Το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού ανά την Αυστραλία ογκώνεται και σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων, δημιουργεί σημαντικές πιέσεις -και- για ομογενειακές επιχειρήσεις και οργανισμούς.
Ελληνοαυστραλοί που έχουν πολύ καλή γνώση της ασφυκτικής κατάστασης που διαμορφώνεται στην οικονομία, μιλώντας στο Φώτη Καπετόπουλο, εξέφρασαν τη μεγάλη ανησυχία τους και απεύθυναν έκκληση για αύξηση της μετανάστευσης.
Ειδικότερα, η Φωτεινή Κυπραίου (Fotini Kypraios), πρόεδρος του Ελληνοαυστραλιανού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (HACCI), επεσήμανε στον «Νέο Κόσμο» πως τα μέλη του HACCI «υποφέρουν».
«Υπάρχει μεγάλη πίεση στις επιχειρήσεις όσον αφορά στην έλλειψη προσωπικού και δεξιοτήτων, τα μέλη μας δεν μπορούν να βρουν εργαζόμενους κι αυτό αφορά τον τομέα υπηρεσιών, το λιανικό εμπόριο τροφίμων, τα εργοστάσια, τις κατασκευές, παντού».

Το έλλειμμα αυτό, εξήγησε, «έχει αντίκτυπο στην ικανότητα των επιχειρήσεων να καλύψουν τη ζήτηση και προκαλεί καθυστερήσεις».
Η πρόεδρος του HACCI απεύθυνε έκκληση στην κυβέρνηση να αυξήσει, γρήγορα, τον αριθμό των ατόμων που μπορούν να έρθουν και να εργαστούν στην Αυστραλία και των μεταναστών εν γένει.
Τα κλειστά σύνορα για δύο χρόνια και το «πάγωμα» της μετανάστευσης εν μέσω της πανδημίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση του προβλήματος.
«Πρέπει να άρουμε τους περιορισμούς για τη μετανάστευση και να ‘ανοίξουμε’ ώστε η βιομηχανία και ο εμπορικός τομέας να μπορούν να προσλαμβάνουν ειδικευμένους μετανάστες», δήλωσε η κα Κυπραίος.
Η Ντέπη Παπαδημητρίου (Debbie Papadimitriou), διευθύντρια του εργοστασίου επεξεργασίας τροφίμων Olympian Foods στη Μελβούρνη, δεν μπορεί να βρει προσωπικό επίσης.
«Στο παρελθόν θα έβαζα μία αγγελία στο Seek και θα λάμβανα 100 αιτήσεις. Τώρα θα είμαι τυχερή να λάβω 50 και πολλοί κάνουν αίτηση απλά για να δείξουν ότι την έκαναν ώστε να λάβουν το επίδομα ανεργίας. Όταν τους καλείς δεν απαντούν», ανέφερε απογοητευμένη με την κατάσταση.

Η κα Παπαδημητρίου θέλει αύξηση της μετανάστευσης, καθώς όπως είπε «οι ντόπιοι δε θέλουν να εργαστούν».
Υπογράμμισε ότι αν εντέλει βρεθεί κάποιος υποψήφιος για εργασία εδώ, ζητά 50 δολ. την ώρα για ουσιαστικά μία δουλειά εργοστασίου.
«Πληρώνουμε τον κανονικό μισθό 25 δολ. την ώρα και για περιστασιακή εργασία 27 δολ. την ώρα. Το να δώσουμε τα διπλά καθιστά αδύνατη τη λειτουργία της επιχείρησης».
Σε αυτήν τη συγκυρία η πίεση είναι ήδη μεγάλη λόγω της «αύξησης του κόστους για υλικά, μεταφορικά και παραδόσεις», συμπλήρωσε. «Χρειαζόμαστε ειδικευμένους αρτοποιούς και είναι αδύνατο να βρούμε, εστιατόρια και καφετέριες δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι να αυξηθεί η μετανάστευση».
Παρόμοια η κατάσταση για την Μαίρη Κουκουνάκη (Mary Koukounakis), η οποία διευθύνει το North Seafood and Grill.
«Οι εργαζόμενοι ζητούν τραγελαφικούς μισθούς όπως 40 δολ. και 50 δολ. την ώρα λόγω της έλλειψης προσωπικού και αυτοί οι φουσκωμένοι μισθοί προκαλούν πληθωρισμό … απλά δεν μπορείς να λειτουργήσεις μία επιχείρηση», είπε. «Δεν υποαμείβουμε το προσωπικό μας, οι εργαζόμενοι μας είναι η πρώτη μας προτεραιότητα, έχουμε κάνει πάντα το σωστό από το ξεκίνημα».
Διευθύνει την επιχείρηση εδώ και τρία χρόνια, αλλά, εξήγησε ότι «δεν έχει κέρδος λόγω των lockdowns τα τελευταία δύο χρόνια, ελλείψεις προσωπικού και υπέρογκους μισθούς».
«Οι τιμές αυξάνονται όταν πληρώνεις ‘φουσκωμένο’ εργατικό κόστος, προσθέστε σε αυτό 10 δολ. για ένα μαρούλι και διπλάσιες τιμές για ψάρια, σε τι τιμή υποτίθεται θα πουλήσεις; Αν διπλασιάσεις τις τιμές, δε θα έχεις δουλειά», πρόσθεσε.
Ομογενής διευθυντής κατασκευαστικής εταιρίας, που αναλαμβάνει κυβερνητικά έργα, σχολίασε την κατάσταση στον «Νέο Κόσμο», υπό το καθεστώς ανωνυμίας. «Απλά δεν υπάρχουν αρκετά άτομα, ειδικευμένα ή μη», επεσήμανε.
«Το ζήτημα είναι κρίσιμο. Η πίεση στην αλυσίδα προμηθειών και ο πληθωρισμός, σε συνδυασμό με την απουσία εργατών στον τομέα των κατασκευών, θα στείλει πολλούς από αυτούς που δραστηριοποιούνται στον κλάδο να ακροβατούν στην άκρη του γκρεμού».
«Αυτό θα επιδεινώσει το πρόβλημα περαιτέρω και θα δημιουργήσει σημαντικά οικονομικά θέματα», εξήγησε και απεύθυνε έκκληση για «άμεση επανεξέταση των κινήτρων και αύξηση της μετανάστευσης από αυτήν την κυβέρνηση».

Η διευθύνουσα σύμβουλος της «Φροντίδας» (Fronditha Care), Φαίη Σπιτέρι (Τσολάκη) ΟΑΜ (Faye Spiteri Tsolakis), δήλωσε ότι ο ομογενειακός οργανισμός παροχής φροντίδας σε ηλικιωμένους πλήττεται επίσης από την έλλειψη προσωπικού.
Εξήγησε ότι πάνω από 1,3 εκατ. ηλικιωμένοι στην Αυστραλία λαμβάνουν υπηρεσίες φροντίδας στο σπίτι τους ή σε οίκου ευγηρίας.
«Η ‘Φροντίδα’ παρέχει υπηρεσίες σε πάνω από 1.500 ανθρώπους και η ζήτηση ξεπερνά κατά πολύ την τρέχουσα δυνατότητά μας να ανταποκριθούμε στις ανάγκες της κοινότητας λόγω της έλλειψης προσωπικού», είπε και ανέφερε ότι θέλει να εξισορροπήσει την αυξανόμενη ζήτηση για παροχή πολιτιστικά εξειδικευμένων υπηρεσιών και όπου είναι δυνατόν να «απασχολήσουμε Ελληνόφωνο προσωπικό».
«Με τους περιορισμούς στη μετανάστευση λόγω της παγκόσμιας πανδημίας και το κλείσιμο των συνόρων έχει καταστεί μεγάλη πρόκληση και επανεξετάζουμε την υπάρχουσα εργασιακή συμφωνία ώστε να αυξήσουμε τη δυνατότητά μας να σπονσοράρουμε άτομα που θέλουν να εργαστούν στη φροντίδα ηλικιωμένων».
Είναι «κρίσιμο», σημείωσε, να έχουμε πρόσβαση σε εργατικό δυναμικό από το εξωτερικό για να «καλύψουμε τις προσδοκίες της κοινότητας και τη ζήτηση για υπηρεσίες (φροντίδας)».

Ο Τζέισον Ζάικος (Jason Zaikos), πράκτορας μετανάστευσης που εργάζεται στην Migration Ways Australia, έχει ως πελάτες τους κυρίως επιχειρήσεις, που «παλεύουν να γεμίσουν κενές θέσεις εργασίας».
«Και υπάρχουν ορισμένοι σημαντικοί τομείς, όπως η οικοδομή και οι κατασκευές, που περιλαμβάνουν επαγγέλματα όπως ξυλουργική, βαφή, συγκόλληση, μεταλλοτεχνία, που πλήττονται από μεγάλες ελλείψεις εργατών», όπως είπε στον «Νέο Κόσμο».
Το πρόβλημα, δήλωσε, «κατέστη πιο σοβαρό και ογκώθηκε από την πανδημία δεδομένου ότι τα σύνορα ήταν κλειστά για δύο χρόνια».
Επιχειρήσεις σε τομείς, όπως η εστίαση ή η τεχνολογία (ΙΤ), είναι σε τακτική επαφή μαζί του.
«Τα εστιατόρια θέλουν σεφ, διευθυντές και προσωπικό, αντιμετωπίζουν μία πραγματική κρίση και εταιρίες θέλουν ειδικούς IT, παλεύουν να παραμείνουν σε λειτουργία. Θέλουν να ανακάμψουν μετά την κρίση και δε μπορούν λόγω της έλλειψης προσωπικού».

Ο Γιώργος Γιαννακοδάκης (George Giannakodakis), ιδρυτής και επικεφαλής των εταιριών InfraPlan και PointData εξέφρασε τη μεγάλη ανησυχία του για την έλλειψη μετανάστευσης.
Προ COVID οι εταιρίες του, όπως είπε, στηρίζονταν σε επαγγελματίες και προσωπικό του τεχνολογικού κλάδου από την Ινδία και την Κίνα, οι οποίοι είναι λιγοστοί πλέον μετά από 2 χρόνια με την πανδημία.
«Για παράδειγμα ένας ειδικός στα δεδομένα, μέσου επιπέδου, με μισθό 140.000 δολ. (υπό κανονικές συνθήκες), πλησιάζει ένα μισθό 190.000 δολ. έως 200.000 δολ. το χρόνο λόγω της έλλειψης προσωπικού», είπε και εξήγησε ότι «οι εργοδότες ανταγωνίζονται για την ίδια ‘δεξαμενή’ προσωπικού και το ‘κλέψιμο’ (υπαλλήλων) έχει αυξηθεί ωθώντας τους μισθούς υψηλότερα».
Ως ειδικός στη μηχανική, τον αστικό σχεδιασμό, τα μεταφορικά μέσα και τον πληθυσμό, με εμπειρία σε μία σειρά από κυβερνητικά έργα, γνωρίζει καλά τον αντίκτυπο που έχει η μετανάστευση στην οικονομία της Αυστραλίας.
«Αν δε ‘ανεβάσουμε’ τον αριθμό μεταναστών σύντομα θα έχουμε backlog (συσσώρευση αιτήσεων) 1,1 εκατ. έως του χρόνου και αυτό θα προσθέσει στην ανοδική πίεση για τους μισθούς, ενώ η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει τις επιχειρήσεις και σε κάποιο σημείο όλο αυτό θα καταστεί μη βιώσιμο», σημείωσε.
Η μείωση του ποσοστού ανεργίας -από 5,5% περίπου προ πανδημίας σε 3,9%- είπε δεν είναι λόγω των περισσότερων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν, αλλά λόγω του σοβαρού ελλείμματος σε προσωπικό.
«Όταν οι πολιτικοί βγαίνουν και λένε ‘κοιτάξτε το ποσοστό της ανεργίας μας’ θα πρέπει να είναι πιο ξεκάθαροι. Στο 5.5% υπάρχουν αρκετή ένταση στην αγορά για άτομα που ανταγωνίζονται για δουλειές. Αλλά, το 3,9%, απλά σημαίνει ότι δεν υπάρχει αρκετό εργατικό δυναμικό».
Ο κ. Γιαννακοδάκης ήταν σκεπτικός σε σχέση με την πίεση για αύξηση των μισθών «επειδή οι τιμές των κατοικιών και τα επιτόκια αυξάνονται».
«Το πρόβλημα είναι ότι όταν τα επιτόκια αυξάνονται, το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις επίσης κλιμακώνεται. Οι επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερες γενικές δαπάνες λόγω της έλλειψης προσωπικού και όλο αυτό καθίσταται μη βιώσιμο».
«Αν δεν ανοίξουμε τα σύνορά μας τώρα και αν δεν ‘τρέξουν’ τη μετανάστευση τώρα, θα αντιμετωπίσουμε ορισμένες σοβαρές οικονομικές προκλήσεις», υπογράμμισε.

Ο υπουργός Μετανάστευσης, Ιθαγένειας, Υπηρεσιών για Μετανάστες και Πολυπολιτισμικών Υποθέσεων, Andrew Giles, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα λιγότερο από 3 εβδομάδες πριν, κληθείς από τον «Νέο Κόσμο» να σχολιάσει το πρόβλημα, είπε πως γνωρίζει το ζήτημα με τις καθυστερήσεις για νέους μετανάστες και δήλωσε ότι η διεκπεραίωση των εκκρεμών αιτήσεων για βίζα αποτελεί προτεραιότητα γι’ αυτή την κυβέρνηση.
«Αυτό θα επιταχύνει και θα ενισχύσει την οικονομική μας ανάκαμψη, στηρίζοντας την κινητικότητα για απασχολούμενους από το εξωτερικό και τις ευκαιρίες για τις αυστραλιανές επιχειρήσεις», είπε και τόνισε: «Έχω εκφράσει τις ανησυχίες μου για την τρέχουσα κατάσταση της επεξεργασίας βίζα στο Υπουργείο Εσωτερικών και δεσμευόμαστε να διασφαλίσουμε ότι οι αιτήσεις θεωρήσεων θα διεκπεραιώνονται εγκαίρως».