Γιορτή της Μητέρας την Κυριακή και φέρνουμε στην επιφάνεια άγνωστα τεκμήρια για μια λαϊκή παράδοση. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε το ποίημα με την περιπέτεια της καρδιάς της μάνας. Την ξερίζωσε ο γιος της για να ικανοποιήσει την επιθυμία της μάγισσας ή της νεράιδας που ήθελε για ερωμένη του. Για να του δώσει φιλί, ζήτησε να ρίξει την καρδιά της μάνας του στα σκυλιά της. Εκείνος, παράφορος από έρωτα και μεθυσμένος, ικανοποίησε την επιθυμία της. Έπραξε το αδιανόητο. Αλλά επιστρέφοντας, ταραγμένος όπως ήταν, έπεσε. Τότε η ξεριζωμένη καρδιά της μάνας σκίρτησε για το παιδί της, ανησύχησε και το ρώτησε: «Μη χτύπησες παιδί μου πουθενά;».
Αυτή είναι η συγκλονιστική παράδοση, την οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακούσαμε ως παιδιά, χωρίς να γνωρίζουμε ότι το πέρασμά της στην Ελλάδα οφείλεται σε έναν Γάλλο φιλέλληνα ποιητή, δραματουργό και μυθιστοριογράφο, στον ακαδημαϊκό Ζαν Ρισπέν (Jean Richepin, 1849-1926). Ως ποίημα περιλήφθηκε στο βιβλίο του «La Glu», το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι το 1881. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε «ένα πολύ παλιό γαλλικό τραγούδι», το οποίο παρουσιάζει να αποδίδει ένας βετεράνος ναύτης που εκπροσωπεί τη λαϊκή σοφία, σε κάποιον που δεν σεβόταν την μητέρα του.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΓΕΡΙΑ
Αξίζει, λοιπόν, να παρουσιάσουμε τον άνθρωπο που γέννησε ή άκουσε και μετέδωσε τον θρύλο με τον οποίο έχουν μεγαλώσει και συγκινηθεί γενιές και γενιές.
Εξάλλου, είναι ενδιαφέρουσα η προσωπικότητα του αλγερινής καταγωγής Ζ. Ρισπέν. Ήταν γιος στρατιωτικού γιατρού και εκπαιδεύθηκε στην Ecole Normale των Παρισίων. Μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε και πολέμησε μεταξύ των «ελεύθερων σκοπευτών» στον γαλλογερμανικό πόλεμο (1870). Επέστρεψε στο Παρίσι και ανέπτυξε συνεργασίες με εφημερίδες και περιοδικά, αφού προηγουμένως μετήλθε επαγγέλματα όπως του ναύτη, του φορτοεκφορτωτή και του ηθοποιού.
Στην καταγωγή και τα επαγγέλματα αυτά πρέπει να αναζητηθεί η διαμόρφωση της φιλολογικής του ιδιοφυΐας. Το πρώτο βιβλίο του (1876) θεωρήθηκε προσβλητικό για τη δημοσία αιδώ και του στοίχισε μηνιαία φυλάκιση και πρόστιμο. Αρεσκόταν να διαφημίζει πως κατάγεται από Τσιγγάνους και ήταν ρεαλιστής μέχρι ωμότητας. Καταδίκαζε τα κοινωνικά άτοπα. Η γλώσσα του ήταν αχαλίνωτη, με ποιητική δύναμη και η στιχουργία του ξερή και παταγώδης.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Διεθνώς έχουν διεξαχθεί συζητήσεις για την παράδοση αυτή με την καρδιά της μάνας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ρίζες της βρίσκονται στη δημοτική ποίηση και ο Ζ. Ρισπέν ήταν εκείνος που τη μετέφερε στο χαρτί.
Από εκείνον την παρέλαβαν ευαίσθητες πένες και τη μετέφεραν για να ριζώσει στις δικές τους τοπικές παραδόσεις. Το πρωτότυπο που είχε δημοσιεύσει ο Ρισπέν δεν είχε τίτλο, αλλά του αποδόθηκε αργότερα από βιογράφους του συγγραφέα. Σύντομα πέρασε σε όπερες, διηγήματα αλλά και στον κινηματογράφο ήδη από τη δεκαετία του ’20. Σχολιάστηκε επανειλημμένα και μεταφέρθηκε σε τοπικές λαογραφικές αναφορές σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Στους νεότερους Έλληνες η παράδοση έφθασε μέσω της σπουδαίας ποιητικής παραλλαγής του Αγγέλου Βλάχου (1917).
Την παραλλαγή αυτή μελοποίησε ο πατέρας της ελληνικής οπερέτας, Νικόλαος Χατζηαποστόλου. Εν τω μεταξύ, δημοσιεύθηκε και σε σχολικά βιβλία, μέσω των οποίων έφθασε και στα τελευταία χρόνια.
Πλην, όμως, σώζεται και μία παλαιότερη εκδοχή. Αυτή είναι η πρώτη που εμφανίστηκε στην Ελλάδα και η πλέον πιστή μετάφραση του ποιήματος που δημοσίευσε ο Ρισπέν. Η πρώτη αυτή μετάφραση («Εκ του Γαλλικού»), είδε το φως το 1899 στην εφημερίδα «Εστία», χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα των δημιουργών, δηλαδή του ποιητή Ρισπέν και του μεταφραστή, που ήταν και τότε ο Άγγελος Βλάχος.
Όπως και να συνέβη, η υπόθεση πέρασε στα χείλη του ελληνικού λαού. Η φρικτή θυσία, η αιώνια μάνα, ο παθιασμένος γιος και η σπαραγμένη καρδιά βρήκαν τη θέση τους στην καθημερινότητα. Ντύθηκαν με συμβολισμούς οι οποίοι τροφοδότησαν τις γενιές που ακολούθησαν. Πέρασαν στις αφηγήσεις των ηλικιωμένων αλλά και στα προσφυγικά μοιρολόγια. Κατέλαβαν τη θέση τους στην ευαίσθητη ψυχή των παιδιών και πλημμύρισαν συναισθήματα τις παραδοσιακές οικογενειακές εστίες. Η τελευταία παραλλαγή αποδόθηκε το 2005 από τον συνθέτη και τραγουδιστή Παντελή Θαλασσινό.
Όσο για τον Ρισπέν απολάμβανε γενικότερα τη θερμή αποδοχή των Ελλήνων. Όταν ανακηρύχθηκε Ακαδημαϊκός (1908), ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έσπευσε να γράψει ότι ήταν ο «ποιητής των ζητιάνων, των αστέγων και των απάχηδων», ένας κοινωνιστής, αλτρουιστής και επαναστάτης. Προσέθετε ότι το έργο του Ρισπέν είναι μία επανάσταση κατά πολλών καθεστώτων, καλλιτεχνικών, κοινωνικών και ηθικών.
Ο σπουδαίος Γάλλος επισκέφθηκε και την Αθήνα τον Μάρτιο του 1912. Έδωσε σειρά διαλέξεων στο Δημοτικό Θέατρο, παρουσία της βασιλικής οικογένειας. Μία εξ αυτών είχε ως θέμα την «Αθηναϊκή Ψυχή». Ξεδιπλώνοντας τον ρομαντισμό του, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη αγάπη για καθετί το ελληνικό, ανέφερε ότι η Ελλάς είναι ένα υπερεξαίσιο και αδαμάντινο άνθος που λαμπρύνει την ανθρωπότητα και ότι «όταν η γη θα ξεψυχά στο διάστημα η τελευταία λέξη της θα είναι: Αθήνα!».
Εκείνη την εποχή τιμήθηκε από τον βασιλέα Γεώργιο Α΄ με τον Ταξιάρχη του Ελληνικού Τάγματος του Σωτήρος.
Η πρώτη εκδοχή του ποιήματος όπως δημοσιεύθηκε το 1899:
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
(Εκ του Γαλλικού)
Είπε στον ερωμένο της η μάγισσα
«Όντας πιστά ποθείς τον έρωτά μου
»Πήγαινε, φέρε την καρδιά της μάνας σου
»Και ρίχτην να την φάνε τα σκυλιά μου.»
Ο νηός από τον έρωτα παράφορος
Απ΄ το κακούργο πάθος μεθυσμένος
Το πρόσταγμα της λατρευτής του παίρνοντας
Στη μάνα του χυμάει αγριεμένος
Και μπήγει κοφτερό μαχαίρι, αλύπητος
Στα σπλάγχνα που τον είχαν αναθρέψει
Και ξερριζώνει την καρδιά της μάνας του
Και στη Νεράιδα πάει, να τον πιστέψη.
Μ’ απ’ την ορμή παραπατώντας έπεσε
Και η καρδιά της μάνας ξεσχισμένη
Στα λασπωμένα χώματα κυλίστηκε.
Και μέσα εκεί στη λάσπη κυλισμένη
Στο γυιό της λέει, στέναζοντας βραχνά
«Μη χτύπησες παιδί μου πουθενά;»