O πατέρας μου, ένας έντιμος πατριώτης

Ο πρώην γερουσιαστής, Πίτερ Κατσαμπάνης, μιλάει για τον θάνατο του πατέρα του Αργύρη,έναν ανθρώπου, όπως λέει, με ισχυρές αξίες

Ο Πίτερ Κατσαμπάνης, πρώην πολιτικός των Φιλελευθέρων της Δυτικής Αυστραλίας και της Βικτώριας και πρώην πρόεδρος της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Ένωσης Ελλάδος, έχασε τον πατέρα του, Αργύρη Κατσαμπάνη, στις 14 Ιουλίου.

«Η ζωή του ήταν αξιοσημείωτη και καμιά φορά απίθανη» λέει ο κ. Κατσαμπάνης για τον πατέρα του.

«Πρόκειται για έναν άνθρωπο με ταπεινές ρίζες, που μετανάστευσε -όπως τόσοι άλλοι στην Αυστραλία- και άφησε πίσω του μια κληρονομιά για τις επόμενες γενιές».

Ο Αργύρης Κατσαμπάνης γεννήθηκε στις 28 Απριλίου 1930, σε ένα μικρό ορεινό χωριό, τα Βελανίδια, έξω από την πόλη της Καλαμάτας. Ήταν το πέμπτο από δώδεκα παιδιά του Παναγιώτη Κατσαμπάνη και της Ουρανίας, το γένος Σουσούνη.

Ήταν αγρότες, αλλά όταν έχασαν δύο από τα παιδιά τους, έφυγαν από τα απομακρυσμένα Βελανίδια για την Καλαμάτα το 1939, για να είναι κοντά σε ιατρικές υπηρεσίες. Εγκαταστάθηκαν στα Ακοβίτικα, ένα προάστιο που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το παλιό νοσοκομείο. Αγόρασαν ένα μικρό κτήμα το οποίο καλλιεργούσαν με τα παιδιά τους.

Η σχολική εκπαίδευση του Αργύρη διακόπηκε το 1940 λόγω της Γερμανικής Κατοχής και του επακόλουθου Εμφυλίου Πολέμου. Ήταν μια δεκαετία επικίνδυνη και καταστροφική, ιδιαίτερα για τους νεότερους.

Η οικογένειά του, όπως και άλλες στην Καλαμάτα, φρόντισαν τους στρατιώτες που είχαν ξεμείνει και κρύβονταν από τους Γερμανούς, μετά την υποχώρηση των Συμμαχικών δυνάμεων για την Κρήτη.

Εκείνη την εποχή «ο πατέρας μου, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, πήγε στο παραλιακό μέτωπο της Καλαμάτας, όπου κατάφερε να κόψει τις τηλεφωνικές γραμμές επικοινωνίας με το γερμανικό στρατηγείο που είχε εγκατασταθεί στο ιστορικό ξενοδοχείο “Πανελλήνιο» είπε ο κ. Κατσαμπάνης για την αντιναζιστική δράση του, την οποία κράτησε μυστική, ακόμα και από τον πατέρα του, για είκοσι πέντε χρόνια.

Στον ελληνικό στρατό. Φώτο: Supplied

Μετά το στρατό, εργάστηκε μερικά χρόνια ως πωλητής στην Αθήνα, αλλά η μεταπολεμική ζωή στην Ελλάδα ήταν δύσκολη και έτσι δέχθηκε την πρόσκληση του μεγαλύτερου αδελφού του, Κον να έρθει στην Αυστραλία. Έφτασε στη Μελβούρνη τον Φεβρουάριο του 1960 και έμεινε με τα αδέλφια στην York Street στο Prahran. Στα 62 χρόνια που έζησε στην Αυστραλία, ο Αργύρης δεν έζησε ποτέ πουθενά αλλού εκτός από το Prahran και το Windsor στη Βικτώρια.

Αρχικά, εργάστηκε σε εργοστάσια ως ανειδίκευτος εργάτης, και ασχολήθηκε με την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης. Τον τράβηξε η Εκκλησία και έγινε ιδρυτικό μέλος της Κοινότητας/Ενορίας Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου ήταν υπεύθυνος για τα απογευματινά σχολεία Ελληνικών.

Με τη σύζυγό του, Νικολέττα Καλογεροπούλου, παντρεύτηκαν το 1964, και απέκτησαν δύο παιδά, τον Παναγιώτη (Πίτερ) και την Ουρανία (Ράνι).

Ο Αργύρης, δεν ήθελε όμως να εργάζεται για κανέναν, οπότε άνοιξε το δικό του καφενείο στο Chapel Street, από το οποίο πέρασαν εκατοντάδες νέοι που έφταναν από την Ελλάδα. Το καφενείο ήταν κοινωνική λέσχη, χώρος διασκέδασης, εστιατόριο, γραφείο ευρέσεως εργασίας, ακόμη και γραφείο συνοικεσίων!

Ο Αργύρης στο καφενείο του στο Chapel Street, από το οποίο πέρασαν εκαντοντάδες νέοι που έφταναν από την Ελλάδα. Αργότερα άνοιξε εστιατόριο.

Ο Αργύρης ήταν σαν αδελφός ή πατέρας για αρκετούς νεαρούς Έλληνες. «Δεν ξέχασαν ποτέ πώς τους βοήθησε να προσαρμοστούν στην Αυστραλία».

Καθώς οι νέοι άντρες παντρεύτηκαν, έφτιαξαν οικογένειες και μετακόμισαν, ο Αργύρης αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να κλείσει το καφενείο και ν’ ανοίξει ένα εστιατόριο στο Windsor.

Ο Αργύρης ενδιαφερόταν πάντα για την πολιτική. Είχε συμμετάσχει στην Νεολαία της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα, και όταν ήρθε στην Αυστραλία εντάχθηκε σύντομα στο Φιλελεύθερο Κόμμα.

Ήταν πολύ περήφανος που είδε τον γιο του, Πίτερ, να εκλέγεται βουλευτής στη Βικτώρια το 1996 και συνέχισε να εργάζεται εθελοντικά για το Φιλελεύθερο Κόμμα μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Όταν πούλησε το εστιατόριο, το 1981, ο Αργύρης αφιέρωσε τον χρόνο του στην εκκλησία όπου υπηρέτησε και ως πρόεδρος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, ενώ βοηθούσε στο Ελληνικό Τμήμα της RSL, όπου ο αδελφός του Κον ήταν πρόεδρος για πολλά χρόνια. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του τού απονεμήθηκε τιμητική βράβευση από τον πρόεδρο της RSL, Bruce Ruxton, το 2011.

Όταν γεννήθηκαν τα εγγόνια του, η ζωή του απέκτησε νέο νόημα. Τα φρόντιζε, τα διάβαζε και τους έλεγε ιστορίες.

Στα 62 χρόνια που πέρασε στην Αυστραλία, επέστρεψε στην Ελλάδα μόνο μία φορά, για τρεις μήνες το 2011. Ήταν περήφανος που ήταν Έλληνας, αλλά μετά από εκείνο το ταξίδι είπε ότι πήρε τη σωστή απόφαση να έρθει στην Αυστραλία το 1960.

Η ασθένεια και ο θάνατος της κόρης του, Ράνι, τον Σεπτέμβριο του 2020 ήταν βαρύ πλήγμα για τον ίδιο και την οικογένειά του. «Είναι συγκλονιστική η θλίψη που αισθάνεται ένας γονιός όταν χάνει το παιδί του». Αντιμετώπισε τη μεγάλη αυτή απώλεια με αξιοπρέπεια και στωικότητα.

«Ο πατέρας μου, ήταν ένας αξιοπρεπής οικογενειάρχης, με πάθος, δυνατές αξίες και πεποιθήσεις. Ήταν ένας πατριώτης που αγαπούσε και τις δύο πατρίδες του – την Ελλάδα και την Αυστραλία. Επέζησε του πολέμου και της εξαθλίωσης και έχτισε μια νέα ζωή σε μια νέα χώρα» προσθέτει ο γιος του, κ. Παναγιώτης Κατσαμπάνης.