Το φαινόμενο «Βrain drain» συνεχίζει να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας «Τι πιστεύουν οι Έλληνες», την οποία έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα ο Οργανισμός «Διανέοσις» για το έτος 2022. Ακολουθεί απόσπασμα από την εν λόγω έρευνα:

«Το 38,1% των Ελλήνων δηλώνουν ότι θα μετανάστευαν στο εξωτερικό, αν έβρισκαν δουλειά με καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες εργασίας».

Ο όρος «brain drain», και η πραγματικότητα της φυγής εκατοντάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, είχε γίνει μέρος του καθημερινού λεξιλογίου της περασμένης δεκαετίας, και ως φαινόμενο εξακολουθεί να προβληματίζει και στις ημέρες μας τους κατοίκους της Ελλάδας.

Υπολογίζεται ότι περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες 25-44 ετών, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, είχαν μεταναστεύσει κατά το διάστημα 2008-2017, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Από αυτούς άνω το 90% ήταν πτυχιούχοι πανεπιστημίων.

Εξίσου ανησυχητικό είναι και το φαινόμενο ότι το 72% της ηλικιακής ομάδας των 25 έως 39 ετών νέων δηλώνει ότι «θα μετανάστευε στο εξωτερικό αν έβρισκε δουλειά με καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες εργασίας».

Η προϋπόθεση των «καλύτερων αποδοχών και συνθηκών» δεν υποδηλώνει, με άλλα λόγια, μια ανάγκη φυγής με κάθε κόστος, αλλά πιο πολύ μια δυνητική επιλογή ή τάση φυγής, εάν και εφόσον οι συνθήκες το επιβάλλουν.

Ο Μάνος Ματσαγγάνης, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε πρόσφατη δήλωσή του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Καθημερινή», μεταξύ άλλων είχε αναφέρει και τα ακόλουθα:

«Με εξαιρέσεις που μετριούνται στα δάχτυλα, οι επαγγελματικές προοπτικές των περισσότερων νέων στην Ελλάδα περιορίζονται σε δουλειές κακοπληρωμένες, αγχωτικές, χωρίς μέλλον. Αυτή η μεγάλη και διαχρονική παθογένεια του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, αντί να διορθωθεί, έχει επιδεινωθεί και άλλο τα τελευταία χρόνια, καθώς η υψηλή ανεργία εκμηδένισε την διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων».

Η σημαντική δυναμική του μεγέθους, και η διάρκεια του «brain drain», έχουν ως αποτέλεσμα, για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο ελληνικός πληθυσμός να εμφανίσει αισθητή μείωση.

Ο Κ. Φωτάκης, Ομότιμος Καθηγητής Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, εξέφρασε την άποψη πως μία από τις σημαντικότερες ενέργειες του δημόσιου τομέα για να μπει τροχοπέδη στην απώλεια προικισμένων Ελλήνων ερευνητών, είναι η δημιουργία του «Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας» (ΕΛΙΔΕΚ), που θα έχει ως σκοπό την προαγωγή της έρευνας και της καινοτομίας στην Ελλάδα. Κατά την άποψή του, οι δαπάνες για την έρευνα δεν αποτελούν κόστος, αλλά επένδυση στο μέλλον της χώρας, και ιδίως στη νέα γενιά.

Σε πρώτη φάση, μέσω του ΕΛΙΔΕΚ, διατέθηκαν πόροι της τάξης των 240 εκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2016-2019, με βασικούς δικαιούχους τα Ακαδημαϊκά και Ερευνητικά Ιδρύματα της χώρας.

Το φαινόμενο της διαρροής επιστημονικού δυναμικού σηματοδοτεί τη διεθνή μεταφορά πόρων με τη μορφή ανθρώπινου κεφαλαίου, και ισχύει κυρίως για τη μετανάστευση σχετικά υψηλά εκπαιδευμένων ατόμων, από τις λιγότερο αναπτυγμένες, προς τις περισσότερο αναπτυγμένες, χώρες.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ «BRAIN REGAIN»

Πρόσφατα παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό η πρωτοβουλία «BRAIN REGAIN» (Επανάκτηση Εγκεφάλων) την οποία στηρίζουν διάφορες εταιρείες.

Στόχος της πρωτοβουλίας αυτής είναι να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία των συνθηκών στην Ελλάδα, που από τη μια θα μειώσουν την μετανάστευση, και από την άλλη θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό των Ελλήνων επιστημόνων, γεγονός που μεταξύ άλλων θα ενισχύσει και τις ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και την ελληνική οικονομία γενικότερα.

Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, ο επαναπατρισμός των εκατοντάδων χιλιάδων μορφωμένων Ελλήνων που μετανάστευσαν μαζικά τα τελευταία χρόνια, πρέπει να γίνει εθνικός στόχος, ενόψει των μεγάλων προκλήσεων της νέας εποχής.

Οι μορφωμένοι νέοι και νέες αποτελούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο της Ελλάδας, και η επιστροφή τους θα συμβάλει σημαντικά στην παραγωγική και αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Σημειώνεται ότι το 2017 οι συνολικές δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ελλάδα είχαν ξεπεράσει τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 1,13% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Όπως αναφέρεται από το αρμόδιο Υπουργείο, αυτό είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχει διατεθεί στην Ελλάδα, είτε σε απόλυτους αριθμούς, είτε σε ποσοστό του ΑΕΠ.

Πρόσφατα ανακοινώθηκε από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας η επικείμενη κατανομή δημόσιων πόρων συνολικού ύψους 360 εκατομμυρίων ευρώ από το πρόγραμμα «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ» σε 576 ερευνητικά έργα, από τα οποία τα 414 αφορούν συνεργασίες επιχειρήσεων με δημόσιους ερευνητικούς φορείς.

Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφορικά με το ύψος της χρηματοδότησης, και υπολογίζεται να στηρίξει περί τις 4.000 νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας.

Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο αριθμός των Ελλήνων επιστημόνων, με υψηλό βαθμό εξειδίκευσης, που μετανάστευσαν στο εξωτερικό είχε σχεδόν δεκαπλασιασθεί.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα περισσότεροι από 250.000 Έλληνες επιστήμονες να εργάζονται στο εξωτερικό. Ο αριθμός αντιστοιχούσε, σύμφωνα με σχετικές δηλώσεις του Λόη Λαμπριανίδη, Γενικού Γραμματέα Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, τον Μάιο του 2018 στο 12% των πτυχιούχων ελληνικών πανεπιστημίων.

Από αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία αφορά γιατρούς και μηχανικούς, καθώς στους συγκεκριμένους τομείς η ζήτηση στο εξωτερικό είναι τεράστια, ενώ οι προοπτικές απασχόλησης στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένες.

Όπως δήλωσε στην υπηρεσία Reuters ο Αλέξης Πατέλης, οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, η Ελλάδα ελπίζει να προσελκύσει εξειδικευμένους μετανάστες μετά την πανδημία του κορονοϊού.

«Ένας εξειδικευμένος εργαζόμενος από το εξωτερικό που μετακομίζει στην Ελλάδα θα δικαιούται εξαίρεση 50% επί του εισοδήματος που θα αποκτηθεί στη χώρα μας τα επόμενα επτά χρόνια», είχε δηλώσει ο Αλέξης Πατέλης, προσθέτοντας ότι η νομοθεσία θα θεσπιστεί μέχρι το τέλος του έτους.

Τον Απρίλιο του 2022 διενεργήθηκε έρευνα στην Ελλάδα για το πώς σκέφτονται, πώς ζουν και πώς αντιλαμβάνονται οι Έλληνες τον κόσμο μετά τις πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων ετών, και μάλιστα μετά την πανδημία, που εξακολουθεί να υφίσταται, και για το πώς βλέπουν τις συνθήκες εργασίας οι εργαζόμενοι.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία ερευνών MARC A.E., σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του γενικού πληθυσμού ηλικίας 17 ετών και άνω, με τηλεφωνικές συνεντεύξεις στο διάστημα 26 Ιανουαρίου – 5 Φεβρουαρίου 2022.

Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, η απειλή του brain drain συνεχίζει να ρίχνει βαριά την σκιά της πάνω από την ελληνική πραγματικότητα, καθότι κατά τους πρώτους μήνες του 2022 οι τάσεις φυγής δείχνουν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 2022 η πλειοψηφία των Ελλήνων (58,3%) εξακολουθούν να προτιμούν «μια δουλειά με μέτριο μισθό, μικρές προοπτικές εξέλιξης, αλλά σταθερότητα», συγκριτικά με «μια δουλειά με μεγάλες αποδοχές, μεγάλες προοπτικές εξέλιξης, αλλά χωρίς εργασιακή ασφάλεια», μια προτίμηση που φαίνεται να είναι σταθερή τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο, αυτή τη φορά το 36% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι αν μπορούσαν να διαλέξουν δουλειά, θα προτιμούσαν «μισθωτή εργασία στο Δημόσιο», καθότι μακροπρόθεσμα είναι ασφαλέστερη. Αυτή ήταν η δημοφιλέστερη απάντηση που είχε δοθεί από τους ερωτηθέντες, και το υψηλότερο ποσοστό προτιμήσεων για εργασία στο Δημόσιο που έχει καταγραφεί από το 2017, όταν είχε αρχίσει αυτή η έρευνα. Τότε το ποσοστό ήταν 24%. Επιπλέον, μια δουλειά στο Δημόσιο είναι η πρώτη επιλογή για όλες τις ηλικίες των Ελλήνων.

Το 2022 το 55% των Ελλήνων εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι πολίτες πρέπει να βγαίνουν στη σύνταξη πριν από τα 60 έτη. Όσον αφορά το θέμα της συνταξιοδότησης, μόνο ένας στους τρεις Έλληνες (34%) πιστεύει ότι η σύνταξή του είναι εξασφαλισμένη, ενώ το 2019 το ποσοστό ήταν 43%.

Το γεγονός αυτό δείχνει πως το εργασιακό περιβάλλον στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι το 77% των νέων ηλικίας 17-24, και το 72% των 25-39 χρόνων δηλώνουν ότι «θα μετανάστευαν στο εξωτερικό αν έβρισκαν δουλειά με μεγαλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες».

Συμπερασματικά, οι πιθανότητες για σημαντικό ποσοστό brain regain (επανάκτηση εγκεφάλων) για την Ελλάδα είναι ελάχιστες, τουλάχιστον προς το παρόν.