες και τις εκκλησίες. Αυτό τους κάνει να έχουν μια έντονη ελληνικότητα. Το να έρχεσαι στην άκρη του πλανήτη και να βρίσκεις Έλληνες που επί τέσσερις γενιές κρατούν τα ήθη και έθιμά τους είναι κάτι που με εντυπωσιάζει. Είναι σαν να βρίσκεται εδώ ενα μικρό κομμάτι της πατρίδας μας.

Στην προηγούμενη συνέντευξη που είχαμε κάνει, είχατε αναφέρει ότι οι μεγάλοι συνθέτες, όπως ήταν ο Θεοδωράκης, έχουν βάλει τα θεμέλια για να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τους νέους δημιουργούς. Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι νέοι Έλληνες δημιουργοί, αλλά παράλληλα φαίνεται να κερδίζει έδαφος ένα ξενόφερτο είδος μουσικής, η τραπ, το οποίο βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση, ιδιαίτερα στη νεολαία. Τα τραγούδια αυτά έχουν ιδιαίτερο στίχο και προβάλλουν ως ιδανικά για την νεολαία το χρήμα, τις γυναίκες, τα όπλα, τα ναρκωτικά. Ποια είναι η άποψή σας; Πιστεύετε ότι είναι μια παροδική μόδα ή σηματοδοτεί την έναρξη μιας καινούριας εποχής με διαφορετικές αξίες;

Οι μεγάλοι συνθέτες θέτοντας τις βάσεις και τις υποδομές, έγραψαν την ιστορία τους στην νεότερη ελληνική μουσική ιστορία ώστε να υπάρξει εξέλιξη.

Είναι η σωστή εξέλιξη αυτή;

Το τραπ είναι μια τάση η οποία είναι πολύ καινούρια και ξενόφερτη. Προβάλλει άλλα πράγματα. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το παρακολουθήσω και κάτι που δεν με αγγίζει. Το ακούω γιατί θέλω να καταλάβω γιατί επηρεάζει τόσο πολύ τη νέα γενιά.

Σας φοβίζει το ότι την επηρεάζει τόσο;

Δεν μπορώ ν’απαντήσω με σιγουριά γιατί δεν το έχω παρακολουθήσει αρκετά. Μέσα από τα τραγούδια, για παράδειγμα αυτά της ξένης ροκ, πάντα υπήρχε προβολή των ναρκωτικών, της βίας και του σεξ, όμως τα τραγούδια είχαν μια μουσικότητα. Η τραπ είναι κάτι άλλο.

Πιστεύετε, επομένως, ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να έχει μουσική παιδεία;

Ναι, το πιστεύω αυτό. Γενικά, οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μουσική παιδεία. Γι’ αυτό και στα σχολεία διδάσκεται τώρα πια η μουσική. Τα παιδιά στην Ελλάδα μαθαίνουν ποιος είναι ο Ξαρχάκος, ο Τσιτσάνης, τι είναι η βυζαντινή μουσική, καθώς και η παραδοσιακή μουσική. Αυτά πρέπει να τα ξέρει κάποιος. Μουσική παιδεία πρέπει να έχουμε όλοι. Είναι πολύ βασικό, είναι το άλφα και το ωμέγα.

Βρίσκετε θετικό το ότι μερικοί νέοι άνθρωποι ασχολούνται περισσότερο με συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης και λιγότερο με μουσικά ρεύματα όπως η τραπ;

Αυτό είναι πολύ θετικό. Τα πάντα ξεκινούν από το σπίτι. Ένα παιδί που ακούει ξένη μουσική, για παράδειγμα, μπορεί να είναι δύσκολο ν’αγαπήσει την ελληνική μουσική, ή μπορεί να την αγαπήσει όταν την ανακαλύψει μόνο του. Άρα, είναι πολύ σημαντικό το τι επιρροές θα δώσουμε στα παιδιά μας.

Ποιες επιρροές δίνετε στα δικά σας παιδιά;

Το ότι είμαι μουσικός δεν σημαίνει ότι πιέζω τα παιδιά μου ν’ασχοληθούν με την μουσική. Ακούνε πολύ μουσική. Ξέρουν όλους τους μεγάλους συνθέτες μας, μαθαίνουν πολλά πράγματα για την μουσική και έχουν άποψη. Μου αρέσει που τα παιδιά μου έχουν άποψη. Μου αρέσει που μου αιτιολογούν γιατί ακούνε τα είδη μουσικής που ακούνε.

Τώρα τελευταία, τραγουδήσατε κάποια κομμάτια για την ελληνική τηλεοπτική σειρά “Σασμός”. Έχετε κάποια καινούρια επαγγελματικά σχέδια;

Για το “Σασμό”, που κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα, γράφτηκαν τραγούδια σε σύνθεση του Νίκου Τερζή και στίχους του φίλου μου, Γιάννη Κότσιρα. Έχω πει δύο τραγούδια και στη δεύτερη σεζόν θα πω άκομα ένα που θα είναι ντουέτο με τον Γιάννη. Αυτή την στιγμή δεν έχω άλλα δισκογραφικά σχέδια. Το καλοκαίρι θα κάνω μια μεγάλη περιοδεία στην Ελλάδα και τον Οκτώβριο έχω περιοδεία στην Αμερική.

Σας φοβίζει το ότι λόγω του ιού μπορούν ανά πάσα στιγμή ν’αλλάξουν τα σχέδιά σας;

Πάντοτε υπάρχει αυτό το άγχος. Θέλω να πιστεύω ότι έχουμε πέρασει σε μια άλλη φάση. Όταν βέβαια παρακολουθεί κάποιος γεγονότα όπως αυτά που συμβαίνουν στην Σανγκάη, αυτό σε κάνει ν’αναρωτιέσαι αν μας περιμένουν καινούργιες μεταλλάξεις κλπ. Θέλω όμως να σκέφτομαι θετικά. Ο χώρος του θεάματος υπέφερε πολύ, καθώς εμείς που είμαστε σε αυτόν τον χώρο, δεν κάνουμε μόνον αυτό που αγαπάμε, αλλά βιωποριζόμαστε απ’αυτό.

Σε ό,τι αφορά τον χώρο του θεάματος, είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα τώρα στην Ελλάδα;

Πέρσι τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα, αλλά φέτος υπάρχει μια κανονικότητα. Επιτρέπεται πια 100% πληρότητα, κάτι το όποιο ήταν πολύ βασικό στον δικό μας χώρο. Αυτό δίνει και μια άλλη ψυχολογία στον κόσμο, αφού μπορεί τώρα πια ελεύθερα να συνωσιστεί.

Εκτός από την περιοδεία που θα κάνετε τώρα με το έργο του Μίκη Θεοδωρακη «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», νομίζω ετοιμάζετε και μια άλλη εκδήλωση στη Μελβούρνη προς το τέλος του μήνα με θέμα τον ελληνισμό της Μικρασίας;

Ναι, θα είναι μια λαϊκή βραδιά όπου θα ερμηνεύσω κάποια σμυρνέικα κομμάτια, αφού φέτος είναι η επέτειος των 100 χρόνων από την καταστροφή της Σμύρνης. Μου αρέσουν τα σμυρνέικα, μιας και ο παππούς μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και, γενικά, τα παραδοσιακά τραγούδια, αφού η καταγωγή μου είναι από το Κιλκίς. Με αγγίζουν αρκετά τα ανατολίτικα τραγούδια.

Ήσασταν παιδί ακόμη όταν πήγατε με τους γονείς σας στην Ελλάδα από την Γερμανία, έτσι δεν είναι;

Μετά από 20 χρόνια στην Γερμανία, οι γονείς μου αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Εγώ ήμουν 8 χρόνων τότε. Η ζωή στο Κιλκίς μου άρεσε πιο πολύ απ’ αυτήν στην Γερμανία. Ως παιδί, ήταν καλύτερο να μεγαλώνεις στην ύπαιθρο, παρά σε ένα διαμέρισμα στην Γερμανία.

Απ’ όσο ξέρω, η αγάπη σας για τη βυζαντινή μουσική ξεκίνησε από έναν ψάλτη στην εκκλησία του χωριού;

Όταν ήμουν μικρός, η γιαγιά μου με έστελνε στην εκκλησία να κρατάω τα εξαπτέρυγα και εκεί ανακάλυψα την μαγεία της βυζαντινής μουσικής. Εκεί είχαμε έναν πολύ καλό ψάλτη και κάποια στιγμή ανέβηκα και στο ψαλτήρι μαζί του. Εκείνος ήταν που με μύησε στη βυζαντινή μουσική και έτσι εγώ μετά έκανα και τις σπούδες μου πάνω σε αυτήν.

Ήταν, πιστεύω, πολύ βασικό το ότι πήρα αυτό το ερέθισμα από την εκκλησία και από έναν πολύ καλό ψάλτη. Όταν τελείωσα τις σπουδές μου, άρχισα να τραγουδάω σε διάφορες εκδηλώσεις και μετά από μια οντισιόν που έγινε σε μαγαζί στο Κιλκίς, κατάφερα να μπω επαγγελματικά στον χώρο του τραγουδιού. Τώρα πια τραγουδάω σε όλο τον κόσμο και έχω γνωρίσει τους σπουδαιότερους του χώρου. Η τύχη ήταν πολύ γενναιόδωρη μαζί μου. Είμαι περήφανος και χαρούμενος για όλα αυτά που έχω πετύχει και έχω ακόμη να δώσω πολλά, καθώς η μουσική είναι ένας μαραθώνιος, όχι ένα σπριντ. Πηγαίνεις όσο αντέχουν οι δυνάμεις σου.

Ποιο είναι το μήνυμά σας για τους Έλληνες της Αυστραλίας, αλλά και για όσους παρευρεθούν στις συναυλίες σας;

Όσοι παρευρεθούν στις συναυλίες, θα ακούσουν ένα πολύ σημαντικό έργο που μιλάει για τον εμφύλιο και που ο Μίκης έλεγε ότι είναι από τα πιο αγαπημένα του. Είναι ένα συγκλονιστικό έργο.

Χαίρομαι που αποφασίστηκε από τις Κοινότητες να παρουσιαστεί αυτό το έργο του Μίκη και μάλιστα πρώτη φορά γραμμένο για συμφωνική ορχήστρα. Ένα μήνυμα που έχω να δώσω, ιδιαίτερα στα νεότερα άτομα, είναι το να πάρουν την παρακαταθήκη από τους παλαιότερους, να κρατήσουν την ελληνικότητα εδώ, γιατί είναι πολύ σημαντικό το κομμάτι του ελληνισμού εδώ να μείνει ελληνικό.

Όσο για του παλαιότερους, τους παροτρύνω να δώσουν τόπο στους νεότερους και να τους παραδώσουν τη σκυτάλη. Αυτή είναι η φυσική εξέλιξη της ζωής. Αν θέλουμε τα παιδιά μας να νιώθουν Έλληνες, θα πρέπει να τους μάθουμε να αγαπούν την Ελλάδα, να τους μάθουμε τα ήθη, τα έθιμα και την ιστορία μας, την γλώσσα μας και να τα προτρέπουμε να ασχοληθούν με τα κοινά.