Με θέα την πολυσύχναστη Elizabeth Street στο κέντρο της Μελβούρνης, το «Σπίτι της Ιθάκης» (Ithaca House) στεγάζει από το 1958 τις αίθουσες του Φιλανθρωπικού Συνδέσμου Ιθακησίων. Ιδρύθηκε το 1916 ως κοινοτική οργάνωση για την παροχή βοήθειας στους Ιθακήσιους που υπέφεραν στο νησί από τις κακουχίες που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Οι Ιθακήσιοι, γνωστοί θαλασσοπόροι, είναι από τους πρώτους Έλληνες που έκαναν το μεγάλο ταξίδι για την Αυστραλία.
Την εποχή της Ενετοκρατίας διακρίθηκαν για τις ναυτικές ικανότητές τους. Παλαιότερες αποστολές νεαρών ανδρών επάνδρωναν φορτηγίδες που εμπορεύονταν κατά μήκος του Δούναβη, ενώ άλλοι αργότερα αναζήτησαν την τύχη τους στην Ένωση της Νότιας Αφρικής, ή διέσχισαν τον Ατλαντικό για να εγκατασταθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ιστορία των Ιθακήσιων-Αυστραλών αρχίζει τη δεκαετία του 1850 και είναι παρόμοια με εκείνη των περισσότερων πρώτων μεταναστευτικών κοινοτήτων που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή σε μακρινές χώρες. Όταν έφτασαν στο νησί οι φήμες για τα κοιτάσματα χρυσού που μόλις είχαν ανακαλυφθεί στην αποικία της Βικτώριας, σε χρόνο μηδέν, άνδρες και αγόρια κατέβηκαν από τα χωριά τους, στις κορυφές των λόφων, αφήνοντας πίσω τους οικογένειες, ή άλλοι, εργένηδες, παρασύρθηκαν από την επιθυμία της περιπλάνησης.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ανδρέας Λεκατσάς από το χωριό Εξωγή. Έφτασε στη Μελβούρνη το 1851 και σύντομα πήρε τον δρόμο για τα κοιτάσματα χρυσού στο Ballarat. Το πρώτο του εγχείρημα ήταν επιτυχημένο. Μάλιστα, λέγεται, αν και δεν έχει επαληθευτεί, ότι ο Λεκατσάς ήταν παρών, στο Eureka Stockade, και μαζί με τους χρυσoθήρες κατά την εξέγερσή τους, στο Ballarat το 1854.

Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Λεκατσάς επέστρεψε στην Ιθάκη, και οι ιστορίες που διηγήθηκε για τις περιπέτειές του σε αυτή τη μακρινή χώρα ενέπνευσαν τα ανίψια του, Antony JJ & Marino Lucas, να κάνουν οι ίδιοι το ταξίδι.
Αυτά τα ανίψια θα βάλουν τον θεμέλιο λίθο για την ίδρυση της κοινότητας των Ιθακησίων στη Μελβούρνη. Οι αδελφοί Lucas, έχοντας αγγλοποιήσει τα ονόματά τους από το οικογενειακό Λεκατσάς, άρχισαν γρήγορα να βρίσκουν τη θέση τους ως εξέχουσες προσωπικότητες στον αναπτυσσόμενο χώρο της διασκέδασης και της εστίασης της Μελβούρνης.
Το 1894, ο μεγαλύτερος ανιψιός του, o Antony Lucas, ίδρυσε το Town Hall Café, έναν κολοσσιαίο διώροφο χώρο στην οδό Swanston που μπορούσε να εξυπηρετήσει περισσότερους από 500 πελάτες ταυτόχρονα. Η αφοσίωσή του στη φιλανθρωπία φαίνεται εδώ στο γεγονός ότι προσλάμβανε Έλληνες στο προσωπικό, οι οποίοι, εκείνα τα χρόνια, χωρίς αμφιβολία, θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εύρεση εργασίας στον τομέα της υψηλής γαστρονομίας.
Χάρη στην επιτυχία του Town Hall Café, τις επόμενες δεκαετίες, ο Lucas άνοιξε το Paris Café στην Collins Street. Η επιχειρηματική του κλίση τού έδωσε σύντομα την ευκαιρία να ιδρύσει και μια τρίτη επιχείρηση, το Café Vienna. Οι προφορικές ιστορίες Ελληνοαυστραλών κάνουν λόγο για φιλόξενους χώρους και υπέροχη ευρωπαϊκή κουζίνα και θα έλεγε κανείς ότι μόνο ανοδική θα ήταν η πορεία του από τότε.
Κι ενώ όντως αυτό πράγματι συνέβη, δεν υπάρχει καμία ιστορία επιτυχίας που να μην έχει και εμποδία. Στα πρώτα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με το αντιγερμανικό συναίσθημα να κορυφώνεται σε ολόκληρη την Αγγλόσφαιρα, το Café Vienna του Lucas είδε διαδηλώσεις να πραγματοποιούνται έξω από τις πόρτες του. Οι χώροι του λιθοβολήθηκαν, οι πελάτες και το προσωπικό του απειλήθηκαν, ενώ σε μια σερβιτόρα χύθηκε ακόμη και ένα ποτήρι κρασί του «εχθρού» στο πρόσωπό της.Τα γεγονότα αυτά προκλήθηκαν κυρίως από την εμφάνιση των εθνικών συμβόλων της Αυστρίας στους καταλόγους κρασιών του Cafe. Μια έκδοση της Μελβούρνης, The Graphic, αναφέρει για το γεγονός το 1915:
«Ο κ. Lucas δήλωσε ότι αναμφίβολα η εμφάνιση των αυστριακών εθνικών ‘αετών’ στον κατάλογο κρασιών του, είχε προκαλέσει προσβολή, αλλά ήταν εντελώς αθώος για οποιαδήποτε επιθυμία να προσβάλει το… κοινό. Στην καρδιά του ήταν Βρετανός, όπως και όλοι οι Έλληνες στην Αυστραλία. Πλέον θα περιόριζε το μενού του σε (συμμαχικές) μπύρες, ales και stout, ενώ στα κρασιά θα πουλάει γαλλικά, εκτός αν ζητηθούν ρητά οι μάρκες των εχθρικών χωρών».

Και έτσι για ένα διάστημα το Café Vienna έκλεισε τις πόρτες του, αλλά από τις αντιξοότητες, ο Lucas άδραξε την ευκαιρία την περίοδο εκείνη, να επεκτείνει την επιχείρησή του για να ενσωματώσει το παρακείμενο κτίριο, και να σχεδιάσει ένα πρωτοποριακό χώρο ως απάντηση στα γεγονότα εκείνης της χρονιάς.
Με νέο πλέον όνομα, το «Café Australia» άνοιξε με μια εορταστική εκδήλωση το 1916, στην οποία συμμετείχαν κοσμικές προσωπικότητες της Μελβούρνης, συμπεριλαμβανομένης της σοπράνο Nellie Melba, και η αρχιτεκτονική του τράβηξε τα βλέμματα όλων.
Όσον αφορά τον νεότερο ανιψιό του Ανδρέα Λεκατσά, ο Marino Lucas συνεργάστηκε στενά με τον αδελφό του στη Μελβούρνη από το 1886, αλλά το 1907 έφυγε μόνος του για την Τασμανία.
Ο Marino Lucas, ο οποίος είχε ήδη ασχοληθεί με τον χώρο του θεάματος στη Μελβούρνη, άρχισε να χτίζει μια σειρά θεάτρων στο Launceston. Το 1911 σημείωσε επιτυχία με την ανέγερση του Princess Theatre, δικού του σχεδίου, που κόστισε περίπου 18.000 λίρες Αγγλίας, και μπορούσε να χωρέσει περίπου 1.700 θεατές. Το Princess Theatre υφίσταται μέχρι σήμερα.
Ένα άρθρο του 1914 στην εφημερίδα The Examiner το περιγράφει ως εξής: «Το θέατρο είναι ένα από τα πιο δημοφιλή θέατρα της Ευρώπης. Το μοναδικό θέατρο στην Τασμανία με τέτοιες σύγχρονες εγκαταστάσεις, οι οποίες είναι εφάμιλλες με οποιεσδήποτε σε άλλες πολιτείες».
Μετά από τέσσερα χρόνια ο Marino Lucas επέστρεψε στη Μελβούρνη, και άρχισε να χτίζει έναν ακόμη θέατρο, το Majestic Theatre που άνοιξε της πόρτες του το 1917. Το Majestic Theatre επαίνεσαν συγγραφείς και καλλιτέχνες για το γοητευτικό «ελληνικό» εξωτερικό του, τις σύγχρονες τεχνολογίες και τον επιβλητικό σχεδιασμό του. Δυστυχώς, έκλεισε τις πόρτες του το 1970.
Πέρα από την επιχειρηματική τους ικανότητα, υπάρχει μια ιδιαίτερη ποιότητα σε αυτούς τους άνδρες, που τους κάνει ακόμα πιο αξιοθαύμαστος. Η συνεχή δέσμευσή τους για τη βελτίωση της κοινότητάς τους και η προσπάθειά τους να παρέχουν ένα «λιμάνι», μία «πατρίδα μακριά από την πατρίδα» για τους Ιθακήσιους που έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς για τη Μελβούρνη.
Το 1852, 293 πλοία κατέπλευσαν στη Βικτώρια. Την επόμενη χρονιά ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 900. Στα πλοία αυτά επέβαιναν οι πρώτοι Ιθακήσιοι. 64 χρόνια αργότερα, ιδρύθηκε «Ο Οδυσσεύς», ο σημερινός Φιλανθρωπικός Σύνδεσμος Ιθακησίων.
Ο πρώτος πρόεδρός του ήταν ο εν λογω εστιάτορας και ιδιοκτήτης των Café Town Hall, Paris και Australia, Antony JJ Lucas, ο οποίος αργότερα, το 1921, έγινε ο Έλληνας γενικός πρόξενος στην Αυστραλία.
Από εκείνη την πρώτη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του Φιλανθρωπικού Συνδέσμου Ιθακησίων, που υπογράφηκε στις 20 Οκτωβρίου 1916 στην οδό Lonsdale 409, μέχρι που μεταφέρθηκε στο “Σπίτι της Ιθάκης” στην οδό Elizabeth 329, «Ο Οδυσσεύς» -όπως τον αποκαλούν τα μέλη του με αγάπη- θα συνεχίσει να αποτελεί πυλώνα όχι μόνο της Ιθάκης, αλλά και της ελληνικής παροικίας της Αυστραλίας γενικότερα. Η ιστορία του είναι μια ιστορία ελπίδας, δυσκολιών, αβεβαιότητας αλλά και τόλμης, επιμονής και ευημερίας.
Είναι μια Ιθακήσια ιστορία.