*Συνέχεια από την έκδοση του «Νέου Κόσμου» του Σαββάτου, 28 Μαΐου.
«Δεν έχω κάποιον που θέλω να φωτογραφίζω ή κάποιες ιδιαίτερες προτιμήσεις. Τίποτα δεν επηρέασε το επάγγελμά μου ως φωτογράφου, δεν γνώρισα κάμψη στην πελατεία μου ουδέποτε, φωτογραφίζω τα περισσότερα θέατρα της Αθήνας και της επαρχίας. Ο φωτογράφος πρέπει να αποδώσει την ατμόσφαιρα της εκάστοτε παράστασης. Όμως αυτό δεν μου δημιουργεί καμιά δυσκολία, αλλού είναι το πρόβλημα. Δυστυχώς, όταν πηγαίνω να φωτογραφίσω, η ηλεκτρολογική εγκατάσταση δεν έχει τελειώσει, οπότε δεν έχει κανονιστεί ο τελικός φωτισμός και, για να ανταπεξέλθω, παίρνω μαζί μου τον δικό μου τεχνικό φωτισμό. Στήνω ένα δικό μου θεατρικό με φαντασία».
«Υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται πολύ άνετα μπροστά στον φακό. Συνήθως έχουν ξαναφωτογραφηθεί πολλές φόρες πριν και γνωρίζουν. Υπάρχουν όμως και άπειροι, πρωτόβγαλτοι, τους οποίους ο φωτογράφος πρέπει να κάνει να νιώσουν άνετα, με διάφορους τρόπους, εμβαθύνοντας στην ψυχολογία τους, για παράδειγμα με το να βάλει την αγαπημένη τους μουσική να παίζει κατά την ώρα της φωτογράφισης».
«Φωτογραφίζω επειδή με ευχαριστεί και όχι για να βγάλω χρήματα, το οποίο είναι και το λιγότερο που με ενδιαφέρει. Ό,τι και να φωτογραφίσω με ευχαριστεί αφάνταστα, είτε είναι κτίριο είτε πρόσωπο. Αφοσιώνομαι στη φωτογράφιση και προσπαθώ να αποδώσω υποκείμενο ή αντικείμενο όσο καλύτερα γίνεται. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο θέμα ως αγαπημένο μου, είναι η ζωή μου η ίδια, η πελατεία μου».
«Με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό για μισό σχεδόν αιώνα, κατάφερα με κόπο που πoτέ δεν τον λογάριασα, να απαθανατίσω τις σημαντικότερες στιγμές της νεότερης ιστορίας μας. Πρωθυπουργούς, βασιλιάδες, πρωταθλητές του στίβου, υπουργούς, τραγουδιστές, παγκοσμίου φήμης μεγιστάνες του πλούτου, ηθοποιούς, συγκλονιστικά γεγονότα».

«Κλεισθένη με φώναζαν όλοι στην Καισαριανή. Το 1933 ήθελα να γίνω ζωγράφος – όταν τα άλλα παιδάκια έπαιζαν στα χωράφια, εγώ κλεισμένος στο σπίτι ζωγράφιζα και σκεφτόμουν όταν μεγαλώσω να ασχοληθώ και επαγγελματικά. Ο πατέρας μου όμως δεν με ενθάρρυνε. “Με τη ζωγραφική δεν θα φτάσεις πουθενά, θα ζήσεις μία ζωή φουκαράς και θα πεθάνεις στην ψάθα” μου έλεγε».
«Έφτιαξα ένα υπερσύγχρονο στούντιο 920 τετραγωνικών, δύο δρόμους κάτω από την πλατεία Συντάγματος, όπου το τηλέφωνο δεν σταματάει να χτυπάει. Είναι τόσα πολλά αυτά που είδαν τα μάτια μου, που σκέφτομαι κάποια μέρα να στρωθώ να γράψω βιβλίο, μου το λένε οι φίλοι μου ότι είναι κρίμα που δεν γράφω. Αλλά πού να βρεθεί χρόνος, κάποτε όμως πρέπει να το αποφασίσω».
«Χρωστάω πολλά στον κύριο Ράλλη, με βοήθησε όταν ήμουν πιτσιρικάς και έψαχνα να βρω τον δρόμο μου. Εγώ έκανα το δικαστικό ρεπορτάζ και εκείνος ήταν δικηγόρος. Στο γραφείο του Μεγαλοοικονόμου, κέντρο συνάντησης όλων των διάσημων της εποχής, γνώρισα κόσμο και κοσμάκη. Η σημαντικότερη γνωριμία μου ήταν με τον δημοσιογράφο Αχιλλέα Μαμάκη, ένα δαιμόνιο πανέξυπνο άτομο που δεν έβρισκε πότε ησυχία. Όλη τη μέρα σκεφτόταν τι θα σκαρφιστεί για να πρωτοτυπήσει. Το 1949, εγώ ήμουν μόλις 16 χρονών, έρχεται στο μαγαζί ταραγμένος και ανήσυχος. Ήθελε να δημιουργήσει καλλιτεχνική στήλη στην εφημερίδα του, το “Έθνος” και ήθελε από εμάς μία φωτογραφία την ημέρα. Με διάλεξε. Έτσι λοιπόν άρχισα να πηγαίνω στα θέατρα και να φωτογραφίζω ηθοποιούς και δικτυώθηκα, γνώρισα τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Κυβέλη, τον Κώστα Μουσούρη, τον Πέλο Κατσέλη, θιασάρχες, παραγωγούς, ο ένας μετά τον άλλον ζητούσαν φωτογραφίες από μένα. Η Κοτοπούλη ήταν όμορφη και διέθετε επιχειρηματικό μυαλό. Ήταν το 1949, φθινόπωρο, όταν ένα απόγευμα της έδωσα κάποιες φωτογραφίες της, εκείνη τις έλεγξε, έμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα και μετά πήγε στον διευθυντή του θεάτρου, τον Χέλμη, και του είπε: “Θέλω να στολίσεις το θέατρο με αυτές”. Ο Χέλμης χλώμιασε από την ταραχή του. “Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, Μαρίκα μου”, της λέει. Μπρος στην επιμονή της όμως δέχτηκε να βάλει τις φωτογραφίες στην πρόσοψη και στους διαδρόμους του θεάτρου. Το βλέπει ο Κώστας Μουσούρης και έρχεται στο μαγαζί και με βρίσκει: “Θέλω και εγώ από αυτά τα πράγματα που έκανες της Μαρίκας”. Έτσι λοιπόν ο ένας μετά τον άλλον όλοι οι ηθοποιοί άρχισαν να διακοσμούν το θέατρό τους με τις προσωπικές τους φωτογραφίες. Η Μαρίκα Κοτοπούλη καμάρωνε για μένα και διασκέδαζε που το μιμήθηκαν όλοι».
«Το 1951, ο Αχιλλέας Μαμάκης αποφάσισε να ασχοληθεί και με τα καλλιστεία στην εφημερίδα του. Ήθελε την οργάνωση μιας γιορτής όπου θα αναδεικνύονταν οι ομορφότερες κοπέλες της χρονιάς: Σταρ Ελλάς και Μις Ελλάς. Ήρθαν χιλιάδες υποψήφιες – εγώ μόλις 18 χρονών, δεν μπορούσα να βοηθήσω σε τίποτα. Σκέφτηκε ένα κόλπο αφού δεν είχαμε τον χρόνο να τις φωτογραφίσουμε όλες γιατί θέλαμε ένα εξάμηνο. Έδινε στην κάθε κοπέλα από ένα χαρτάκι με ένα νούμερο επάνω, το νούμερό της. Αν το χαρτάκι είχε χρώμα άσπρο, έπρεπε να τη φωτογραφίσω, αν είχε άλλο χρώμα, δεν έπρεπε να τη φωτογραφίσω. Βρεθήκαμε όλοι μαζί στη Σταδίου λοιπόν, μπροστά ο Μαμάκης, πίσω εγώ και πιο πίσω όλα τα κορίτσια – ήταν σαν να κάναμε διαδήλωση. Έβγαινε ο κόσμος και χάζευε και, αν και το έπαθλο ήταν σχεδόν ασήμαντο, κάτι σαν μια φωτογραφία στην εφημερίδα, άντε και κανένα ζευγάρι παπούτσια και κάτι μικροδωράκια, εγώ από εκείνη τη στιγμή έγινα μόνιμος φωτογράφος των καλλιστείων, και μάλιστα η δραστηριότητα αυτή κράτησε ακριβώς 40 χρόνια. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκα και με τον Αριστοτέλη Ωνάση, ερχόταν αργά το βράδυ για να φωτογραφίσει διάφορα έγγραφα, τιμολόγια και διατάγματα, γιατί δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί οι φωτοτυπίες, και ο Ωνάσης προτιμούσε τις φωτογραφίες για το αρχείο του».
«Κάποτε οι άνθρωποι εκτιμούσαν αλλιώς τη ζωή, είχε καλλιεργηθεί μία ανθρωπιά. Σήμερα αυτό έχει εκλείψει, και, αν ο απέναντι πνίγεται, τον αφήνουν να πνιγεί ή πάνε για μπάνιο. Η αδιαφορία αυτή πιστεύω ότι οφείλεται στην ευμάρεια, στην ευκολία της καλής ζωής. Θεωρούμε αυτονόητο το κάθε τι».
«Γνώρισα τον Αριστοτέλη Ωνάση σε διάφορες στιγμές. Δεν μπορώ να πω ότι διέθετε γοητεία, μάλλον χρήμα είχε και τεράστια επιμονή για αυτό που ήθελε να κάνει. Για πολλές μέρες στο μαγαζί του Μεγαλοοικονόμου καθόταν στο γραφειάκι απέναντί μου με ένα θερμός με καφέ και άπλωνε τα χαρτιά του να τα φωτογραφίσω που είχαν πάνω διάφορα στοιχεία από την ΤΑΕ, που ήθελε να αγοράσει για να φτιάξει την Ολυμπιακή».
«Κάποτε, την περίοδο του Πάσχα, ο βασιλιάς τσούγκρισε τα αυγά σε ένα στρατόπεδο στο Καβούρι. Πήρα το λεωφορείο και πήγα να τον φωτογραφίσω. Όταν τελείωσα, ξαναστάθηκα στη στάση να πάρω το επόμενο λεωφορείο για να πάω στο επόμενο στρατόπεδο. Ο Παύλος περνώντας μπροστά από τη στάση με είδε να περιμένω και σταμάτησε. “Μπες μέσα”, μου είπε, “θα σε πάρουμε μαζί μας”. Σε μία σύμπτωση οφείλω το γεγονός ότι υπηρέτησα τον δεύτερο χρόνο της στρατιωτικής μου θητείας στο Παλάτι. Με είχε συναντήσει τυχαία στο στρατόπεδο που υπηρετούσα στη Θεσσαλονίκη ο Παύλος, αλλά όταν πήγα να τον βγάλω μία φωτογραφία ο στρατηγός διέταξε να συλληφθώ. Τη στιγμή που με πήγαιναν να τιμωρηθώ από τον στρατηγό, ερχόταν αντίθετα στον δρόμο ο Παύλος, ο οποίος είχε τελειώσει την επιθεώρηση. Μόλις με είδε φώναξε: “Να έρθει ο νεαρός να κάνει τη θητεία του στα Aνάκτορα, αύριο να είναι εκεί”.
«Δεν πιστεύω στην τύχη, ότι καθορίζεται η ζωή μας από τα τυχερά μας, εμείς τη φτιάχνουμε, αν και έχω πάρει δύο φορές λαχεία και τις δύο φορές έχω κερδίσει. Στα δύσκολα χρόνια είχα ένα πρόβλημα με το πόδι μου και ζήτησα άδεια από τον Μεγαλοοικονόμου για πρώτη φορά. Τότε δεν έπαιρνε κανείς άδεια και εκείνος θύμωσε. Από αντίδραση ζήτησε να πληρώσουμε τις συμμετοχές μας στο ΙΚΑ, έφυγα θυμωμένος μαζί του αποφασισμένος να μην ξαναπατήσω. Μείναμε με την οικογένειά μου στην Πεντέλη και αντιμετωπίσαμε μεγάλες δυσκολίες οικονομικές την περίοδο εκείνη που δεν δούλευα. Μία μέρα παίρνω τηλέφωνο έναν συνάδελφό μου και μου λέει “Σε ψάχνει ο λαχειοπώλης. Έχει κερδίσει το λαχείο σου”! Η δεύτερη φορά ήταν όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη μου πρόσφερε ένα λαχείο στη Θεσσαλονίκη και το κέρδισα».
«Ο Καραμανλής μία φορά μού έκανε νεύμα να μη φωτογραφίσω στις Ινδίες τη στιγμή που του έβγαζαν τα παπούτσια για να μπει σε έναν ιερό χώρο. Ο Καραμανλής είχε την αίσθηση δικαίου στις αντιδράσεις του».

«Έζησα την εποχή που οι διαπροσωπικές σχέσεις δεν είχαν αντικατασταθεί από τους μάνατζερ και τα γραφεία Δημοσίων Σχέσεων. Μες στη γενική ανθρώπινη υποβάθμιση, μικρός κατηφόρισα από την Καισαριανή μαζί με τον Αντώνη Καλογιάννη προς το Σύνταγμα για ανεύρεση καλύτερης τύχης. Πρώτο μου επάγγελμα ήταν να σχεδιάζω μία ζωγραφιά του Παρθενώνα στα εξώφυλλα των άλμπουμ που πουλούσαν στους τουρίστες. Ενώ ήμουν μαθητής του γυμνασίου Παγκρατίου μαζί με τον Γιώργο Πάντζα, τον ηθοποιό, ο οποίος είχε τα μέσα γιατί ο τότε γυμνασιάρχης που ονομαζόταν Αναγνωστόπουλος ήταν θείος του, βρήκα δουλειά στο κατάστημα παιδικών παπουτσιών Μούγερ στη Σταδίου με καλό μισθό – πραγματική αναβάθμιση. Ήταν πολύ σκληρή ζωή τότε, ήταν δύσκολο ακόμα το να αγοράζεις έστω κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Δεν ήταν καθόλου εύκολα να πουλάς παπούτσια! Κάποια μέρα κατεβαίνοντας τη Σταδίου έξω από τον Μεγαλοοικονόμου είδα ένα χαρτί στην πόρτα, μία αγγελία που ζητούσε βοηθό! Μπήκα μέσα και έτσι ξεκίνησα την καριέρα μου ως φωτορεπόρτερ! Μεγάλωσα μαζί με ανθρώπους μύθους της ελληνικής ζωής. Ο Λάτσης με προσκαλούσε πάντα στο σπίτι του και ο φακός μου παρακολούθησε τη Μαριάννα να μεγαλώνει από βρέφος. Ήταν πολύ στοργικός πατέρας ο Λάτσης. Έτρεχε με τα παιδιά του στο κτήμα της Εκάλης σαν να ήταν συνομήλικός τους!»
«Πρέπει να συζητάς όταν φωτογραφίζεις κάποιον, πρέπει να τον ζωντανεύεις! Οι εκφράσεις του πρέπει να φαίνονται, και στο πρόσωπό του να δείχνει ζήλο ένταση. Εγώ δεν ακολούθησα κανένα ρεύμα ούτε αντέγραψα κανέναν. Όταν κοιτάζω μία ωραία φωτογραφία αλλού, απλώς τη θαυμάζω. Στο μυαλό μου συνεχώς τριγυρίζει πώς θα ανακαλύψω κάποια καινούργια τεχνική».
«Φροντίζω να έχω σχέση εμπιστοσύνης με τους πελάτες, θέλω να με θεωρούν φίλο τους. Μόνο έτσι λύνονται, αισθάνονται σιγουριά και αφήνονται. Δεν είναι τυχαίο ότι η Καρέζη εμένα φώναξε να τη φωτογραφίσω στον γάμο της με τον Χατζηφωτίου και στο πάρτι που ακολούθησε και άφησε εποχή, αλλά και λίγες ώρες μετά τη γέννηση του γιου της, το ίδιο και η Αλίκη. Ήμουν ο πρώτος που τις φωτογράφισα μητέρες, την ίδια χρονιά, το 1969. Τη φωτογραφία με τον Κωνσταντίνο Καζάκο τη χρησιμοποιούσα ως αφορμή για να αστειεύομαι μαζί του, τάχα ότι ξέρω όχι μόνο πόσο χρονών είναι αλλά και πόσο λεπτών! Η ηλικία της Αλίκης ήταν πάντοτε φλέγον θέμα, βέβαια. Από τότε που τη φωτογράφισα στον “Κατά φαντασίαν ασθενή”, την πρώτη της θεατρική παράσταση με τον Νέζερ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1952, δεν αναφερθήκαμε ποτέ σ’ αυτήν».
«Σε αυτό το συρτάρι έχω φυλάξει ντοκουμέντα ιερά και απαραβίαστα που δεν θα επιτρέψω να έρθουν ποτέ στο φως. Είναι αλήθεια ότι ήμουν μαζί με την Αλίκη τις τελευταίες στιγμές στο νοσοκομείο με τα σωληνάκια, αγκαλιά με τον γιο της Γιάννη, και έκανα μία φωτογραφία της λίγα λεπτά πριν το τέλος. Μόνο εμένα δεχόταν να τη φωτογραφίσω, μου είχε εμπιστοσύνη και ήξερε καλά ότι δεν θα την εκμεταλλευτώ ποτέ. Σκέφτομαι πως δεν θα ήθελε να τη δει ο κόσμος έτσι άρρωστη και ανήμπορη, έτσι δεν μπορώ να τις δώσω αυτές τις φωτογραφίες. Θέλω να τη θυμόμαστε στα καλύτερά της, που ήταν οι αμέτρητες στιγμές που τη φωτογραφίζαμε. Όπως πραγματικά ήταν, πάντα όμορφη και χαμογελαστή!»
