Στην παροικία μας αλλά και στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ο συγγραφέας Γιάννης Βασιλακάκος δεν χρειάζεται συστάσεις. Από το 1973 μέχρι σήμερα, εδώ και πενήντα χρόνια, έχει αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και τα βιβλία του -βιογραφίες σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών, μυθιστορήματα, διηγήματα, μελέτες- έχουν λάβει τις πιο θερμές κριτικές τόσο στην πατρίδα αλλά και στην Αυστραλία όπου ξενιτεύτηκε από την τρυφερή ηλικία των 14 ετών.
Ο “Νέος Κόσμος” συναντήθηκε μαζί του για μια συνέντευξη, με αφορμή την έκδοση της τελευταίας συλλογής διηγημάτων του «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα», από τις Εκδόσεις Οδός Πανός στην Ελλάδα, που κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου.
-Καταρχήν βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι μέσα από αυτά τα διηγήματα ο αναγνώστης μαθαίνει και τη δική σας ιστορία. Περιστατικά στη ζωή σας που σας στιγμάτισαν, όπως για παράδειγμα τα τρομερά πράγματα που συνέβησαν και σας οδήγησαν να καταστρέψετε το πρώτο σας μυθιστόρημα!
Αναφέρεστε στις «Απίστευτες περιπέτειες ενός μυθιστορήματος-θρίλερ». Αυτό συνέβη αλήθεια 100%. Το πρώτο μου μυθιστόρημα «Ποτέ την Ανάσταση» δημοσιεύθηκε σε τμήματα στην εφημερίδα «Ελλάς» το 1973, μέχρι που διακόπηκε όταν κάποιος τηλεφώνησε την εφημερίδα και απείλησε ότι θα την κάψει αν συνεχίσουν να το δημοσιεύουν. Δυστυχώς, ναι, το κατέστρεψα. Γιατί μ’ είχε επηρεάσει και ψυχολογικά και το θεώρησα γρουσούζικο και το έσκισα. Αλλά ευτυχώς που μείνανε αυτά τα δημοσιεύματα.
Αυτά, δυστυχώς, συμβαίνουν στους συγγραφείς. Τα περίεργα, τα παράξενα τους κυνηγάνε, όπως λέει και ο φίλος μου ο Βαλτινός, ο κορυφαίος κατά τη γνώμη μου εν ζωή πεζογράφος στην Ελλάδα. Μου έχουν συμβεί πολλά τέτοια απιθανα πραγματα. Η ζωή και η τέχνη είναι ένα.
Πολλά από τα διηγήματα είναι βασισμένα σε πραγματικές ιστορίες. Λένε ότι όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, τόσο οι παιδικές του αναμνήσεις έρχονται στο προσκήνιο. Έρχονται πιο ζωντανές και άμεσες και όταν είσαι συγγραφέας αυτό είναι χρυσωρυχείο. Τις σημαντικές αναμνήσεις μπορείς να τις αξιοποιήσεις λογοτεχνικά με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο.
-Σ’ ένα από τα διηγήματα αναφέρεστε στον Φλωμπέρ, στη φράση του ότι «το καθετί γίνεται ενδιαφέρον αν το κοιτάζεις για αρκετή ώρα». Αυτό κάνει ο συγγραφέας; Βρίσκει ενδιαφέρον παρατηρώντας και τα πιο απλά πράγματα;
Αυτή είναι η άποψη του Φλωμπέρ, την οποία επειδή θεώρησα ότι ταίριαζε με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου διηγήματος, την παρέθεσα.
Εγώ θα μιλήσω για τον εαυτό μου, δεν μπορώ να μιλήσω για όλους τους συγγραφείς. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει διαφορετική ψυχοσύνθεση, ιδιοσυγκρασία, εμπειρίες ζωής. Αν και επηρεάζομαι από άλλα έργα τέχνης συναδέλφων μου, Ελλήνων και μη, έχω τη δική μου κατεύθυνση, τις δικές μου εμμονές, διότι κακά τα ψέματα, οι συγγραφείς βασιζόμαστε στις εμμονές που έχουμε.
Ένας φίλος μου, ο Γιώργος Βέης, ποιητής, πολύ καταξιωμένος συγγραφέας σήμερα στην Ελλάδα, (υπήρξε εδώ στη Μελβούρνη, Γενικός Πρόξενος), λέει ότι όλοι οι συγγραφείς γράφουμε στην ουσία ένα βιβλίο με παραλλαγές.
-Ποιες είναι αυτές οι εμμονές; Ποιος είναι ο πυρήνας του δικού σας “βιβλίου”;
Το πρώτο-πρώτο διήγημα της συλλογής, αναφέρεται σε αυτό το μυστήριο της λογοτεχνικής πρακτικής. Σε αυτό το διήγημα πρωταγωνιστεί ο Σεφέρης με τον Μπόρχες (διάσημος Λατινοαμερικάνος συγγραφέας που λατρεύω) και τον αφηγητή της ιστορίας που, προφανώς, είμαι εγώ, ο συγγραφέας.
Λοιπόν, πρόκειται για μια ιεροτελεστία πάνω σε μια πηγή του δημοτικού σχολείου που πήγαινα όταν ήμουν πιτσιρικάς στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, στον ποταμό Ευρώτα, στη Σκάλα Λακωνίας.
Η συζήτηση πάνω στη νερομάνα του Ευρώτα ξεκινάει από ένα όνειρο που βλέπει ο αφηγητής, και προσπαθούν αυτοί οι χαρακτήρες, οι συγγραφείς δηλαδή, να αποκρυπτογραφήσουν: Το μυστήριο της λογοτεχνίας. Της λογοτεχνικής πρακτικής. Προσπαθούν να ξετυλίξουν το μπερδεμένο κουβάρι ζητημάτων ή θεμάτων, όπως για παράδειγμα τη διαφορά ανάμεσα στο φανταστικό και το ονειρικό στοιχείο, τη διαφορά μεταξύ ζωής και τέχνης. Αν η τέχνη επηρεάζει τη ζωή ή αν είναι η ζωή που επηρεάζει την τέχνη. Οι διαφορές μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, υπερβατικότητας, μνήμης, παραισθήσεις, διακειμενικότητας που αναφέρεται και στα βιώματα της εξορίας, του νόστου, της νοσταλγίας κ.ά.
Άλλωστε, το λέει και ο υπότιτλος του διηγήματος «Άνοστον ήμαρ: ένα κατ’ όναρ παιχνίδι επαγγελματικής διαστροφής». Η επαγγελματική διαστροφή εδώ είναι η τέχνη του συγγραφέα, την επαγγελματική διαστροφή, τη μανία, δηλαδή, τις εμμονές που έχει.
Το βιβλίο ξεκινάει με συγγραφείς και όλη η συλλογή κλείνει με άλλον έναν ποιητή, τον Καβάφη, από τον οποίο παίρνω μια συνέντευξη, φανταστική εννοείται.
Γι’ αυτό και στο εξώφυλλο του βιβλίου, τρία γραμματόσημα απεικονίζουν τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Μπόρχες.
-Μιλήστε μου λίγο για τον Καβάφη και τους λόγους που σας οδήγησε να του πάρετε μία συνέντευξη… μετά θάνατον…
Ήθελα να πω πράγματα για τον Καβάφη. Γιατί; Διότι είχα διαβάσει τόσα πολλά, ιδίως τα τελευταία χρόνια… βιβλία που βγήκαν στην Ελλάδα, θεατρικά έργα που παίχτηκαν για τη ζωή του. Άλλωστε, είναι και της μόδας τώρα, κυρίως στον αγγλόφωνο χώρο να παίρνουν διάφοροι συγγραφείς συνεντεύξεις από πεθαμένους μεγάλους ποιητές και λογοτέχνες. Κι εμένα πάρα πολύ μου αρέσει αυτό, με ιντριγκάρει, με συναρπάζει πραγματικά. Εντάξει, είπα μερικά βαριά πράγματα για την ελληνική παροικία, όπως είδατε, αλλά αυτά συνέβησαν και με είχαν εξαγριώσει τόσο πολύ γιατί ήμουν κι εγώ παρών.
– Όταν «συζητάτε» με τον Καβάφη φαίνεται να συμμερίζεστε και λίγο αυτή την αποστροφή του για τις εκδηλώσεις και για τα σόου, τις βραβεύσεις…
Πραγματικά δεν του άρεσε του Καβάφη η διαφήμιση, απόδειξη ότι δεν είχε βγάλει ούτε ένα βιβλίο όσο ζούσε… και είναι ένα μάθημα στους σημερινούς ποιητές αλλά και γενικότερα τους λογοτέχνες που βιάζονται να βγάλουν βιβλία γρήγορα.
Και το καταλαβαίνω, όταν είσαι νέος, δικαιολογείται. Κι εγώ ήθελα να δω το όνομά μου στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Είναι λογικό όταν είσαι σε μια νεαρή ηλικία. Η τέχνη, όμως, δεν είναι για να κάνουμε τη φιγούρα μας και τελείωσε. Είναι πολύ σοβαρή υπόθεση.
– Γενικότερα και με τις βιογραφίες που έχετε γράψει, τιμάτε και αναδεικνύετε τους Έλληνες λογοτέχνες, τους συναδέλφους σας. Τί είναι αυτό που σας τραβάει να ασχοληθείτε σε τόσο βάθος με κάποιους συγγραφείς;
Με ενδιαφέρουν τα άτομα, δηλαδή η αξία των ατόμων. Γιατί με ενδιέφερε ο Κώστας Ταχτσής; Επειδή ήταν τρομερά καλός συγγραφέας, όπως και ο Τσιόλκας. Είναι το έργο του ατόμου που με ενδιαφέρει, όχι τόσο και η ζωή του. Αλλά το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Αλληλοσυνδέονται, αλληλοπλέκονται…
– Από 17 χρόνων αρχίσατε να συνεργάζεστε με περιοδικά και εφημερίδες της ομογένειας της Αυστραλίας. Και έτσι παρά το γεγονός ότι βρισκόσαστε στην Αυστραλία, επιμείνατε να γράφετε στην ελληνική γλώσσα και πετύχατε, πράγμα πρωτοφανές σε μια αγγλόφωνη χώρα.
Όταν έφτασα στην Αυστραλία 14 ετών δεν πήρα με καθόλου καλό μάτι την αγγλική γλώσσα. Και ακόμα και σήμερα παρά το γεγονός ότι τα αγγλικά είναι η δεύτερή μου γλώσσα, προτιμώ Αμερικανούς, Άγγλους, Αυστραλούς συγγραφείς να διαβάζω από ελληνικές μεταφράσεις, παρά το ίδιο το αγγλικό κείμενο.
Στην αρχή ήμουν προκατειλημμένος κατά των Αυστραλών, κατά της κουλτούρας που δεν την ήξερα, αλλά και δεν έκανα και προσπάθεια να μάθω. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια ψυχολογική αντίδραση. Διότι αν δεν έμπαινα στο “καβούκι” της ελληνικής παροικίας, της ελληνικής γλώσσας, δεν ξέρω αν θα άντεχα την ξενιτιά. Αυτό με έσωσε, το είχα αποκούμπι.
Για μια περίοδο βασανίστηκα πολύ, είχα μεγάλο δίλημμα. Ζω σε μια αγγλόφωνη χώρα και θα γράφω στα ελληνικά; Και το προσπάθησα πολλές φορές, δεν μου έβγαινε όμως με τίποτα. Και ευτυχώς που ήρθαν έτσι τα πράγματα και πείστηκα ότι ήμουν πια καταδικασμένος να γράφω ελληνικά και να είμαι Έλληνας συγγραφέας στην ελληνική γλώσσα.
– Πότε αποφασίσατε ότι θα γίνετε συγγραφέας;
Φεύγοντας από την Ελλάδα με τους γονείς μου 14 ετών, ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα γίνω συγγραφέας. Το είχα προαποφασίσει και με επηρέασε ο Παπαδιαμάντης. Τον θεωρώ τον προσωπικό μου «άγιο». Θυμάμαι μια συγκεκριμένη μέρα, ενώ τον διάβαζα, την τελευταία χρονιά πριν φύγουμε, συνέβη ένα υπερφυσικό πράγμα. Ήμουνα μόνος στο σπίτι και με έπιασε πυρετός, σαν μια επιφοίτηση, και ξαφνικά κατάλαβα πώς λειτουργεί η λογοτεχνία.
Σκέφτηκα, επίσης, κάποτε να γίνω δημοσιογράφος, αλλά ο Θεός με βοήθησε και δεν έγινα (γέλια).
Πάντα, όμως, είχα και συνεχίζω να έχω μια πολύ στενή σχέση με το χώρο της δημοσιογραφίας.
Βέβαια, άλλο το λογοτεχνικό γράψιμο και άλλο το δημοσιογραφικό. Όμως αρκετοί μεγάλοι συγγραφείς του κόσμου, ο Μάρκες για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης, ξεκίνησαν ως δημοσιογράφοι, Νομίζω ότι δημοσιογραφία -και δεν το λέω μόνο εγώ- είναι το καλύτερο σχολείο για έναν μελλοντικό συγγραφέα που θέλει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία.
Από πολύ νέος έγινα γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό μέσω του Τύπου, μέσω των περιοδικών και των εφημερίδων που εκείνη την εποχή, είχαν μεγάλη κυκλοφορία.
– Βέβαια, η λογοτεχνία, η συγγραφή χρειάζεσαι απόλυτη αφοσίωση, πειθαρχία, αυτοπεποίθηση.
Ναι είναι πάρα πολύ δύσκολος δρόμος. Πρώτα απ’ όλα, είναι θέμα βιοποριστικό. Δεν μπορεί να ζήσει κανείς από τη λογοτεχνία. Εντάξει, εγώ ήμουν πολύ τυχερός και από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις.
Είχα διαβάσει ότι ο Παπαδιαμάντης πέθανε στην ψάθα, και ήμουν βέβαιος ότι και εγώ θα πέθαινα στην ψάθα. Δεν περίμενα ότι θα βγάλω λεφτά απ’ την τέχνη.
Ποτέ, όμως, δεν είδα τη λογοτεχνία ως ένα επάγγελμα το οποίο θα μου επέφερε πλούτο. Όχι ότι δεν το ήθελα. Αλλά δεν το επεδίωξα. Δεν ήθελα να μπερδέψω την τέχνη με τον βιοπορισμό. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει να βγάλει λεφτά από την ποίηση, εκτός αν ζει στη Λατινική Αμερική, όπως ο Νερούδα που κάθε του βιβλίο πουλούσε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα – αλλά μιλάμε για ισπανική γλώσσα.
– Ποια βιβλία σας αγαπάτε πιο πολύ;
Πιστεύω ότι το θεατρικό μου μονόπρακτο «Η ταυτότητα», που κέρδισε έναν παναυστραλιανό Διαγωνισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με καθιέρωσε. Σε αυτό εξετάζω το θέμα της ταυτότητας των Ελλήνων που γεννήθηκαν στην Αυστραλία. «Η ταυτότητα» ανεβάστηκε σε όλη την Αυστραλία, σε 200 παραστάσεις, που ήταν ρεκόρ, πούλησε χιλιάδες αντίτυπα όταν βγήκε στην Ελλάδα. Είχε τρελαθεί ο κόσμος. Βέβαια, ήταν μια εποχή που οι Έλληνες ήταν πολύ δυναμικοί, και η παροικία ήταν πολύ ζωντανή, διάβαζε ο κόσμος.
Πιστεύω ότι με αυτό το έργο έπιασα τον σφυγμό του Ελληνισμού. Γιατί τότε ο ελληνισμός δεν ήθελε να αφομοιωθούν τα παιδιά του, να χάσουν την ελληνικότητά τους. Ο Έλληνας τότε δεν ήθελε να χάσει την ταυτότητά του, την πίστη του, την Ορθοδοξία του, γιατί πολλοί ακόμα πίστευαν ότι θα επέστρεφαν Ελλάδα. Είχαν αυτή την ψευδαίσθηση, τέλος πάντων.
Το άλλο βιβλίο μου που ξεχωρίζω είναι «Το Κόλπο», το οποίο εκδόθηκε αρχικά εδώ κα μετά ξανά από τις εκδόσεις Κέδρος, στην Ελλάδα, το οποίο βασίστηκε σ’ ένα τεράστιο σκάνδαλο των συντάξεων στο Σίδνεϊ που χάλασε κόσμο εκείνη την εποχή. Βλέπετε ότι προσπαθώ και αξιοποιώ κάποια, ας πούμε, δημοσιογραφικά στοιχεία, να καταπιάνομαι με επικαιρικά θέματα ζητήματα αλλά να τα μεταφράζω σε λογοτεχνία. Αυτό δεν έκανε και ο Τρούμαν Καπότε στην Αμερική και πολλοί άλλοι διάσημοι συγγραφείς. Όπως και ο Βασιλικός με το «Ζήτα». Και τρίτον είναι η βιογραφία του Κώστα Ταχτσή που είχε τεράστια απήχηση.
– Την τρίτη σας συλλογή διηγημάτων πώς θα την περιγράφατε;
Τα διηγήματά μου είναι σπονδυλωτά, δηλαδή το ένα ακουμπάει στο άλλο. Συνδέονται μεταξύ τους και θεματικά και στιλιστικά και αφηγηματικά.
Οι βασικοί πυρήνες των διηγημάτων μου στην προκειμένη περίπτωση, είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο που είναι πολύ έντονο. Υπάρχει και η μεταναστευτική εμπειρία. Τα έντονα λογοτεχνικά βιώματα και αυτό που είπατε και στην αρχή, οι διακειμενικές αναφορές, δηλαδή χρησιμοποιώ παραθέματα από διάφορους άλλους συγγραφείς, οι οποίοι με έχουν επηρεάσει αρκετά.
Πολλοί με ρωτούν τι νέο προσθέτει ένα νέο βιβλίο μου στη λογοτεχνία. Ανέκαθεν μου άρεσε να πρωτοτυπώ. Δεν με ενδιαφέρει να αυτό-επαναλαμβάνομαι διότι είναι χάσιμο χρόνου. Θέλω να κάνω καινούργια πράγματα σαν να ξεκινάω κάθε φορά απ’ την αρχή. Να βρίσκω έναν νέο τρόπο να δω τα πράγματα. Το πιο απλό πράγμα που μου συμβαίνει στη ζωή, είτε στην προσωπική μου ζωή, είτε στη ζωή των άλλων, παρατηρώ με μια λοξή ματιά, με ένα “τρίτο μάτι”.
Διότι η ζωή αποτελείται από μικρό-περιστατικά. Και αυτά προσπαθώ να τα μεταπλάσω. Αυτός είναι ο βασικός σκοπός της τέχνης της λογοτεχνίας, στην προκειμένη περίπτωση. Διαφορετικά παραμένουν δημοσιογραφία.
Ο καλύτερος αναγνώστης μου είμαι εγώ ο ίδιος. Mπορεί να ακούγεται λίγο εγωιστικό αυτό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Ένα περιστατικό που θα διαβάσω ή που θα ακούσω ή που θα δω σε μια εφημερίδα, σε ένα βιβλίο ακόμα, αμέσως καταλαβαίνω αν προσφέρεται για εκμετάλλευση και το κρατώ, το σημειώνω στο σημειωματάριό μου για μελλοντικά. Έχω μια λίστα από διηγηματάκια μικρά και έχω αποφασίσει ότι από εδώ και πέρα θα γράφω πολύ μικρά γιατί είναι και της μόδας παγκοσμίως τα διηγήματα να είναι όσο πιο μικρά γίνεται έτσι ώστε να διαβάζονται ευκολότερα και να αφήνουν πιο καίριες εντυπώσεις στον αναγνώστη.
Θέλω να ταρακουνήσω λίγο τον αναγνώστη, πρέπει τον αναγνώστη να τον αιφνιδιάσεις και να τον κατακτήσεις από την αρχή. Όπως με τον έρωτα. Από την πρώτη ματιά δεν ερωτεύεσαι ένα άτομο; Ή σαν το ψάρι. Αν δεν τσιμπήσει το αγκίστρι από την αρχή φεύγει. Έτσι και ο αναγνώστης. Θα πάει αλλού αν δεν προκαλέσεις το ενδιαφέρον του από την αρχή.
*Η παρουσίαση του βιβλίου “Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα” θα γίνει από τον ποιητή και δημοσιογράφο Δημήτρη Τρωαδίτη, την Κυριακή, 7 Αυγούστου, μετά το τέλος της διάλεξης του Δρ Βασιλακάκο για το φιλολογικό έργο του Μαρκάρστου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανό (1953-2019). Η εκδήλωση θα ξεκινήσει στις 7μμ στην αίθουσα του Ιερού Ναού της Υπαπαντής του Κυρίου Coburg.