Αφού είχε προηγηθεί (και συνεχιζόταν)  η Γενοκτονία του Θρακικού,  Ποντιακού και του Μικρασιατικού Ελληνισμού και  μπροστά στην ολιγωρία των εγχώριων και στη στάθμιση των συμφερόντων των δυτικών δυνάμεων έναντι της ηττημένης Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήρθε η αποφασιστικότητα του στρατού και του ναυτικού  για να φτάσουμε το Μάιο του 1920 στην απελευθέρωση της Ανατολικής και της Δυτικής Θράκης. Η  ελεύθερη  περιοχή έφτανε μέχρι την Τσατάλτζα, σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη και τη χερσόνησο της Καλλίπολης και η Θράκη ανέπνεε ελληνικά και ελεύθερα  μετά από εξακόσια χρόνια σκλαβιάς….

 

 

Επίσης απελευθερώθηκε η Ίμβρος και η Τένεδος και  η περιοχή  της Σμύρνης, δεδομένα τα οποία επισφραγίστηκαν με τη Συνθήκη των Σεβρών.

Σε λιγότερο όμως από δύο χρόνια, οι ραγδαίες εξελίξεις στο μικρασιατικό μέτωπο, η αλλαγή των προσανατολισμών και της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι των Κεμαλικών, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπογραφεί η συνθήκη ανακωχής των Μουδανιών, με την οποία ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να εκκενώσει όχι μόνο την Ιωνία, όπου εκεί πλέον γραφόταν ο (τραγικός) επίλογος μιας παρουσίας αιώνων, αλλά μέσα σε δεκαπέντα μέρες και την Ανατολική Θράκη, εκεί όπου υπήρχαν ισχυρές  στρατιωτικές δυνάμεις του και εύρωστο ελληνικό στοιχείο.

Η απώλεια  της Θράκης, επισφραγίστηκε στη Λωζάννη, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπεγράφη (και) η Ελληνοτουρκική σύμβαση και το πρωτόκολλο «περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών».

 

Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του πρωτοκόλλου από 1ης Μαΐου 1923, γινόταν υποχρεωτική ανταλλαγή των χριστιανών Τούρκων υπηκόων με τους μουσουλμάνους Ελληνικής υπηκοότητας,  ενώ εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Θράκης. Επίσης εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, (πληθυσμός 390.000) καθώς και οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου (πληθυσμός 12.000).

 

Με τη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία επιβλήθηκε από τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα επιβεβαιώθηκε η νέα πραγματικότητα στη ελληνική («δυτική») Θράκη, η οποία δέχθηκε ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων από την ανατολική Θράκη, ενώ ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος.

 

Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας (1930) αποτέλεσε μία σημαντική τομή για τη Θράκη και δεν λειτούργησε μόνο οικονομικά εις βάρος των προσφύγων αφού «η συντριπτική πλειοψηφία τους είδε να χάνεται το ενδεχόμενο αποζημίωσης των περιουσιών τους», αλλά λειτούργησε ηθικά και πολιτικά σαν το πρώτο μέσο για την εξαφάνιση του προσφυγικού πληθυσμού, για την εξαφάνιση της μνήμης. Ως επισφράγισμα της πολιτικής “φιλίας”, θα έλθει αμέσως μετά την υπογραφή του συμφώνου, η πρόταση για απονομή βραβείου Νόμπελ ειρήνης στο δάσκαλο του Χίτλερ, στο φυσικό και ηθικό αυτουργό της Γενοκτονίας Μουσταφά Κεμάλ!

Μεταπολεμικά, αφού έχει προηγηθεί η σκληρή φασιστική- ναζιστική κατοχή από τη Γερμανία και τη Βουλγαρία, καθώς και ο εμφύλιος, ακολουθεί η κοινή ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το 1952.

Η Τουρκία συνέχισε τη δράση της που είχαν σαν στόχο τις μουσουλμανικές μειονότητες στη Θράκη (μορφωτικά σύμφωνα 1951 και 1968), την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης (πογκρόμ του 1955, απελάσεις 1964), της Ίμβρου και της Τενέδου (ίδρυση αγροτικών ανοιχτών φυλακών, απελάσεις), με πρωταρχικό σκοπό τον αφανισμό των Ελλήνων και τη δημιουργία μίας κατάστασης πίεσης στη Θράκη (παράλληλα με αυτήν στην Κύπρο και το Αιγαίο).

 

Στη Θράκη, η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε τα ψυχροπολεμικά δεδομένα και απαίτησε από τη σύμμαχο Ελλάδα, να μαθαίνουν οι Πομάκοι, όπως και οι Αθίγγανοι την τουρκική γλώσσα. Γεγονός που ενδιέφερε τη συμμαχία μια και προτιμούσε να δει να μαθαίνουν οι Πομάκοι και οι Ρωμά την τουρκική γλώσσα και να υφίστανται την τουρκική προπαγάνδα, άσχετα αν αυτό θα είχε επιπτώσεις μακροπρόθεσμα στην Ελλάδα, παρά να τους δει να καταλήγουν στο άλλο αντίπαλο στρατόπεδο και συγκεκριμένα στη Βουλγαρία.

 

Οι τουρκικές πιέσεις θα συνεχιστούν στην Ελλάδα για τις μουσουλμανικές μειονότητες, ζητώντας την αλλαγή της ονομασίας το 1955 τους σε «Τουρκική» (μειονότητα), πιέσεις που εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου και την περαιτέρω προσέγγιση των δύο πλευρών. Με την ίδια αντίληψη συμπεριφέρθηκαν οι δύο χώρες, το 1951 και το 1968 όταν υπογράφτηκαν τα μορφωτικά πρωτόκολλα που είχαν σαν αποτέλεσμα, την εισβολή της τουρκικής πολιτικής στη Θράκη.

 

Η Ελλάδα μετά την είσοδό της στο ΝΑΤΟ, θα εγκλωβίσει αρκετές περιοχές, ικανές για να δεχθούν μόνο στρατιωτικά έργα και “ανεπιθύμητους δημόσιους υπαλλήλους και στρατιωτικούς”.

Το “θα σε στείλω στον Έβρο” ήταν το σύνθημα και σημειώθηκε το οξύμωρο ο χώρος συνόρων να είναι  χώρος εξορίας!

Βέβαια αυτός ο καθορισμός ενός συγκεκριμένου ρόλου για τη Θράκη, είχε τις επιπτώσεις του στην οικονομική, κοινωνική, δημογραφική ισορροπία, με τα επακόλουθα της ερήμωσης, της μετανάστευσης, της περιθωριοποίησης.

 

Η Θράκη καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο έμεινε έξω από τους κρατικούς προγραμματισμούς που είχαν σχέση με την ανάπτυξή της με αποτέλεσμα να αποτελεί ακόμη και σήμερα μία από τις πιο φτωχές περιφέρειες της Ευρώπης. Παράλληλα στο πολιτικό πεδίο, η στάση της Ελλάδας απέναντι στη Θράκη θα επηρεαστεί σημαντικά, καθοριστικά στη συνέχεια, μετά το 1952, είτε με την πίεση για αλλαγή από μουσουλμανικών σε Τουρκικών του χαρακτηρισμού των μειονοτήτων, είτε με τα μορφωτικά πρωτόκολλα, είτε με την ανοχή στο ρόλο του Τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής και τη δημιουργία κλίματος έντασης στην περιοχή.

 

Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την κατάληψη του 40% του εδάφους της, αρχίζει να γίνεται πιο έντονη από την τουρκική πλευρά, η αμφισβήτηση της Θράκης, η οποία κορυφώνεται με τις κινήσεις στις εθνικές, τοπικές νομαρχιακές-περιφερειακές εκλογές, για τις εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και με τη δημιουργία «ανεξάρτητων μειονοτικών συνδυασμών».

Μετά την αλλαγή της γεωγραφίας το 1989 και το τέλος της ψυχροπολεμικής εποχής, άλλαξε και ο ρόλος της Θράκης. Η Τουρκία βλέποντας να αλλάζουν οι όροι του παιχνιδιού προσάρμοσε την πολιτική της στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Υλοποιεί πολιτικές διεθνοποίησης του θέματος των μουσουλμανικών μειονοτήτων που συνεχίζει να τις ονομάζει τουρκικές, ανακινεί συνέχεια θέμα παιδείας και θρησκευτικής ελευθερίας των μειονοτήτων δημιουργώντας εντάσεις και εντυπώσεις, ενώ έντονη κινητοποίηση αναπτύσσεται και με το θέμα των μουφτήδων της Ξάνθης και της Κομοτηνής, που έχει διορίσει το Ελληνικό κράτος και δε τους δέχεται η Τουρκία ζητώντας εκλογή.

 

Στη Θράκη η τουρκική πολιτική χρησιμοποίησε και συνεχίζει να χρησιμοποιεί μεθόδους που έχουν σαν σκοπό τη συνένωση και των εκτουρκισμό των μουσουλμανικών μειονοτήτων, έτσι ώστε να αποκτήσουν τεχνητή τουρκική συνείδηση, θεωρώντας ως «μητέρα πατρίδα», την Τουρκία. Εδώ θα πρέπει να προστεθεί η τουρκική προσπάθεια να αναγνωρισθούν οι μουσουλμανικές μειονότητες ως μία εθνική τουρκική μειονότητα.

 

Η τουρκική πολιτική αποβλέπει στη δημιουργία δεσμών πολιτικών, αλυτρωτικών στην ουσία  υπό κηδεμονία και εύκολα ελεγχόμενες και «πολιτιστικών» συνισταμένων,  στην από κοινού αντίληψη της κρατικής τουρκικής προπαγάνδας) μεταξύ «δυτικής και ανατολικής Θράκης» αλλά και μεταξύ «δυτικής Θράκης και νοτίων βουλγαρικών επαρχιών».

 

Είναι προφανές ότι η τουρκική πολιτική προσπαθεί να υπονομεύσει κάθε προσπάθεια διαφορετικότητας μέσα στους μουσουλμάνους, τρομοκρατώντας με κάθε τρόπο τις προσπάθειες των Πομάκων και των Ρωμά για ανάκτηση της ταυτότητάς τους και απεμπλοκής από τους τουρκικούς μηχανισμούς. Μάλιστα σε κάθε ευκαιρία γίνεται αναφορά από καθεστωτικούς παράγοντες από την Τουρκία, από τους ψευδομουφτήδες, στη μία και ενιαία μειονότητα, δηλαδή την «τουρκική» και στον αγώνα που πρέπει να συνεχιστεί ώστε «να γίνει η δυτική Θράκη τουρκική».

 

Από την άλλη πλευρά η ελλαδική πολιτική για τη Θράκη  περιορίστηκε σε πολιτικές κινήτρων, με στόχο περισσότερο τη στήριξη του εισοδήματος και του κέρδους και λιγότερο την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα της οικονομίας.

 

Η διαπίστωση για την οποία πρέπει να ληφθούν άμεσα πρωτοβουλίες, πολιτικές, οικονομικές, αναπτυξιακές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές, είναι αποκλειστικά μία και μοναδική: Η Θράκη είναι ανάμεσα σε συμπληγάδες.

 

Από την μία πλευρά δρα ανενόχλητα ένας ποικιλόμορφος τουρκικός εθνικισμός με εκατοντάδες παραμέτρους, που καθημερινώς εκτείνει τη δραστηριότητά του, προκαλώντας και δυναμιτίζοντας τόσο την ειρηνική συμβίωση μεταξύ πλειονοτικών και μειονοτικών, όσο και την ελληνική ασφάλεια και εθνική κυριαρχία.

Από την άλλη πλευρά βρίσκεται, η για χρόνια αδιάφορη Ελλάδα που αγνοεί τη Θράκη και τα προβλήματά της και που έχει μείνει με την πολύχρονη φλυαρία περί «ενσωμάτωσης» ή «ένταξης» της μειονότητας στην ελλαδική κοινωνία, χωρίς να βλέπει τον επεκτατισμό της Τουρκίας και την καταπίεση Ελλήνων πολιτών, χριστιανών και μουσουλμάνων, Πομάκων, Ρομά και τουρκόφωνων. Είναι αναμφισβήτητο και προφανές πως, δεν μπορεί να συνεχιστεί ούτε η τουρκική εθνικιστική πρόκληση η οποία έχει άμεση επίπτωση στις μουσουλμανικές μειονότητες, πόσο μάλλον δεν μπορεί να συνεχιστεί η αδιαφορία της Ελλάδας για τον κρίσιμο και ζωτικής σημασίας χώρο της Θράκης.

 

Έσχατο και σημαντικό:  Στην τουρκική καθημερινή απειλή και στα τουρκικά σχολικά εγχειρίδια υπάρχει συνεχώς η αναφορά για την Ελλάδα που ενσωματώνει περιοχές της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας λειτουργώντας “ιμπεριαλιστικά” (!) Ενσωμάτωση Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, Αιγαίου, ενώ  την ίδια φρασεολογία χρησιμοποιούν δυστυχώς και πολλοί θεσμικοί στην Ελλάδα….

Στην πολιτική  η ουσία οφείλει να συνυπάρχει και να συμβαδίζει με το συμβολισμό: Απελευθέρωση λοιπόν της Θράκης,  όχι ενσωμάτωση και ο νοών νοείτω !