Η χειροποίητη κουβέρτα της Μαμάς, στο Μουσείο της Μελβούρνης

Η αγαπημένη μου μητέρα, Ευσταθία (Έφη) Σπυροπούλου, γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, τη Φλεσσιάδα, στα περίχωρα της Καλαμάτας, στις 10 Ιουνίου 1920.

Το χωριό, βρίσκεται ψηλά στα βουνά και επειδή ήταν τόσο απομονωμένο, οι κάτοικοι έγιναν αναγκαστικά αυτάρκεις.

Καλλιεργούσαν τα δικά τους κηπευτικά, έφτιαχναν το δικό τους σαπούνι, τυρί, γιαούρτι, συντηρούσαν το κρέας τους, τις ελιές τους, αποξήραιναν τα σύκα τους, έφτιαχναν τα δικά τους ζυμαρικά, ακόμη και τα δικά τους λευκά είδη και κουβέρτες. Όλο το χωριό είχε αργαλειούς και οι νεαρές κοπέλες ύφαιναν λινά και υφαντά για να ετοιμάσουν την προίκα τους.

Την κουβέρτα που εκτίθεται στο Μουσείο της Μελβούρνης, την ύφανε η μητέρα μου για την προίκα της γύρω στο 1939, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν ήταν δεκαοκτώ ή δεκαεννέα ετών.

Η Ευσταθία δείχνει στον εγγόνι της Χριστόφορo, γιο της Σταυρούλας, πώς ύφανε την κουβέρτα στο αργαλειό. Φώτο: Supplied

Την έφερε στην Αυστραλία το 1964, με το «Πατρίς» όταν μετανάστευσε μαζί με τον πατέρα μου και τα επτά παιδιά τους στην «Τυχερή Χώρα». Κατεβήκαμε στην προβλήτα ενθουσιασμένοι και φοβισμένοι ταυτόχρονα.

Για να υφάνει την κουβέρτα, η μαμά έπρεπε πρώτα να κουρέψει τα πρόβατά της, να πλύνει τις ίνες του μαλλιού και να τις αφήσει να στεγνώσουν. Στη συνέχεια, έπρεπε να επεξεργαστεί το μαλλί, χρησιμοποιώντας ειδική βούρτσα, το λανάρι, για να αφαιρέσει τυχόν υπολείμματα ώστε να είναι έτοιμο για ύφανση.

Το γνέσιμο γινόταν με το χέρι, χρησιμοποιώντας τη ρόκα ή το σφοντύλι. Για να φτιάξουν τη ρόκα, οι ευρηματικές γυναίκες εκείνης της γενιάς έκοβαν κλαδιά, τα έκαναν λεία στην αφή για να μπορέσουν να τα χρησιμοποιούσαν για το κλώσιμο.

Το κλώσιμο ήταν μια καθημερινή ασχολία στη ζωή της. Κάθε στιγμή που είχε ελεύθερη, έγνεθε, προκειμένου να συγκεντρώσει αρκετό νήμα για να υφάνει τις κουβέρτες της.

H Ευσταθία στην Ελλάδα το 2013, σε ηλικία 93 ετών, όταν βρήκε μαλλί και ξεκίνησε να γνέθει όπως παλιά. Φώτο: Supplied

Το κλώσιμο με το χέρι ήταν μια χρονοβόρα εργασία, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι μια γυναίκα, ακόμη και μια νεαρή κοπέλα, έπρεπε να φροντίζει τα μικρότερα αδέλφια καθώς και τους ηλικιωμένους παππούδες και γιαγιάδες που ζούσαν μαζί τους. Δούλευε, επίσης. στα χωράφια και φρόντιζε τα ζώα που ήταν απαραίτητα για τη διαβίωσή τους. Όταν ήταν βοσκοπούλα, φρόντιζε να έχει πάντα μαζί της τη ρόκα και το μαλλί.

Όταν επέστρεφε τα πρόβατα από τη βοσκή, και ολοκλήρωνε τις δουλειές της τη νύχτα, συνέχιζε μετά το κλώσιμο.

Η μαμά μου έλεγε συχνά ότι, στην εποχή της, μια νεαρή κοπέλα δεν ήταν ποτέ άπραγη, ειδικά όταν έπρεπε να κάνει κλωστήρια.

Μόλις συγκεντρωνόταν αρκετό νήμα, το επόμενο βήμα ήταν η βαφή. Οι γυναίκες αγόραζαν τις βαφές από πλανόδιους πωλητές ή έφτιαχναν τις δικές τους βαφές από φυσικά υλικά, όπως από τον φλοιό του καρυδιού, τα παντζάρια και το κρεμμύδι. Μερικές φορές περπατούσε μέσα από τα βουνά, για τρεις ώρες, για να φτάσει στην πλησιέστερη πόλη, τη Χώρα, για να αγοράσει τη βαφή από τα καταστήματα, όπου υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία χρωμάτων. Η μαμά συχνά επέλεγε κόκκινες και μπλε βαφές για τις κουβέρτες της.

Το λανάρι. Φώτο: Supplied

Αυτή η κουβέρτα φτιάχτηκε με τον ίδιο τρόπο, και υφάνθηκε σε ξύλινο αργαλειό σε δύο πανομοιότυπα πάνελ στο πλάτος του αργαλειού και, στη συνέχεια, ενώθηκε με μεγάλη ακρίβεια για να ευθυγραμμιστούν τα σχέδια και να γίνει στο μέγεθος μιας κουβέρτας. Κάθε πάνελ είναι περίπου 87 εκατοστά και αφού ενωθεί έχει πλάτος 174 εκατοστά και μήκος 210 εκατοστά.

Τα μοτίβα αποτελούνται από τέσσερα μπλε τμήματα πλάτους 18 εκατοστών το καθένα, δύο σε κάθε άκρο της κουβέρτας και διατρέχουν το πλάτος της κουβέρτας. Υπάρχουν κόκκινα γεωμετρικά σχήματα μέσα στο μπλε, πέντε σχήματα σε κάθε πάνελ, δηλαδή συνολικά δέκα γεωμετρικά σχήματα που ταιριάζουν απόλυτα σε όλο το πλάτος και στα τέσσερα μπλε τμήματα.

Τα σχέδια ήταν δικά τους, έλεγε η μητέρα μου. Αλλά αν έβλεπαν ένα μοτίβο που τους άρεσε, μετρούσαν τα νήματα και το αντέγραφαν για μελλοντική χρήση.

Μόλις το νήμα βαφόταν, στέγνωνε και επιλέγονταν το μοτίβο, ήταν έτοιμο για να ξεκινήσει η ύφανση.

Οι δύο πλευρές της κουβέρτας που δείχνουν την ευθυγράμμιση των σχημάτων και των μοτίβων. Τα στημόνια που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πολύ δυαντά και σφιχτά δεμένα για να σχηματίσουν κρόσσια στις δύο άκρες της κουβέρτας. Φώτο: Supplied

Ο αργαλειός ήταν ξύλινος και ογκώδης και καταλάμβανε πολύ χώρο στο μικρό σπίτι του χωριού. Τους καλοκαιρινούς μήνες στηνόταν έξω για ευκολία. Η μαμά έλεγε ότι οι γυναίκες ύφαιναν μόνο αφού δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια, φρόντιζαν τα ζώα και ολοκλήρωναν όλες τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού.

Μόνο τότε ήταν ελεύθερες να αρχίσουν την ύφανση. Λέει ότι συχνά έμενε ξύπνια μέχρι πολύ αργά, και ύφαινε στο φως του λυχναριού. Μοχθούσε για πολλές ώρες, φτιάχνοντας αυτά τα πολύτιμα χειροποίητα υφαντά. Μια συγκεκριμένη νύχτα, αποφασισμένη να τελειώσει ένα μέρος του υφαντού έμεινε κυριολεκτικά ξύπνια όλη τη νύχτα, και θυμάται να μπαίνει η θεία της φουριόζα στο σπίτι φωνάζοντας: «Οι Γερμανοί είναι εδώ! Τρέξε Ευσταθία! Τρέξε στα βουνά να κρυφτείς!». Και εκείνη τα παράτησε όλα και έτρεξε να σωθεί.

Με την έξοδο των Γερμανών στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα περιήλθε αμέσως σε εμφύλιο πόλεμο. Για άλλα τέσσερα ολόκληρα χρόνια η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο, αδελφός εναντίον αδελφού… Η μαμά παντρεύτηκε το 1946 και ο μεγαλύτερος αδελφός μου γεννήθηκε το 1947. Ο μπαμπάς κλήθηκε στο στρατό και η μαμά αγωνιζόταν να τα βγάλει πέρα και να φροντίσει τον μικρό της γιο.

Τη δεκαετία του 1950 η ζωή άρχισε να ομαλοποιείται. Η μαμά απέκτησε άλλα έξι παιδιά. Το τελευταίο γεννήθηκε το 1962. Και τα επτά παιδιά γεννήθηκαν στο σπίτι, χωρίς γιατρό, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή τρεχούμενο νερό στο σπίτι. Ήταν μια δύσκολη ζωή αλλά πάντα έβρισκε χρόνο για να υφάνει. Είχε να σκεφτεί τις προίκες των τεσσάρων θυγατέρων της.

Οι τέσσερις αδελφές με τον μικρό τους αδερφό το 1967. Φώτο: Supplied

Οι γυναίκες σταμάτησαν να υφαίνουν τη δεκαετία του 1960 και άρχισαν να πηγαίνουν το μαλλί στο μύλο όπου το μετέτρεπαν σε κουβέρτες. Η βιομηχανική εποχή είχε αρχίσει και σ’ αυτό το μικρό, ορεινό χωριό της Πελοποννήσου. Η μαμά έχει ακόμα πολλές από αυτές τις κουβέρτες «εργοστασίου» τακτοποιημένες πάνω στο μπαούλο.

Η συγκεκριμένη κουβέρτα που ύφανε η μαμά στα εφηβικά της χρόνια έχει ξεχωριστή σημασία για εμάς. Μας θυμίζει τα νιάτα της και τη δύσκολη ζωή που έζησε. Έχει συντηρηθεί σε καλή κατάσταση όλα αυτά τα χρόνια χάρη στην ιδιαίτερη φροντίδα που έδινε πάντα στα πράγματά της. Όταν μεγαλώνεις με τόσο λίγα πράγματα, εκτιμάς αυτά που έχεις.

Στο σπίτι μας, τις όμορφες αυτές χειροποίητες κουβέρτες της δίπλωνε προσεκτικά και τις τοποθετούσε μέσα σ’ ένα μεγάλο μπαούλο.

Όταν το μπαούλο γέμιζε με αντικείμενα αξίας, όπως κουβέρτες, παπλώματα, υφάσματα, τραπεζομάντιλα, κιλίμια και άλλα χειροποίητα χαλιά, διπλώνονταν και τοποθετούνταν το ένα πάνω στο άλλο για να σχηματίσουν μια εντυπωσιακή στοίβα, τέλεια ευθυγραμμισμένη ώστε να ταιριάζει με τις ακριβείς διαστάσεις του μπαούλου. Το ορθογώνιο αυτό στήσιμο της προίκας, ονομαζόταν γιούκος. Η μαμά συχνά κοίταζε τον γιούκο και θαύμαζε το περιεχόμενό του.

Μαζί με τη μαμά, και υπό την καθοδήγησή της, οι τρεις αδελφές μου και εγώ αερίζαμε κάθε χρόνο τα πολύτιμα αντικείμενα και συλλογιζόμασταν πώς ήταν η ζωή, και πόσο εκπληκτικό ήταν το ταξίδι της μαμάς.

Η οικογένεια με φίλους στην Moomba το 1965. Φώτο: Supplied