Πριν αρχίσω να γράφω την ιστορία των προγόνων μου, θέλω να εξηγήσω μερικά πράγματα για την οικογένεια της μητέρας μου.
Το όνομά μου είναι Καλομοίρα Γαβριήλ, το γένος Μικρουδάκη.
Το 1912 με 1914 η μητέρα μου ήταν δύο χρόνων και γνώρισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο παππούς και η γιαγιά μου γεννήθηκαν στη Μικρά Ασία και η μικρή Μαρία, η κόρη τους και μητέρα μου, υπέστησαν τον πρώτο διωγμό και έφυγαν. Ο παππούς μου με τον αδελφό του τον Βαγγέλη, και τον πατέρα τους Θοδωρή, είχαν τρία καΐκια και έφυγαν με αυτά για να σωθούν. Αλλά τα γέμισαν και με άλλο κόσμο θέλοντας να τους σώσουν. Είπαν ότι θα έπιαναν Λήμνο ή Μυτιλήνη ή Χίο και έτσι έφυγαν για την Ελλάδα.
Τα άφησαν όλα πίσω, τα πλούσια μέρη και τις περιουσίες τους. Έφυγαν, με τα ρούχα που φορούσαν, από το Ρεϊζντερέ, η οποία ήταν κωμόπολη με 4.500 κατοίκους πληθυσμό.
Έπιασαν Λήμνο και, συγκεκριμένα, στο χωριό Κοντιάς που είχε θάλασσα σε τρεις πλευρές. Ο παππούς τα ήξερε γιατί ασχολιόταν με την αλιεία και όλη η οικογένεια ήταν ψαράδες.
Εκεί εγκαταστάθηκαν, αλλά μετά από επτά χρόνια τους έδωσαν τα μέρη τους πίσω, επέστρεψαν και άρχισαν και πάλι από την αρχή.
Το 1922 υπέστησαν τον δεύτερο διωγμό. Η μητέρα μου ήταν εννέα χρόνων τότε.
Πάντα, από τότε που θυμόταν, μικρό κοριτσάκι, ο παππούς και η γιαγιά -και η μητέρα μου μαζί- καθάριζαν σταφίδα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις τόσες πολλές ιστορίες με τις οποίες η μητέρα μου με μεγάλωσε.
Ο παππούς και η γιαγιά απέκτησαν και άλλα δύο κορίτσια, την Βενετία και την Δέσποινα.
Ο παππούς συνέχιζε το ψάρεμα και, μεγαλώνοντας, η Μαρία, η μητέρα μου, την ζήτησε από τον πατέρα της, ένας νέος, ο οποίος έπαιρνε ψάρια από τον παππού. Του άρεσε η μητέρα μου, τη ζήτησε και παντρεύτηκαν.
Ο πατέρας μου ήταν από τα Αλάτσατα, που ήταν κοντά στο χωριό της μητέρας, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ήταν από πλούσια οικογένεια, αλλά, όπως και οι περισσότεροι, στο διωγμό τα έχασαν όλα.
Παντρεύτηκαν και έκαναν δέκα παιδιά, πέντε κορίτσια και πέντε αγόρια.
Ωραία οικoγένεια… Τα λάτρευε τα παιδιά του ο πατέρας μου, αλλά είχαμε και την ατυχία να τον χάσουμε, μια και ποτέ δεν του άρεσε η ξενιτιά. Έλεγε στη μητέρα μας ότι εμείς θα έπρεπε να καθίσουμε στο νησάκι μας, τη Λήμνο, γιατί το ψάρι έχει… χρήμα.
Και τα άκουγα όλα αυτά από μικρή.
“Αχ, Καλομοίρα μου, τα αφήσαμε όλα στην πατρίδα μας και φύγαμε… Ήμασταν με τ’ αμπέλια μας, τα μποστάνια μας, τα ωραία και καρποφόρα δεντρα μας”.
Η μητέρα μας δεν έπαψε να μας λέει καθημερινά ιστορίες. Ακούγαμε να μας λέει για τις πολλές και ωραίες εκκλησίες που είχαν και δεν ξεχνούσε τίποτε.
Μας έλεγε: “Παιδιά μου, αχ, ας βγάλω διαβατήριο, να πάω να δω την πατρίδα μου κι ύστερα ας πεθάνω”.
Θυμόμουν πολύ καλά ότι στον πατέρα μας δεν άρεσε η Αυστραλία, αλλά η μητέρα ήθελε να έρθουμε εδώ. Περάσαμε δύο φορές από γιατρούς για να έρθουμε και, στο μεταξύ, αραββωνιάστηκε η μεγάλη αδελφή μου, η οποία έκανε οικογένεια στην Αφρική, αλλά στο χρόνο πάνω πέθανε.
Κάθε μέρα η μητέρα μας τραγουδούσε πολύ ωραία, αλλά ο πατέρας τραγουδούσε ακόμα πιο ωραία. Πέντε παιδιά τραγουδούσαμε, επίσης, πολύ ωραία.
Ο πρώτος αδελφός μου έπαζε λίρα, βιολί και ακορντεόν. Στο σπίτι μας είχαμε γλέντια κάθε μέρα. Ήταν ο πρώτος από όλους μας και υπέφερε από πολιομυελίτιδα. Αλλά ήταν πολύ έξυπνος και οι γονείς μου τον πήγαν σε δάσκαλο και έτσι έμαθε βιολί. Έφτιαχνε και παπούτσια και όλα τα χρήματα που κέρδιζε τα έδινε στη μητέρα.
Μεγαλώσαμε πολύ ωραία και αγαπημένα και έτσι είμαστε και μέχρι σήμερα.
Όταν πέθανε ο πατέρας μας, την αδελφή μου την Ειρήνη, την έφερε ένας Λημνιός στην Αυστραλία και μετά ήρθα και εγώ, το 1967. Παντρεύτηκα μετά από επτά μήνες.
Τώρα που μεγαλώσαμε, σκέφτομαι καθημερινά την μητέρα μας και τους παππούδες μας. Ξένοιαστες μέρες, σε πλούσια μέρη.
Οι Μικρασιάτες ήταν πολύ μερακλήδες.
Θυμάμαι την Καθαρή Δευτέρα, ήμουν μικρή, πηγαίναμε όλοι, συγγενείς και συγχωριανοί, και διασκεδάζαμε τόσο ωραία. Και ο θείος μου ο Γιάννης, πρώτος εξάδελφος της μητέρας, έπαιζε το… ταψί και χορεύαμε όλοι. Εμένα από πέντε χρόνων με έβαζαν και τραγουδούσα.
Η μητέρα μας ήταν από μεγάλη οικογένεια.
Με τον διωγμό άλλοι πήγαν στην Αμερική και άλλοι στην Κρήτη, στην Ιεράπετρα, αλλά και μερικοί στην Κόρινθο. Η αδελφή του πατέρα μου είναι μέχρι σήμερα στο Σικάγο.
Αλλά δεν ξεχνώ που ήμουν μικρή και πηγαίναμε τρεις μήνες στον Κοντιά, για να κάνουμε τις σταφίδες. Ο δε παππούς έκανε πολλά πράγματα – κρασί, ούζο, ξύδι, τραχανά, φλωμάρια, μιτσέλι με κολοκύθι, μαρμελάδες, σύκα, αμυγδαλα, σάλτσα, γλυκό τριαντάφυλλο, ντοματάκια γλυκά, σουλτανίνα και πάρα πολλά άλλα.
Του Αγίου Δημητρίου πηγαίναμε όλοι στον Άγιο Δημήτριο -το πιο ωραίο χωριό της Λήμνου, που το ονόμαζαν κιόλας μικρό Παρίσι- όπου όλοι ήταν από τον Ρεϊζντερέ.
Τι να πρωτοθυμηθώ; Την ωραία θάλασσα μπροστά το σπίτι μας, δύο λεπτάμε τα πόδια; Την Μύρινα, με το μεγάλο κάστρο, όπου τα καράβια περνούν μέσα από δύο βουνά; Τον Άγιο Νικόλαο, την εκκλησία όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια;
Μέχρι τα είκοσί μου ήμουν στο νησάκι μου, με τις ωραίες αμμουδιές και την αγορά που είναι όλο καλντερίμια.
Αυτά ήθελα να γράψω για τους παπούδες και τους γονείς μου. Μακάρι να έρχονταν ξανά αυτές οι μέρες… Είχα περισσότερα αλλά φτάνουν. Τι να πρωτοθυμηθώ, όλα είναι σαν όνειρο…
Δεν έρχονται πια τα παιδικά χρόνια πίσω. Μόνο καθημερινά θυμάμαι όλη μας την οικογένεια και δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτές τις ομορφιές στις οποίες μεγαλώσαμε, με αγάπη και χαρά στα σπίτια μας.
Ευχαριστώ τον “Νέο Κόσμο” που μας έδωσε την ευκαιρία να εκφραστούμε, να πούμε από πού ερχόμαστε…
