Πρόκειται για μια τάση που παρατηρείται σε όλο τον κόσμο, με χιλιάδες νυχτερινά κέντρα να κλείνουν, καθώς οι νέοι επιλέγουν πιο υγιεινές, πιο χαλαρές και όλο και περισσότερο ψηφιακές επιλογές διασκέδασης.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα κλαμπ γνώρισαν μεγάλη άνθηση κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, ο αριθμός των νυχτερινών κέντρων έχει μειωθεί περισσότερο από το μισό σε σχέση με το 2005, οδηγώντας σε πρωτοσέλιδα για τον “αποδεκατισμό” μιας κάποτε περήφανης βιομηχανίας. Στην Αυστραλία, σύμφωνα με τα στοιχεία της IBISWorld, ο αριθμός των νυχτερινών κέντρων έχει μειωθεί από 482 σε 355 τα τελευταία χρόνια, με τα περιθώρια κέρδους επίσης να υποχωρούν.

Το κλείσιμο έγινε περισσότερο αισθητό στα κέντρα της περιφέρειας, όπου οι επιλογές νυχτερινής διασκέδασης είναι πιο περιορισμένες. Οι βετεράνοι του κλάδου λένε ότι η προσέλευση στις νυχτερινές πίστες κορυφώθηκαν στην Αυστραλία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν χιλιάδες άνθρωποι συνέρρεαν για να απολαύσουν την μουσική της εποχής.

ΤΙ ΑΛΛΑΞΕ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΠΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ;

Πολλοί πιστεύουν πως αυτό συμβαίνει επειδή οι σημερινοί νέοι ακολουθούν έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής και ενδιαφέρονται λιγότερο για το hangover της επόμενης μέρας.

Ο 20χρονος Χάρι που συμμετείχε σε σχετικό ρεπορτάζ του ABC δήλωσε ότι προτιμάει «τα απογευματινά ποτά από το να μένει μέχρι αργά έξω». Ο 23χρονος φίλος του, Μαξ, θεωρεί ότι ίσως αυτό έχει να κάνει με την φήμη της επικινδυνότητας που χαρακτηρίζει την κατάσταση στα μπαρ.

Οπωσδήποτε, πάντως, η πανδημία COVID-19 δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την κατάσταση, καθώς τα νυχτερινά κέντρα υπέφεραν περισσότερο από άλλους χώρους, λόγω του επιχειρηματικού μοντέλου στο οποίο στηρίζονται που θέλει τους θαμώνες να μοιράζονται ένα πολύ στενό χώρο χορεύοντας.

Η ανασφάλεια της μετά-COVID νέας πραγματικότητας έχει οδηγήσει πολλούς επιχειρηματίες να προχωρούν σε ανακαινίσεις των νυχτερινών τους κέντρων για να συμπεριλάβουν υπαίθριους χώρους μπαρ ως απάντηση.

ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΚΟΣΤΟΣ

Το εν λόγω επιχειρηματικό μοντέλο υφίσταται, όμως και κάποιες έξτρα πιέσεις.

Για παράδειγμα, η αναδιάρθρωση των τελών αδειοδότησης μουσικής σημαίνει ότι οι χώροι πρέπει να πληρώνουν ένα καθορισμένο ποσό που συνδέεται με τη χωρητικότητά τους για κάθε νύχτα που ανοίγουν.

Έτσι, αυτό σημαίνει ότι ένα κλαμπ με χωρητικότητα 500 ατόμων πρέπει να πληρώσει αμοιβή με βάση τα 500 άτομα, ακόμη και αν στην πραγματικότητα εμφανίζονται μόνο δώδεκα άτομα.

Ο πρόεδρος της Ένωσης Ιδιοκτητών Νυχτερινών Κέντρων Δυτικής Αυστραλίας, Simon Barwood, ο οποίος διευθύνει δύο νυχτερινά κέντρα στο Περθ, λέει ότι το κόστος έχει αυξηθεί πολύ τα τελευταία 20 χρόνια.

«Πλέον τα τέλη για να παίζουμε μουσική στα κλαμπ είναι αρκετά υψηλά – από περίπου 10.000 δολάρια το χρόνο έχουν φτάσει σε πάνω από 100.000 δολάρια για ορισμένα κλαμπ», λέει.

Άλλοι ιδιοκτήτες κλαμπ αναφέρουν αυξήσεις στα τέλη αδειοδότησης ποτών και στους μισθούς, καθώς και δυσκολίες στην πρόσληψη αρκετών φρουρών ασφαλείας. Ο κ. Barwood λέει ότι εναπόκειται στους ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων να βρουν τρόπους να είναι ανταγωνιστικοί, να κερδίζουν και να παραμείνουν δυναμικά στο παιχνίδι.

«Νομίζω ότι η εμπειρία του νυχτερινού κέντρου εξακολουθεί να είναι σημαντική για τους νέους – υπάρχει η ανάγκη μας ως άνθρωποι να είμαστε κοινωνικοί και να είμαστε παρόντες με έναν φυσικό τρόπο μεταξύ μας», λέει.