Τα ραδιόφωνα από καιρό μιλούσαν για την πορεία των γυναικών. Μια μέρα το γνώριζα θα γινόμουν κι εγώ ένας κρίκος της πορείας αυτής…
Όσο πλησίαζε η μέρα έπρεπε να το κάνω γνωστό στην οικογένεια ότι είχα αποφασίσει να πάω. Θα ήταν εκεί όλες, Η Μερκούρη και τόσες άλλες, δικές μας και της Ελλάδας μας! Πόσο μας στάθηκαν! Αλλά κυρίως οι γυναίκες της Κύπρου μας. Από χωριά, από τα ιερά μας χώματα, από τα χωράφια που μεγάλωναν τα στάχυα μας… Από τις λαξιές που έρρεαν τα νερά μας. Με μια ελπίδα κομμένη. Μ΄αυτές ήθελα να περπατήσω, σ’ αυτές ήθελα να μοιάσω, με όσες πίστευαν πως θα έπαιρναν πίσω μια πόλη αρπαγμένη από τον εχθρό, απλά με τις φωνές τους. Απλά με το δίκιο τους.
Έσκασα την απόφαση στον άντρα μου. Κοκκίνισε και άρχισε τα δικά του. Φοβόταν για μένα. Είχε έναν τρόπο να αντιμετωπίζει όσα δεν ήθελε, να γίνουν με χαμόγελο, με μισό ερωτηματικό. Έστησα πόδι, και πρώτη φορά στη ζωή μου ίσως να γνώριζα τι ήθελε η καρδιά μου.
Του άφησα τα μικρά μας κορίτσια και πήγα όπως όλες, με τα λεωφορεία που μας μάζευαν. Μαζευτήκαμε χιλιάδες διαλέγοντας ένα πανώ η καθεμιά. Βρήκα μια γυναίκα από τα κατεχόμενα να κρατάει ένα που έγραφε “Δημοκρατία του Κονγκό”. Εγώ είχα βρει ένα πανώ που έγραφε πάνω τη λέξη Κάρμι. Χωριό της Κερύνειας. Για πότε το άρπαξα – γιατί γινόταν μεγάλο σπρώξιμο για το ποιο θα κρατούσε η κάθε μια μας. Μα μου το ζήτησε κλαίγοντας η Κερυνειώτισσα πρόσφυγας. Με σπαραγμό. Το ήθελα όσο τίποτε αυτό το πανώ που κρατούσα. Κάρμι γλυκό μου Κάρμι της Κερύνειας!
Και τελικά το αντάλλαξα με το δικό της. Ήταν εξίσου δικό κι αγαπημένο κι αυτό και είχε τελείως τυχαία το όνομα της χώρας όπου είχα μεγαλώσει. Της ξενιτιάς και μιας άλλης προσφυγιάς.
Και πήρα το δικό της και της χάρισα το Κάρμι… ένα Κάρμι ακόμα τουρκοκρατούμενο!
Κάποτε επί Βέλγων είχα ντυθεί μικρή Κυπριοπούλα για να τιμήσω τον Κυβερνήτη που έκανε περιοδεία στην περιοχή που ζούσαμε. Κι εδώ στη γη μου ήταν τυχερό να διαμαρτυρηθώ με τα χρώματα του Κονγκό.
Και να, εκεί με τόσες άλλες προσπάθησα να εκδηλώσω αυτό το δίκιο μέσα από μια πορεία που για πρώτη φορά με ένωνε με τις γυναίκες του τόπου μου. Για μένα ήταν και άλλη η διαμαρτυρία. Ήταν της γυναίκας, γενικά, που ζητούσε την εστία της και τον άντρα της να γυρίσει πίσω από μια μάχη άνιση και άδικη…
Το τέλος το γνωρίζουμε όλες πως ήρθαμε για το δίκιο αυτό. Όσο κι αν ξαγρυπνήσαμε, όσο κι αν κουραστήκαμε, καμιά πύλη δεν άνοιξε για μας, κανένας δεν μας άκουσε. Αντί για την Αμμόχωστο τη λατρεμένη οι κάννες των όπλων του εχθρού στα πλευρά, και στη ράχη…Μας άφηναν ωστόσο ακόμα πιο θαρραλέες, και σπρώχναμε το σώμα μας στη μπούκα του όπλου, θεληματικά πια, άφοβα, αποφαστιστικά!
Αφήστε μας να μπούμε, είναι δική μας, είναι δική μας!
Τ’ άδικου το τσεραστικόν
Μιαν χούφταν τσαι
κρατά την ‘κόμα
ο σκούντρος με
παλάμην σίερον
γεμάτην
ολογαίματην
με το δικό μας χώμαν
άρπαξεν όσα νάρπαξεν
το σιέριν του τ’ ανίερον
γερά στο μερτικόν του
μ’ άδικου ‘λιοβασίλεμαν
εν το τσεραστικόν του!