Εμμανουήλ Δάκης: Ο θρύλος της Chapel Street

Ο Κρητικός ράφτης σημάδεψε την ιστορία της Chapel Street, όπου εργάστηκε με πάθος επί 56 χρόνια

«Δεν θέλω απλά να υπάρχω. Θέλω να ζήσω!» είχε πει κάποτε ο ράφτης του Chapel Street, Εμμανουήλ Δάκης, σε συνέντευξή του στον Aron Lewin.

Αυτή η φράση συνοψίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Κρητικός ράφτης του Windsor, έζησε τη ζωή του στο έπακρο, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή στις αρχές του περασμένου μήνα.

Λίγο πριν πεθάνει, ο Εμμανουήλ Δάκης, αναγνωρίστηκε ως «Ο θρύλος της Chapel», καθώς το ατελιέ που άνοιξε πριν από 56 χρόνια, αποτελεί σημαντικό μέρος της ιστορίας της περιοχής.

Το εργαστήρι του διατηρεί ακόμα τη γοητεία μιας άλλης εποχής, με τις παλιές ραπτομηχανές, τον πολυδουλεμένο πάγκο και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο Κρητικός σε όλη του τη ζωή. Ο χώρος είναι ποτισμένος με την παρουσία του. Οι κλωστές, τα υφάσματα, ακόμα και τα κουστούμια και τα πουκάμισα που έραψε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Ο ράφτης από το Μακρύ Γιαλό της Κρήτης, κατάφερε να κάνει τα μεγαλύτερα όνειρά του πραγματικότητα. Φώτο: Supplied

Η χήρα του, Ελευθερία, και οι κόρες τους, Μαίρη και Σοφία, παρά τον πόνο από το πρόσφατο πέθνος τους, λαχταρούν να μιλήσουν γι’ αυτόν και να γιορτάσουν με όποιον τρόπο μπορούν τη ζωή που έζησε και τον ξεχωριστό άνθρωπο που ήταν για τόσους.

Οι πελάτες του αγαπούσαν αυτή τη ‘vintage’ ατμόσφαιρα και δεν ήθελαν να εκσυγχρονίσει το εργαστήρι του, εξηγεί στον «Νέο Κόσμο», η κόρη του Μαίρη Δάκη.

«Εδώ, πάνω στον πάγκο, κοιμόντουσαν μικρά τα κορίτσια μας, όσο εμείς δουλεύαμε» λέει η κα Ελευθερία, η οποία έραβε πλάι του από την ηλικία των 17 ετών.

Δούλεψε σκληρά και δεν έλειψε ούτε μια μέρα λόγω ασθένειας. Μέχρι που αρρώστησε για πρώτη φορά στο τέλος. Έλεγε στις κόρες του, όμως, ότι δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή του, «γιατί όταν κάνεις αυτό που αγαπάς, δεν είναι δουλειά».

Η γειτονιά του Windsor άλλαξε με τα χρόνια. «Στην αρχή ήταν μόνο Έλληνες που έμεναν εδώ. Τότε έραβε 25-30 γαμπριάτικα κουστούμια την εβδομάδα. Έρχονταν από την Ελλάδα οι γαμπροί και ήθελαν να παντρευτούν».

Ο19χρονος Δάκης (κέντρο) γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, την Ελευθερία (αριστερά), όταν άνοιξε το εργαστήρι του στην Αθήνα. Φώτο: Supplied

Η φήμη του εξαπλώθηκε. Ήταν τελειομανής, και ακόμα και οι άλλοι ράφτες θαύμαζαν την εμμονή του στη λεπτομέρεια και του έστελναν πελάτες τους όταν μια δουλειά ήταν περίπλοκη.

Του απονεμήθηκε το 2013, το Χρυσό Βραβείο για όλη την Αυστραλία, για την αριστεία της επιχείρησης στην εξυπηρέτηση των πελατών.

Γεννημένος το 1940, στο παραλιακό χωριό της Κρήτης, Μακρύ Γιαλό, ο Δάκης λάτρευε τη θάλασσα όσο και την τέχνη του. Αν δεν ήταν ντυμένος με κουστούμι και γραβάτα, τον έβλεπες να γυρνάει με σορτς ή μαγιό.

«Εδώ και 37 χρόνια οι γονείς μου, ταξίδευαν κάθε χρόνο στην Ελλάδα» λέει η Μαίρη, και απολάμβαναν ό,τι είχαν να τους προσφέρουν οι δυο πατρίδες τους.

Ακόμα και στη Μελβούρνη, το σπίτι τους ήταν απέναντι από τη θάλασσα και κάθε μέρα πήγαινε για βουτιά. Τις δυο κόρες του τις βούτηξε στο νερό όταν ήταν μόλις 40 ημερών, για να σιγουρευτεί, όπως έλεγε, ότι θα αγαπήσουν και εκείνες τη θάλασσα.

Στην Κρήτη, έπαιζε από δυο χρόνων, με τις παλιές ραπτομηχανές στο εργαστήρι που είχαν ο πατέρας και ο παππούς του στο χωριό, και δεν άργησε να ράβει και παντελόνια, όταν επέστρεφε από το σχολείο.

Ο Εμμανουήλ Δάκης, συντόμευσε το όνομά του από Χαλκιαδάκης, όταν μετανάστευσε στην Αυστραλία, με μια μικρή βαλίτσα στην οποία είχε βάλει ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Τη ραπτομηχανή του.

«Είχα την τέχνη μου και είχα τη μηχανή μου. Οπότε ήξερα ότι μπορούσα να δουλέψω» έλεγε στις κόρες του.

Η Ελευθερία και ο Δάκης χρόνια αργότερα στο εργαστήρι τους στην οδό Chapel. Φώτο: Supplied

Ακολούθησε την αρραβωνιαστικιά του, Ελευθερία Αδάμη, στην Αυστραλία η οποία είχε μεταναστεύσει ένα χρόνο νωρίτερα. Ο έρωτάς τους είναι χαρακτηριστικός της αφοσίωσης που διέκρινε αυτό το ζευγάρι Ελλήνων που έκαναν την Αυστραλία πατρίδα τους.

Η Ελευθερία έμενε λίγες πόρτες πιο κάτω από το εργαστήρι που άνοιξε ο Δάκης στην οδό Κολοκοτρώνη στους Αγίους Αναργύρους, στην Αθήνα. Έχοντας κάποια εμπειρία στη ραπτική, ξεκίνησε να δουλεύει μαζί του όταν ήταν 17 ετών.

Όταν του είπε ότι σχεδίαζε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, εκείνος τη ρώτησε χωρίς δεύτερη σκέψη αν μπορούσε να την ακολουθήσει. Όσο εκείνος ολοκλήρωνε τη στρατιωτική του θητεία έγραφαν ο ένας στον άλλο, ένα γράμμα την ημέρα.

«Κάθε μέρα έπαιρνα ένα γράμμα από εκείνον. Και εκείνος λάμβανε ένα από μένα».

Αν και ο Δάκης δεν γιόρταζε επετείους… κι έλεγε ότι όλα αυτά είναι απλά “μπίζνες”, κάθε μέρα έδινε χαρά. Το σπουδαίο είναι πώς φέρεσαι κάθε μέρα στον άλλον. «Αυτό μέτραγε για κείνον».

Η Ελευθερία και ο Εμμανουήλ Δάκης την ημέρα του γάμου τους στη Μελβούρνη. Όσο τον περίμενε να ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, έγραφαν ο ένας στον άλλον ένα γράμμα κάθε μέρα. Φώτο: Supplied

«Ήμουν τυχερή γιατί τον έζησα. Εικοσιτρία χρόνια δουλεύαμε κάθε μέρα μαζί», λέει η Μαίρη. «Τον γνώρισα πολύ καλά, τον έζησα, γίναμε φίλοι. Όταν ήμασταν μικρές κοπέλες, μας έμαθε να κάνουμε τα βασικά. Δεν είχε γιους. Οπότε μας έμαθε πώς να κάνουμε μικροδουλειές στο σπίτι, για να μας κάνει ανεξάρτητες. Πάντα μας έλεγε. ‘Τίποτε δεν αντικαθιστά τη σκληρή δουλειά. Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος’».

Με τον ίδιο τρόπο έζησε. Από τη στιγμή που άνοιξε το μαγαζί γνώρισε την επιτυχία. Μέσα σε έξι μήνες στην Αυστραλία, αγόρασαν το δικό τους σπίτι. Πήρε τη γυναίκα του και το νεογέννητο μωρό τους κατευθείαν από το νοσοκομείο στο καινούργιο τους σπίτι.

«Ο πατέρας μου δούλευε τα υφάσματα σαν να έπαιζε μουσική. Όταν στο τέλος τα μάτια του δεν έβλεπαν το ίδιο καλά, δούλευε με το μυαλό του και το χέρια του.

«Υποσχέθηκα στον πατέρα μου δύο πράγματα. Ότι θα τους κοιτάξω όταν γεράσουν. Και ότι δε θα φύγω από το μαγαζί όσο το έχει ανοιχτό, ή όπως του λέγαμε αστειευόμενοι, μέχρι να τον βγάλουμε σηκωτό, γιατί τόσο αγαπούσε να έρχεται εδώ».

«Δούλευα μαζί του, αλλά για μένα το μαγαζί ‘Emmanuel Dakis’ είναι ο πατέρας μου, δεν είμαι εγώ. Υπάρχουν πολλές αναμνήσεις εδώ μέσα και κάθε μέρα είναι δύσκολη».

Σκέφτηκαν πολύ τι θα έπρεπε να κάνουν με το μαγαζί τώρα που “έφυγε”, και τί θα ήθελε εκείνος να γίνουν όλα τα κουστούμια που υπάρχουν ακόμα στο εργαστήρι από τις δεκαετίες του ’60 και ’70.

«Αποφασίσαμε ότι αυτό που θα ήθελε ήταν να φορέσουν οι άνθρωποι τα ρούχα του. Και γι’ αυτό έχουμε ένα μεγάλο ξεπούλημα. Δεν το κάνουμε για τα χρήματα. Θέλουμε ο κόσμος, οι πελάτες του να φορέσουν τα ρούχα του, που φέρουν το όνομά του. Οι πελάτες είναι άνθρωποι που τον ξέρουν για σαράντα χρόνια και είναι σαν να έχουν χάσει έναν δικό τους άνθρωπο. Είναι συγκινητικό να βλέπεις πόσο τον αγαπούσαν».

Μετά, το μαγαζί θα το νοικιάσουν, αφού τοποθετήσουν στο κτήριο μια επιγραφή που να μνημονεύει το όνομά του.

«Τα νιάτα φεύγουν, φεύγει ο άνθρωπος σου αλλά έχουμε τις αναμνήσεις μας. Κανένας δεν μπορεί να μας πάρει τις αναμνήσεις μας».

Το γενικό ξεπούλημα θα συνεχιστεί μέχρι όλα να έχουν φύγει. Το μαγαζί βρίσκεται στην οδό Chapel 139, στο Windsor. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε στο: 03 9510 2498