Κλεισθένης Δασκαλάκος: Η ιστορία της ζωής του μεγάλου Έλληνα φωτογράφου (Α’ ΜΕΡΟΣ)

Δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε, τις δυσκολίες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος στα χρόνια του πολέμου και τη δύσκολη περίοδο μετά το τέλος του. Βοήθησε πολλούς νέους τότε ηθοποιούς να ανέλθουν και έζησε μια χρυσή εποχή, αφού, επειδή δεν υπήρχε τηλεόραση, η είδηση κυκλοφορούσε με τις φωτογραφίες

Ευφυής, επίμονος, εργατικός, ακούραστος, δημιουργικός, χαρισματικός. Ο Κλεισθένης Δασκαλάκος, ο μεγάλος Έλληνας φωτογράφος, σε ηλικία 15 ετών, το 1946, ζωγράφιζε άλμπουμ για τουρίστες στο νούμερο 1 της οδού Φιλελλήνων. Τα χρήματα που έβγαζε όμως δεν έφταναν ούτε για κουλούρι. Έτσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ζωγραφική για τη φωτογραφία, και το έτος 1948 τον βρήκε να κάνει με το ποδήλατό του εξωτερικές δουλειές στο φωτογραφικό πρακτορείο του Μεγαλοοικονόμου.

Στους καταστροφικούς σεισμούς στο Ιόνιο, τον Αύγουστο του 1953, το πρακτορείο τον έστειλε με μια φωτογραφική μηχανή στη Ζάκυνθο. Όταν το κτίριο στο οποίο βρισκόταν κατέρρευσε, ο Κλεισθένης σώθηκε από καθαρή τύχη, καθώς το μόνο που έμεινε όρθιο ήταν η κολόνα δίπλα στην οποία στεκόταν. Κατόρθωσε να καταγράψει με τη μηχανή του τις συγκλονιστικές εικόνες της ολοκληρωτικής καταστροφής του νησιού. Αυτή ήταν και η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που αποτέλεσε έναυσμα για τη μετέπειτα πορεία του.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ

Το έργο του για τις αφίσες του ΕΟΤ και την εικόνα της χώρας για τον αναπτυσσόμενο τότε ελληνικό τουρισμό υπήρξε καθοριστικό. Κατά τη διάρκεια της χρυσής δεκαετίας του 1960, όταν η παλιά Αθήνα κατεδαφιζόταν με γοργούς ρυθμούς ώστε να κάνει χώρο για το νέο όραμα της ανοικοδόμησης, ο φακός του κατέγραψε πολλά σημαντικά νέα έργα από ψηλά. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, κατέγραψε επίσης προσωπικές στιγμές διασημοτήτων τις οποίες αποτύπωσε σε ελληνικά θέρετρα: τους Beatles στην Αράχοβα, τη Σοφία Λόρεν στην Ακρόπολη, τον Πολ Νιούμαν στη Μύκονο, τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό στην Πλάκα, τον Ρότζερ Μουρ στα Μετέωρα, την Τζάκι Ωνάση στον Σκορπιό. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Μαρία Κάλλας, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Τζόαν Κόλινς, ο Άντονι Κουίν, ο Ρούντολφ Νουρέγεφ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Γκρέγκορι Πεκ, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ, ο Μίκης Θεοδωράκης, η τέως βασιλική οικογένεια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν μερικές μόνο από τις προσωπικότητες παγκόσμιας εμβέλειας που είχαν σταθεί μπροστά στον φακό του.

Η Τζένη Καρέζη. Φώτο: © Κλεισθένης

Χαρακτηριστικά, όταν ήρθε στην Ελλάδα η Τζέιν Μάνσφιλντ, πολλά καταστήματα του ζητούσαν να τη φωτογραφίσει στον χώρο τους χαρίζοντάς της γούνες και κοσμήματα. Ήταν επίσης κοντά στην Αλίκη και στην Τζένη, όταν γέννησαν. Έκανε την τελευταία φωτογράφιση του Ζαμπέτα, όπου ο μεγάλος συνθέτης τού ζήτησε να φαίνεται οπωσδήποτε το χρυσό του δόντι. Δούλεψε πολύ σκληρά με τους συνεργάτες του και κατάφερε να δημιουργήσει ένα από τα μεγαλύτερα φωτογραφικά αρχεία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έξι μέρες τρέξιμο στο ρεπορτάζ και την Κυριακή στα γήπεδα. Δεν καθόταν λεπτό.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Το 1967, επιλέχθηκε ως ο καλύτερος φωτογράφος της χρονιάς. Τότε ήταν που η Χριστίνα Ωνάση –μαθήτρια ακόμη– θα ερχόταν για διακοπές από το κολέγιο στην Ελβετία. Για 26 ημέρες δούλεψε στο «Στούντιο Κλεισθένης» ως μαθητευόμενη παίρνοντας μισθό 30 δραχμές, ενώ οι υπόλοιποι έπαιρναν 60. Ερχόταν από τη Γλυφάδα όχι με την Κάντιλακ, αλλά με το λεωφορείο, στις 8 το πρωί και δούλευε με ωράριο σπαστό έως τις 8 το βράδυ. Ο Ωνάσης ήθελε η Χριστίνα να μάθει τι σημαίνει δουλειά και να έρθει σε επαφή με άλλα άτομα της ηλικίας της.

Η ζωή για τον ταλαντούχο φωτογράφο κυλούσε εύκολα, αφού, όπως είχε δηλώσει, δεν αισθάνθηκε ποτέ αγωνία φωτογραφίζοντας. Στο στούντιο της οδού Ξενοφώντος 7, λίγα μέτρα από την πλατεία Συντάγματος, επώνυμοι υπέγραφαν με φιλικές αφιερώσεις τα πορτρέτα τους. Για ένα διάστημα συνόδευε τον Καραμανλή στα ταξίδια του, έφτασε μαζί του μέχρι την Κίνα. Ο Ωνάσης κάθε βράδυ τού πήγαινε τα έγγραφά του να τα φωτογραφίσει, καπνίζοντας το πούρο του περιμένοντας. Από το 1952, που έγινε το κλικ μεταξύ τους, ο Έλληνας μεγιστάνας τού έστελνε συχνά εισιτήρια ώστε να πηγαίνει να τον βρίσκει και να τον φωτογραφίζει οπουδήποτε βρισκόταν, ακόμα και στα καζίνο. Ήταν, άλλωστε, ο επίσημος φωτογράφος της Ολυμπιακής και διέθετε σπάνιες φωτογραφίες από όλα τα εγκαίνια αεροδρομίων. Ο Λάτσης, τον οποίο αποκαλούσε «μπαρμπα-Γιάννη», κατέβαινε από την Κηφισιά και τον έπαιρνε από του Ζωγράφου για να φωτογραφίζει το έργο της ΠΕΤΡΟΛΑ ΕΛΛΑΣ, καθισμένος σε ένα βραχάκι από το πρωί έως το απόγευμα δίνοντάς του οδηγίες. Πολλοί τίτλοι περιοδικών στηρίχτηκαν στο αρχείο του. Πέρασε τις πύλες των Ανακτόρων και φωτογράφισε τη βασιλική οικογένεια. Ο βασιλιάς Παύλος τον αγαπούσε. Ο πατριάρχης Αθηναγόρας του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην περιοδεία του στα Βαλκάνια.

Νίκος Κούρκουλος, Μελίνα Μερκούρη και Ζυλ Ντασέν. Φώτο:© Κλεισθένης

Κατέθετε την ψυχή του σε κάθε φωτογράφιση, και αυτό φαινόταν. Γι’ αυτό αγαπήθηκε. Όλοι γνώριζαν ότι μπορούν να τον εμπιστευτούν, καθώς γεγονότα που είχαν περάσει στο φιλμ δεν θα έβλεπαν ποτέ το φως της δημοσιότητας αν δεν το επιθυμούσαν οι ίδιοι. Συχνά κάλυπτε φωτογραφικά γάμους εφοπλιστών, ενώ κατ’ αποκλειστικότητα κάλυψε τον γάμο του Ωνάση με την Τζάκι στον Σκορπιό, το μεγαλύτερο κοσμικό γεγονός σε παγκόσμια κλίμακα που έλαβε χώρα σε ελληνικό έδαφος και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον ολόκληρης της υφηλίου. Όποιος φωτορεπόρτερ βρέθηκε εκεί και κατάφερε να τραβήξει κάποιο πλάνο έγινε πλούσιος πουλώντας τα φιλμάκια του απέναντι, στο Νυδρί, όπου περίμεναν οι πράκτορες του ξένου Τύπου φορτωμένοι με βρετανικές λίρες, γαλλικά φράγκα και δολάρια. Αντιθέτως, το αρχείο του Κλεισθένη με όλες τις προσωπικές στιγμές από τον γάμο του ζευγαριού δεν πουλήθηκε ποτέ και παραμένει στη χώρα.

Τραβούσε πλάνα από θεατρικές παραστάσεις και στα 640 τ.μ. του εργαστηρίου του τύπωνε με τον ακριβό εξοπλισμό του μεγάλα φωτογραφικά πανό για τις προθήκες των θεάτρων, στοιχείο που ουσιαστικά εισήγαγε αυτός πρώτος προτού το υιοθετήσουν και όλοι οι υπόλοιποι μεγάλοι σταρ.

Οι εποχές σιγά σιγά άλλαξαν. Μπήκε η δεκαετία του 1980. Βιντεοπαραγωγές, νέοι ηθοποιοί, επιθεωρήσεις. Όλοι πέρασαν από το δικό του στούντιο. Ο κύκλος εργασιών ήταν τεράστιος. Επί δημαρχίας Τρίτση, οι παραγγελίες σε χαρτιά εκτυπώσεων ήταν τόσο μεγάλες, που δεν χωρούσαν στις αποθήκες της Agfa. Στα ράφια στο στούντιό του υπήρχαν κειμήλια από τις καλύτερες φωτογραφικές μηχανές –Ρόλεϊ, Μπλάουμπελ, Τζάις, Χάζελμπλαντ– για να θυμάται το παρελθόν, όπως έλεγε.

Δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε, τις δυσκολίες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος στα χρόνια του πολέμου και τη δύσκολη περίοδο μετά το τέλος του. Βοήθησε πολλούς νέους τότε ηθοποιούς να ανέλθουν και έζησε μια χρυσή εποχή, αφού, επειδή δεν υπήρχε τηλεόραση, η είδηση κυκλοφορούσε με τις φωτογραφίες. Προλάβαινε τα πάντα εν τη γενέσει τους και, όταν έφταναν τα μεγάλα ονόματα, τον έβρισκαν να τα περιμένει. Είχε σπάνιο ήθος και σεβασμό απέναντι στο χρήμα και προσωπικό ενδυματολογικό κώδικα. Ήταν απλός, με έντονη αίσθηση του χιούμορ και συχνά σε υποδεχόταν με τις παντόφλες, συνήθεια που του είχε μείνει από τα νιάτα του ως φωτορεπόρτερ και τα απανωτά 48ωρα ορθοστασίας που έκαναν τα πόδια του να πρήζονται κλεισμένα στα παπούτσια.

Για την εφημερίδα «Ακρόπολη» πήγε στην Κρήτη και βρέθηκε στο κρησφύγετο της Τασούλας και του Κεφαλογιάννη τραβώντας φωτογραφίες από τη διάσημη υπόθεση της απαγωγής της, που δημοσιεύθηκαν με το όνομά του και έκαναν πάταγο. Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Στα Γιάννενα φωτογράφισε μια μικρή Ηπειρώτισσα μπροστά από τα ερείπια του σπιτιού της μετά το χτύπημα του Εγκέλαδου να κλαίει κρατώντας ένα κλειδί που δεν θα άνοιγε πια την πόρτα. Η φωτογραφία βραβεύτηκε ως η καλύτερη της χρονιάς.

Η Ζωή Λάσκαρη. Φώτο: © Κλεισθένης

Ακολούθησε τον Καραμανλή στην προεκλογική περιοδεία του και, όταν δημοσιεύθηκαν οι φωτογραφίες του, ο Έλληνας πολιτικός ρώτησε ποιος έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Αυτή ήταν η αρχή της γνωριμίας τους. Από εκείνη τη στιγμή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του πρόσφερε αυτοκίνητο για να τον ακολουθεί και, στη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού προς την Κομοτηνή, ο Κλεισθένης του ζήτησε να φωτογραφηθεί στα χωράφια με μία αγροτική οικογένεια σε αποκλειστικές πόζες. Έγιναν αχώριστοι, ο φακός του Κλεισθένη τον ακολούθησε παντού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Κάποτε υποχρέωσε τον θεατρικό επιχειρηματία Βαγγέλη Λειβαδά να πάρει στο θέατρο κάποιον νεαρούλη. Τον πήρε επειδή ήταν φθηνός. Ο νεαρός αυτός ήταν ο Στάθης Ψάλτης!

ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ: ΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ, ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ

«Τη φωτογραφία την κοιτάς από μπροστά», συνήθιζε να λέει. Η δουλειά του άνθησε την ιδανικότερη εποχή, όμως και ο Κλεισθένης ήταν πάνω στο κύμα συνεχώς. Δούλευε πυρετωδώς χωρίς φρένα, αξιοποιώντας πλήρως το πολύπλευρο ταλέντο του. Το άσβεστο πάθος του για το μέσο, η συνεχής έκθεση σε βλαβερά χημικά, τα ξενύχτια, το μόνιμο άγχος, οι σωματικές ταλαιπωρίες που δεν υπολόγιζε ποτέ, κάποια στιγμή κατέβαλαν την υγεία του. Τελικά έφυγε το 2005 χτυπημένος από μια σπάνια, καλπάζουσα μορφή Αλτσχάιμερ, έχοντας χάσει κάθε ικανότητα επαφής με τον κόσμο γύρω του, αφήνοντας παρακαταθήκη περισσότερα από 1.000.000 φωτογραφικά αρνητικά με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.

ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ

Σήμερα έχουν ξεκινήσει οι προσπάθειες να ψηφιοποιηθεί το πλούσιο και πολιτιστικά ανεκτίμητο αρχείο του, ενώ υπάρχει και λογαριασμός στο Instagram ως studio Kleisthenis, τον οποίο επιμελείται ο Νίκος Βασιλάκης, που έχει αναλάβει και τις δημόσιες σχέσεις. Το μαρκάρισμα των φωτογραφιών του στο Instagram ως «Στούντιο Κλεισθένης» και το ίδιο λογότυπο που χαρακτήριζε τις φωτογραφίες της γενιάς σπουδαίων καλλιτεχνών που αποχώρησαν για πάντα, είναι εκεί για να μας θυμίζουν το σπουδαίο έργο του.

ΤΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΤΟΥ ΚΛΕΙΣΘΕΝΗ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

Κατεβαίνοντας τη σκάλα του υπογείου της Ξενοφώντος, ο επισκέπτης έφτανε σε έναν μοντέρνο χώρο υποδοχής, με αναπαυτικούς καναπέδες, έναν καθρέφτη στο βάθος και μερικά κρεμασμένα έγχρωμα πορτρέτα καλλιτεχνών και πολιτικών. Μία βουτιά στην ιστορία του τόπου, πολιτική και καλλιτεχνική, δεκάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αλλά και έγχρωμες από το αρχείο του, που έχει αμέτρητες πόζες με όλους αυτούς που άφησαν εποχή.

Για πολλούς εξ αυτών δεν ήταν μόνο φωτογράφος αλλά και φίλος, δύο όμως ήταν τα πρόσωπα που το όνομά του συνδέθηκε περισσότερο μαζί τους: ο Καραμανλής και η Βουγιουκλάκη. Φωτογράφισε όλο το εγχώριο Hollywood σε μια παρέλαση από ένδοξες στιγμές στα κινηματογραφικά σετ και τα θεατρικά σανίδια μαζί με διάσπαρτα καρέ ιδιωτικών στιγμιότυπων σε μαιευτήρια, πρεμιέρες, δίκες, «χορούς του Ησαΐα», ακόμα και στις διακοπές τους ή σε βόλτες στην εξοχή.

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΚΛΕΙΣΘΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ

Υπήρξε επίσης ο προσωπικός φωτογράφος της Αλίκης Βουγιουκλάκη μέχρι το τέλος της ζωής της. Παρέδωσε μια Αλίκη ανέμελη, πρόσχαρη και παιχνιδιάρα, όπως την ήθελαν οι θαυμαστές της. Κατέγραψε όμως και το ξέσπασμά της σε κλάματα μέσα στο άδειο σπίτι της στον Θεολόγο μετά τον χωρισμό της και τη βίαιη συμπεριφορά του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, ενώ μεγάλη συζήτηση είχε γίνει για τις φωτογραφίες που απεικόνιζαν το πρόσωπο της νεκρής πια μεγάλης σταρ. Ένα από τα πρώτα πράγματα που της έμαθε με το που ξεκίνησε η συνεργασία τους, το 1952, ήταν πώς να φωτογραφίζεται σωστά. Γι’ αυτόν ήταν πάντα ένα χαρούμενο κορίτσι με ένα λαμπερό, πραγματικά ξεχωριστό χαμόγελο. «Ποτέ δεν καθυστέρησε σε φωτογράφιση, αντιθέτως ερχόταν νωρίτερα για να μακιγιαριστεί», είχε δηλώσει στο παρελθόν ο αποκλειστικός της φωτογράφος, που τη λάτρεψε. Επέλεγε τις φωτογραφίες που την έδειχναν σταρ – όχι ότι δεν ήταν ή ότι δεν το πίστευε εκείνος. Όταν η Αλίκη είδε τη φωτογραφία της με το γαλάζιο πλατύγυρο καπέλο από το «Ωραία μου κυρία», δήλωσε την επιθυμία να την πάρει μαζί της όταν «φύγει». Όταν τον Ιούλιο του 1996 επήλθε για την Ελληνίδα σταρ το μοιραίο, τα αδέλφια της, παρά το βαρύ τους πένθος, έσπευσαν να ζητήσουν από τον Κλεισθένη τη φωτογραφία. Έτρεξε στο στούντιο από τη Μητρόπολη, την πήρε και την έβαλε ο ίδιος στα χέρια της. Αργότερα εξομολογήθηκε ότι αυτή ήταν η πιο δύσκολη και συγκλονιστική στιγμή της καριέρας του. Ενδεικτικό της αφοσίωσής του στην Αλίκη είναι το γεγονός ότι, ενώ τη φωτογράφισε πολλές φορές γυμνή, καμία από αυτές τις φωτογραφίες δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.

Ο ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ

«Δεν προβάλλω καθόλου το επώνυμό μου γιατί δεν έχει και νόημα. Γεννήθηκα σε καιρούς σκοτεινούς. Στα έξι μου χρόνια γνώρισα τον κόσμο μέσα από τη θύελλα του πολέμου του 1940, ο πατέρας μου δεν έτρωγε για να φάμε εμείς, έλεγε ότι δεν πεινούσε. Στα δεκατρία μου πιάνω δουλειά σε έναν ασήμαντο ζωγράφο. Με εμπιστεύτηκε για να φωτογραφίσω τα έργα του. “Με τέτοιο ταλέντο στη ζωγραφική είναι δυνατόν να τα παρατήσεις για να γίνεις φωτογράφος”, μου έλεγε, “είναι αμαρτία”». Έζησα χρόνια που η Ελλάδα είχε ανοιχτές πληγές, απανωτά τραύματα».

«ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΑΠΟ ΚΤΙΡΙΟ ΕΩΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ»

«Οι παλιοί διαφημιστές σκίτσαραν τα προϊόντα. Όταν ξεκίνησα να φωτογραφίζω, συνεργάστηκα από πολύ νωρίς με διαφημιστικές εταιρείες, από το 1948. Ήμουν 15 χρονών όταν μπήκα στο επάγγελμα».

«Όσα χρόνια κι αν περάσουν για μένα είναι λίγα. Προηγείται ένα προσχέδιο για κάθε λήψη. Θέλω στις φωτογραφίσεις μου να έχω την επιμέλεια της φωτογραφίας στις διάφορες φάσεις της, από την αρχή ως το τέλος. Δεν αντέχω να βλέπω απαράδεκτες φωτογραφίες στα περιοδικά ή αφίσες όπου σε μία σύνθεση κάθε πρόσωπο είναι διαφορετικά φωτισμένο. Ο τρόπος φωτισμού είναι σημαντικός γιατί κολακεύει, εξαλείφει ρυτίδες και επιπλέον δεν χρειάζεται ρετούς. Χρειάζεται να αποκτήσουμε κάποιο επίπεδο, και αυτό να βελτιώνεται συνέχεια. Είναι απαραίτητη η συνεχής ενημέρωση στο επάγγελμά μας, καθώς και η ανανέωση του τεχνικού εξοπλισμού του φωτογράφου, χωρίς αυτά το αποτέλεσμα θα υστερεί».

«Δεν γνωρίζω αν είμαι αγαπητός στον χώρο των ηθοποιών, αλλά τους αρέσουν οι φωτογραφίες μου. Για μένα σημαίνει πολλά το να έρχονται οι επιχειρηματίες με τους θιάσους σεζόν μετά τη σεζόν στο στούντιό μου, και αυτές οι σχέσεις να κρατούν χρόνια. Εγώ είμαι ο στιλίστας σε όλες τις φωτογραφίσεις, κανένας στιλίστας δεν έχει εμπειρία τόσων χρόνων που έχω εγώ. Εξάλλου, δεν μπορεί να υποδείξει σε έναν πρωθυπουργό τι να κάνει. Ένας φωτογράφος όμως μπορεί, εγώ αποφασίζω για τα ρούχα που θα φορέσει, για το φόντο, τα χρώματα».

«Δεν υπάρχουν υπουργοί και πρόεδροι Δημοκρατίας από το 1948 και μετά που να μην έχουν φωτογραφηθεί από μένα. Το θεωρούν υποχρεωτικό σε κάθε εκλογική περίοδο, επιβεβλημένο, καθεστώς. Κάθε παραμονή εκλογών γινόταν χαμός στο στούντιο. Η μεγέθυνση ενός πορτρέτου μπορεί να φτάσει ακόμα και στα 8 μέτρα, ανάλογα με τις απαιτήσεις του υποψηφίου. Έχουμε τον εξοπλισμό να τυπώνουμε για γιγαντοαφίσες, προσόψεις θεάτρων, ακόμα και για τα μεγαλύτερα κέντρα διασκεδάσεως. Επενδύουμε συνεχώς».

*Η συνέχεια και το τέλος του αφιερώματος στον σπουδαίο Έλληνα φωτογράφο Κλεισθένη Δασκαλάκο, στον “Νέο Κόσμο” της Δευτέρας, 30 Μαΐου.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην «Εβίτα» το 1981. Φώτο: © Κλεισθένης