Για τον 23χρονο μουσικό, παραγωγό και συνθέτη Nikodimos, η μουσική αποτελεί ένα μοναδικό όχημα έκφρασης και παρουσίασης του εαυτού του στον υπόλοιπο κόσμο. Ξεκίνησε το μουσικό του ταξίδι σε ηλικία μόλις 4 ετών με πιάνο και συνέχισε με μαθήματα για σαξόφωνο.

«Τα μαθήματα στο Ωδείο και η εξερεύνησή μου, μου έδωσαν τη βάση για να μάθω αρκετά μουσικά όργανα. Και μετά ήρθε η εμπειρία με τα συγκροτήματα στο σχολείο. Κάποια περίοδο συμμετείχα σε 14 σχήματα και έπαιζα επτά διαφορετικά όργανα».

Στο δεύτερο άλμπουμ του με τίτλο «Nikodimos World» («Ο κόσμος του Νικόδημου») ο ομογενής προσκαλεί τον ακροατή σε ένα μουσικό ταξίδι σε jazz, hip hop, soul και funk ρυθμούς, πάνω στους οποίους ξεδιπλώνει τα βιώματα, τον χαρακτήρα και την οπτική του.

«Το άλμπουμ είμαι εγώ. Τα τραγούδια, η παραγωγή είναι το ποιος είμαι. Δεν έβαλα περιορισμούς, έκανα ό,τι ήθελα όπως το ήθελα και γι’ αυτό πιστεύω ότι με αντιπροσωπεύει απόλυτα».

Στο άλμπουμ συμμετέχουν πάρα πολλοί καλλιτέχνες σχεδόν από κάθε γενιά της Μελβούρνης ενώ οι ηχογραφήσεις έγιναν σχεδόν όλες στο στούντιο του Nikodimos που διατηρεί στο σπίτι του.

«Οι περισσότεροι μουσικοί είναι φίλοι μου και είτε έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν είτε τους γνώρισα σε κάποια συναυλία. Υπήρχαν και άλλα τραγούδια διαθέσιμα, αλλά στο τέλος κράτησα αυτά με τους φίλους μου γιατί αισθανόμουν ότι ανέδιδαν διαφορετικά συναισθήματα και, κυρίως, ταίριαζαν με την αισθητική μου».

Το “Nikodimos World” ανακηρύχθηκε άλμπουμ της εβδομάδας από τους κοινοτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς PBS και 3RRR, ενώ στην παρουσίασή του που έγινε τον Απρίλιο είχε ξεπουληθεί.

Μιλώντας στον «Νέο Κόσμο» εξομολογήθηκε και γιατί αποφάσισε να κρατήσει το όνομά του και να μην το… μικρύνει χάριν ευκολίας για τους υπόλοιπους χωρίς ελληνικές καταβολές.

«Αποφάσισα από το σχολείο να χρησιμοποιώ ολόκληρο το όνομά μου, όχι Νικ, όπως ήταν το συνηθισμένο. Διαπίστωσα, μάλιστα, ότι είναι πηγή έναρξης συζητήσεων για την καταγωγή μου και γνώρισα πολλούς Έλληνες μόνο και μόνο γιατί αποφάσισα να κρατήσω το όνομά μου όπως είναι».

Ο Nikodimos μεγάλωσε με την Ελληνίδα μητέρα του και τον αδελφό του στη Μελβούρνη, ενώ η καταγωγή του είναι από τη Λήμνο, την οποία και έχει επισκεφθεί σε μικρότερη ηλικία.

«Όταν πήγα στη Λήμνο, αισθάνθηκα ότι ήμουν ανάμεσα σε δικούς μου ανθρώπους- ήταν ένα ξεχωριστό συναίσθημα που δεν είχα νιώσει. Ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε, μιλάμε και οι αντιλήψεις μας είναι διαφορετικές. Για παράδειγμα, για τους Έλληνες πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μας παίζει η οικογένεια και αρκετοί φίλοι μου δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Δουλεύουμε σκληρά, θέλουμε να εξελιχθούμε και δεν το βάζουμε κάτω».

Ο συνονόματός του, Νικόδημος Καμπαρνός, είναι μία από τις μεγάλες επιρροές του, ενώ σε πολλά τραγούδια του προσπαθεί να μεταφέρει μία «εκκλησιαστική ατμόσφαιρα», επηρεασμένος από τις λειτουργίες και τις δοξολογίες που παρακολουθούσε με την οικογένειά του.

Πριν από λίγους μήνες, o Nikodimos αποκάλεσε τον εαυτό του “wog” σε μία ανάρτησή του στο Instagram, και η πλατφόρμα έσπευσε να την αφαιρέσει καθώς θεωρήθηκε λέξη η οποία διαδίδει μίσος. Αμέσως μετά την αφαίρεση, ο Νικόδημος έκανε μία σειρά από αναρτήσεις εξηγώντας ότι το νόημα της λέξης έχει αλλάξει μέσα από τα χρόνια και γιατί τη χρησιμοποιεί όταν αναφέρεται τόσο στον εαυτό του όσο και στην οικογένειά του.

«Ο παππούς και η μητέρα μου αντιμετώπισαν ρατσιστικές επιθέσεις όταν μεγάλωναν. Καταλαβαίνω ότι το “wog” μπορεί να το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, αλλά τώρα πια η λέξη αυτή είναι δική μας. Ανήκει στις δικές μας κοινότητες και έχει ξεχωριστή σημασία. Σημαίνει ένας άνθρωπος ο οποίος είναι δουλευταράς, φιλόδοξος και που κάνει τα πάντα για την οικογένειά του. Γι’ αυτό και είμαι περήφανος να αποκαλώ τον εαυτό μου “wog”».

Όσον αφορά τα μελλοντικά του σχέδια, ο Nikodimos ελπίζει να βρεθεί μέσα τους επόμενους μήνες στην Ελλάδα, έστω και για λίγες μέρες.

«Συνεχίζω τις ζωντανές εμφανίσεις μου με διάφορα συγκροτήματα στα οποία συμμετέχω και τον Ιούλιο θα είμαι στη Μεγάλη Βρετανία στο πλαίσιο περιοδείας. Οπότε, θέλω να βρω λίγο χρόνο να περάσω και από την Ελλάδα και να δω την οικογένειά μου στη Λήμνο αλλά και να γευτώ το ελληνικό καλοκαίρι».