Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερµούπολη της Σύρου, νησί των Κυκλάδων, στις 15 Φεβρουαρίου 1835. Ο πατέρας του Μανουήλ καταγόταν από την Βέροια. Ο Δ. Βικέλας ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος για την καταγωγή του από την Βέροια της Μακεδονίας, που την αγαπούσε και σαν δική του ιδιαίτερη πατρίδα.

Η μητέρα του Σµαράγδα ανήκε στην ηπειρώτικη οικογένεια Μελά. Και οι δύο οικογένειες των γονιών του είχαν εμπορική, κοινωνική, και λογοτεχνική παράδοση, που ο Δημήτριος τίμησε και συνέχισε επάξια.

Υπεραγαπούσε την μητέρα του, η οποία µε την εξαίρετη για την εποχή της μόρφωση, συνέβαλε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του γιου της.

Σε ηλικία 17 ετών ο Δημήτριος Βικέλας έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, στην αρχή ως λογιστής στην εμπορική επιχείρηση «Αφοί Μελά» των θείων του, και στη συνέχεια σαν συνέταιρος.

Οι θείοι του, αλλά και ο ευρύτερος εμπορικός κύκλος των Ελλήνων και των ξένων στο Λονδίνο, εκτίμησαν την εργατικότητα, την μεθοδικότητα, την εντιμότητα, και την ευρύτητα του πνεύματος του νεαρού Δημήτρη. Τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες ο Δημήτρης τις διέθετε για την παρακολούθηση μαθημάτων στο University College του Λονδίνου, όπου σπούδασε Βοτανική.

Το καλοκαίρι του 1894 διεξάχθηκε στο Παρίσι της Γαλλίας το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο, με πρωτοβουλία του Γάλλου Βαρόνου Ντε Κουμπερτέν, τις εργασίες του οποίου είχε παρακολουθήσει ο Δημήτριος Βικέλας ως αντιπρόσωπος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου.

Στις 23 Ιουνίου 1894, ημέρα λήξης των εργασιών του Συνεδρίου, αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Η αρχική σκέψη του Βαρόνου Ντε Κουμπερτέν ήταν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες να γίνονταν το 1900 στο Παρίσι.

Η συμβολή του Δημητρίου Βικέλα υπήρξε καθοριστική για τον τόπο διοργάνωσης των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, καθότι πρότεινε οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες να γίνονταν στην Αθήνα, τον τόπο διεξαγωγής των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων.

Οι άλλοι σύνεδροι βρήκαν λογική την εισήγηση του Δημήτρη Βικέλα, και έτσι καθορίσθηκε το έτος 1896 για την τέλεση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Ο Βικέλας δεν παρέλειψε να τονίσει τα ακόλουθα:

«Στην Αθήνα ασφαλώς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε μεγαλοπρεπείς γιορτές, αλλά τις πολλές ελλείψεις μας θα αναπληρώσει η εγκαρδιότητα της υποδοχής μας. Δεν θα προσφέρουμε στους επισκέπτες μας διασκεδάσεις άξιες προς την περίσταση, αλλά έχουμε να δείξουμε τα μνημεία και τα ερείπια της αρχαιότητος, και να τους οδηγήσουμε στους τόπους όπου τελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους αγώνες τους», είχε αναφέρει σε ένα μέρος της ομιλίας του, η οποία συνεπήρε τους συνέδρους, και ψήφισαν ομόφωνα την Αθήνα για την τέλεση των αγώνων.

Η τολμηρή πρωτοβουλία του Βικέλα προκάλεσε ενθουσιασμό στην κοινή γνώμη και στον τύπο στην Ελλάδα, και ήταν ο λόγος που συνέβαλε στην μεγάλη επιτυχία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων τότε, αλλά και στην παγίωση του θεσμού τα επόμενα χρόνια σε άλλες χώρες.

Ο Δημήτριος Βικέλας εξελέγη το 1894 πρώτος Πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Παρέμεινε στη θέση εκείνη έως τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, οπότε τον διαδέχθηκε ο Βαρόνος Ντε Κουμπερτέν.

ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΙΚΕΛΑ

Στη λογοτεχνία, ο Δημήτριος Βικέλας θεωρείται, μαζί με τον Γεώργιο Βιζυηνό, ο εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ο «Λουκής Λάρας» είναι το πιο γνωστό του έργο, με ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.

Πεζογράφημα, με ρεαλιστικό και κοινωνικό περιεχόμενο, ο «Λουκής Λάρας γράφτηκε το 1879, και αναφέρεται στις επιπτώσεις της Επανάστασης του 1821.

Άλλα σημαντικά διηγήματά του είναι «Ο Παπα-Νάρκισσος», «Ο Λυσσασμένος», «Η άσχημη αδελφή», «Φίλιππος Μάρθας» και «Γιατί έγινα Δικηγόρος».

Ο Δημήτριος Βικέλας υπήρξε ένας εξαιρετικός διανοούμενος, και ένας πολύ καλός λογοτέχνης. Έτρεφε μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα, και πίστευε ότι η πρόοδός της, λίγο πάνω από μισό αιώνα από την Επανάσταση του 1821, εξαρτιόταν από το πνευματικό επίπεδο του λαού της.

Έγραψε πρωτότυπα διηγήματα, παίρνοντας το θέμα τους από την νεοελληνική πραγματικότητα, και τους χαρακτήρες των συγχρόνων του. Η γλώσσα των έργων του βρίσκεται πολύ κοντά στο λεξιλόγιο της δημοτικής.

Τα σημαντικότερα από τα διηγήματά του είναι «Ο παπά-Νάρκισσος», «Ο λυσσασμένος», «Η άσχημη αδελφή», «Φίλιππος Μάρθας», «Τα δυο Αδέλφια», και το πιο γνωστό διήγημά του είναι ο «Λουκής Λάρας».

Ο Δημήτριος Βικέλας υπήρξε αγνός πατριώτης, στον οποίον απευθύνονταν οι Έλληνες πολιτικοί, αλλά και επιστήμονες και κοινωνικοί φορείς και οργανώσεις του υπόδουλου ακόμη Ελληνισμού της Κρήτης και της Μακεδονίας, για να του ζητήσουν τη συνδρομή του.

Το 1897 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, και ως το τέλος της ζωής του προσανατολίστηκε κυρίως προς κοινωφελή έργα, με προεξέχον την ίδρυση του «Συλλόγου για τη διάδοση ωφέλιμων βιβλίων», σε συνεργασία με τον λογοτέχνη Γεώργιο Δροσίνη.

Στα πλαίσια του εν λόγω Συλλόγου εκδόθηκαν πάνω από 100 τίτλοι βιβλίων ποικίλης θεματολογίας, ιδρύθηκε το Σχολικό Μουσείο και η Σχολική Βιβλιοθήκη, ενώ το 1907 κυκλοφόρησε και το περιοδικό Μελέτη.

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΙΚΕΛΑ

Διηγήματα

*«Η συμβουλή της καμπάνας», 1877.

*«Ο Λυσσασμένος», 1877.

*«Διηγήματα», 1877.

*«Λουκής Λάρας» (από τα σπουδαιότερα πεζογραφήματά του. Δημοσιεύτηκε το 1879 στο περιοδικό «Εστία». Εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο σε βιβλίο, και έκτοτε επανεκδόθηκε πολλές φορές).

*«Φίλιππος Μάρθας», 1886.

*«Ο Παπα-Νάρκισσος», 1886.

*«Η άσχημη αδελφή», 1886.

*«Ανάμνησις», 1886.

*«Περί Σκωτίας», 1890.

*«Διηγήματα», 1897.

*«Ο Πόλεμος του 1897» (ημερολόγιο στο οποίο παραθέτει τις απόψεις του για το Κρητικό Ζήτημα).

*«Συμπέθερος», 1899.

*«Η Σουηδία το 1904» (εδώ σχολιάζει και δημοσιοποιεί τις εντυπώσεις από την πολυήμερη παραμονή του στην Σουηδία).

*«Γυναικεία αγωγή», 1904.

*«Η ζωή μου. Παιδικαί αναμνήσεις – Νεανικοί χρόνοι», 1908.

*«Άπαντα», εκδόσεις «Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων».

*«Τα δύο αδέλφια».

*«Γιατί έγινα Δικηγόρος».

*«Απομνημονεύματα Ανδρέα Συγγρού», σε τρεις τόμους.

Μελέτες

*«Περί νεοελληνικής φιλολογίας», Λονδίνο, 1871.

*«Περί Λονδίνου», Αθήνα, 1874.

*«Περί Βυζαντινών μελέτη», Λονδίνο, 1874.

Ο Δημήτριος Βικέλας πέθανε στην Αθήνα το 1908 σε ηλικία 73 ετών.

Άφησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στον Δήµο Ηρακλείου, και την συλλογή εικόνων στο Μουσείο Καλών Τεχνών.