Το ταξίδι του ομοσπονδιακού πρωθυπουργού, Anthony Albanese στην Ευρώπη επανέφερε στο προσκήνιο τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Αυστραλίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μία συμφωνία που αποτιμάται περί τα 94 δισ. δολάρια σε αξία και οι δύο πλευρές ελπίζουν να ολοκληρώσουν ακόμη και φέτος.
Αλλά ως γνωστόν, υπάρχουν κάποια εμπόδια, εδώ και χρόνια, ειδικά ως προς την ονομασία προϊόντων που είναι «προστατευόμενη», όπως της φέτας ΠΟΠ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης) για την Ελλάδα, ή της grappa για την Ιταλία, τις πράσινες φακές du Puy για τη Γαλλία ή του Ιρλανδέζικου Ουίσκι.
Ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ε.Ε. στην Αυστραλία για τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις, Cornelis Keijzer, ανέφερε στην The Age πως υπήρξαν κάποιες παρανοήσεις σχετικά στο παρελθόν.
«Δεν έχει να κάνει με (τα τυριά) camembert ή brie. Αυτές είναι γενικοί όροι που οι παραγωγοί στην Αυστραλία θα μπορούν και πάλι να χρησιμοποιούν. Απλά δε θα μπορούν να το ονομάζουν Camembert de Normandie ή Brie de Meaux. Αυτό σημαίνει γεωγραφική ένδειξη».
Αλλά και πάλι, Αυστραλοί παραγωγοί λένε ότι οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να στοιχίσουν δεκάδες δολάρια κάθε χρόνο, μόνο για αλλαγές σε ετικέτες και συσκευασίες, δημιουργώντας και σύγχυση στους καταναλωτές.
Ο ομοσπονδιακός υπουργός Εμπορίου, Don Farrell, ανέφερε ότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός μπορεί, «πιθανώς, να είναι δύσκολο ζήτημα».
«Θα πρέπει να λάβουμε ορισμένες δύσκολες αποφάσεις, σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο γι’ αυτά τα θέματα», είπε.
«Αν παίξουν ‘σκληρά’ … τότε θα δημιουργηθούν κάποιες δυσκολίες, αλλά ελπίζω ότι με λίγη καλή θέληση και από τις δύο πλευρές μπορούν να επιλύσουμε τέτοια θέματα. Δεν πιστεύω ότι εντέλει θα είναι αξεπέραστο εμπόδιο».
Ο κ. Keijzer επέμεινε ότι η προστασία της ονομασίας προέλευσης συγκεκριμένων προϊόντων θα είναι το «κλειδί» για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.
«Το έχουμε καταστήσει σαφές πάντα στην αυστραλιανή πλευρά πως αν είναι να υπάρξει μία συμφωνία, αυτό θα πρέπει να αποτελεί μέρος της και αυτό συμφωνήθηκε», είπε.
Η The Age φιλοξενούσε και δηλώσεις της ιδιοκτήτριας του Emerald Hill Deli, Maria Totos, η οποία επεσήμανε ότι το 90% της φέτας που πουλά στο κατάστημά της στην South Melbourne Market είναι από την Ελλάδα, καθώς πιστεύει ότι το κλίμα εκεί ευνοεί καλύτερη ποιότητα.
«Εκτιμώ την ποιότητα του προϊόντος και γι’ αυτό, καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να το προστατεύσουν», είπε.
Ωστόσο, πρόσθεσε, πως οι κυβερνήσεις «κρέμονται» πολύ από τις ονομασίες.
«Έχουμε μεγαλύτερα προβλήματα από τη φέτα … αυτοί που την ξέρουν έτσι, δε θα την ονομάσουν αλλιώς. Αλλά, προχωρώντας εμπρός ο κόσμος (ίσως) θα πρέπει να μάθει».
Η Ε.Ε. έχει ζητήσει από την Αυστραλία την προστασία 234 αλκοολούχων αποσταγμάτων, 166 αγροτικών προϊόντων και άλλων ονομασιών τροφίμων, μεταξύ των οποίων και άλλα Ελληνικά εκτός από τη φέτα, αλλά και της Κύπρου.
Αυτός ο κατάλογος δεν είναι ο τελικός και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εξετάζει αν θα καταθέσει και έναν δικό της κατάλογο με γεωγραφικές ενδείξεις, σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών και Εμπορίου.
«Η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι δε θα συμφωνήσει να προστατεύσει συγκεκριμένες ονομασίες προέλευσης αν η συνολική συμφωνία δεν είναι αρκετά ευνοϊκή, με την Ε.Ε. μεταξύ άλλων να παραχωρεί νέα, εμπορικά σημαντική, πρόσβαση στην αγορά (της) στους εξαγωγείς μας», ανέφεραν από το ΥΠΕΞ.
Όπως είναι γνωστό στην αυστραλιανή αγορά υπάρχει τυρί «Feta» και τυρί «Haloumi», με τις συσκευασίες να μην κάνουν τουλάχιστον σε εμφανές μέρος διευκρινίσεις τύπου «greek style» ή «feta like», ενώ αντιθέτως αναγράφεται σε εμφανή θέση ότι πρόκειται για τοπικά αυστραλιανά προϊόντα.
Προ πανδημίας τουλάχιστον αποκαλυπτικά για τη θέση της ελληνικής φέτας ΠΟΠ στην αγορά της Αυστραλίας ήταν τα στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στο Σίδνεϊ.
Σύμφωνα με όσα προκύπτουν, στην Αυστραλία γίνεται κατάχρηση του όρου φέτα, αφού τα περισσότερα «μη ελληνικής προέλευσης τυριά, που χρησιμοποιούν τον όρο φέτα, είναι είτε ευρωπαϊκά (βουλγαρικά ή δανεζικά) είτε αυστραλιανά».
Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ στο Σίδνεϊ, κατόπιν έρευνας στις εκεί υπεραγορές, τα ψευδεπίγραφα και παραπλανητικά, για τον καταναλωτή, προϊόντα που φέρουν την ονομασία «φέτα» είναι πολλά, κυρίως εγχωρίως παραγόμενα, αλλά και εισαγόμενα από τη Μέση Ανατολή (ΗΑΕ) και τη Βόρεια Ευρώπη (Δανία).
Όλα αυτά τα προϊόντα, τα οποία σαφώς στρεβλώνουν την εικόνα που σχηματίζει ο καταναλωτής για την ελληνική φέτα, παρασκευάζονται από γάλα είτε αγελάδας, είτε κατσίκας. Το ευτύχημα είναι ότι τα συστατικά αυτά αναγράφονται πάνω στη συσκευασία. Στην περίπτωση, όμως, αυτή εξυπακούεται ότι μόνον οι καταναλωτές – γνώστες του θέματος έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ορθή επιλογή αγορών.
Επίσης, στη μελέτη σημειώνεται ότι η παρουσία ομογενών που ζητούν και καταναλώνουν ελληνικά προϊόντα, αλλά και «εκπαιδεύουν» τους ντόπιους στη μεσογειακή και στην ελληνική γευσιγνωσία είναι καθοριστική για την κατανάλωση της φέτας.
Παράλληλα, όμως, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις εισαγωγής και εντόπιας παραγωγής ανταγωνιστικών προς τη φέτα προϊόντων, για λόγους κάλυψης της ζήτησης, αλλά και κατοχής μεριδίου αγοράς.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, το γεγονός ότι –σύμφωνα με τα στοιχεία– έχει αρχίσει να διαγράφεται μία τάση διεύρυνσης του καταναλωτικού κοινού αγοράς φέτας.
Παρόλο που το μεγαλύτερο ποσοστό των καταναλωτών αποτελεί το «ελληνικό» τμήμα της αγοράς (ethnic market), όλο και περισσότεροι Αυστραλοί καταναλωτές αναγνωρίζουν την ποιότητα και τα γευστικά χαρακτηριστικά της αυθεντικής φέτας και την προτιμούν. Το πρόβλημα είναι διττό, διότι οι Αυστραλοί καταναλωτές πρέπει πρώτα να γνωρίσουν τη φέτα και δεύτερον να προτιμήσουν την ελληνική από τις απομιμήσεις της, καταβάλλοντας εν γένει μεγαλύτερο τίμημα.