«Ή όλοι οι Έλληνες να σωθούμε ή κανένας…»

(Αληθινές ιστορικές σκηνές από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Aφήγηση Σοφίας Ανθοπούλου)

Αυτή είναι μια ελάχιστη συμβολή στη μνήμη μιας μοναδικής φίλης μου. Ένα μικρό αφιέρωμα στη Σοφία Ανθοπούλου, «στο Σοφιώ μας» που χάσαμε πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια.

Η Σοφία δεν ήταν άνθρωπος που συναντά κανείς καθημερινά. Ήταν μια εξαίσια ύπαρξη. Με ευαίσθητη ψυχή· ήταν καλλιτέχνις καλοσύνης με τόση κατανόηση δοσμένη σε ασύνορα δοσίματα δεν παντρεύτηκε για ν’ αφήσει, έστω και φαινομενικά, «κάτι» πίσω της. Άφησε, όμως, κάτι που λίγοι θα μπορέσουμε να κληροδοτήσουμε, από τις αξίες των αξιών μας. Ευαισθησίες, την καρδιά μάνας· τη συμπόνια μιας αδελφής. Παρέδωσε, ακόμα, στην πένα μου την ιστορία της ζωής της. Μια από αυτές είναι η παρούσα ιστορία

Το Σοφιώ έζησε όλες τις πτυχές της ιστορίας του Ελληνισμού του 20ού αιώνα σε όλη τους την έκταση, όλες, εκτός από εκείνες του Πραξικοπήματος. Και άρχισε να υφαίνει τη μνήμη της από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Για τούτο η Σοφία Ανθοπούλου είναι και ιστορικό πρόσωπο μέσα από τη βιογραφία της. Είχα την τύχη ν’ ακούσω την ιστορία της και να πάρω λεπτομερείς σημειώσεις, σε ορισμένες δε σελίδες εξαιρετικά λεπτομερείς. Τα έδεσα όλα με το στιλ της γραφής μου και το συναίσθημα που μου δημιουργούσε η αφήγηση χωρίς να ξεχάσω τον τόνο της φωνής της και την έκφραση του προσώπου της.

Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από τις διηγήσεις της προσφυγιάς της, κορίτσι οκτώ χρόνων τότε… Εύλογα το διάλεξα. Η φυγή, η μαούνα, η θάλασσα, τα παιδιά στη βάρκα. η επιβίωση, η ζωή, οι σκέψεις γι’ αυτοκτονία κάτι επίκαιρο και σήμερα.

Εύχομαι να δεθούν σε βιβλίο, κείμενο και ύλη του παρελθόντος μαζί με το συναίσθημα. Και, «που να μυρίσει ο τάφος της» – να αναβλύσει δηλαδή μύρα, όπως λέει η κυπριακή έκφραση – εύχομαι να συναντήσω μέχρι το τέλος της ζωής μου ακόμα ένα τέτοιο ανθρώπινο δείγμα. Έστω ένα.

Ξαφνικά τα μάτια της έπαιξαν ένα παιχνίδι με το χρόνο που δεν είχα γνωρίσει πριν. Με έβλεπε πίσω από τα χρόνια, σαν παρελθόν και μέλλοντα, στο σκληρό και ατίθασο τώρα, άκακο κήτος αιωνόβιο που δεν έχει γνωρίσει από τις μέρες παρά μόνο τη μνήμη τους. Ήταν σαν να έπαιζε ξανά στο κομμάτι της ζωής της…ένα crescendo που την πονούσε.

Το μικροκαμωμένο σώμα της ορθώθηκε κι ανέμισε τα χέρια.

Ύστερα έπιασε με τις παλάμες τα μάγουλα, και ανακάθισε.

…Καταστροφή, ω θεέ μου. Καπνός… φωτιά και… Ελληνισμέ μου κράτα γερά… Φωνές, παιδιά να τρέχουν δεξιά κι αριστερά… Καταστροφή. Μικρασιατική Καταστροφή… και δρόμος για τ’ αλλού.

Είδα τους γονείς μου που ετοίμαζαν τη φυγή που μας είχαν σχεδιάσει άλλοι. Θυμάμαι καλά τις φωνές τους. Ο θάνατος ερχόταν κατά δω, κοντά μας, στην Κίο. Ακούγαμε εν τω μεταξύ για τόσα και τόσα. Ακούσαμε για μια γυναίκα που βρέθηκε εκείνες τις μέρες στο μώλο, στη Σμύρνη, έτοιμη να φουντάρει για το άγνωστο. Μόνη με ένα μποξά στο ένα χέρι και το παιδί της στο άλλο, βρέφος αυτό. Να δούμε πόσα είχε στο νου της. Αυτή την ιστορία την άκουσα και από τη μαμά και πολύ αργότερα, εδώ, σε ένα ραδιοσταθμό την έλεγε μια γυναίκα, άρα, είπα, είναι αληθινή. Την βλέπει, που λες, ένας τη γυναίκα και της λέει. «Τι κρατάς το μποξά και το παιδί κυρά μου, πέταξε τα πράγματά σου για να μπορείς να έχεις μόνο το παιδί». Η γυναίκα δεν ήξερε τι έκανε. Μέσα στο φόβο, μέσα στην αγωνία του θανάτου και τη σύγχυση, πέταξε αντί για τον μποξά το παιδί της στο φούντο της θάλασσας της Σμύρνης.

Το Σοφιώ είχα καθίσει τώρα. «Αχ, δεν μπορώ άλλο» είπε, κι η θωριά της κιτρίνισε, μα ξαφνικά σκέφτηκε πως αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία να πει εκείνα που δεν είπε χρόνια, και που ούτε η ίδια άκουσε τον εαυτό της να λέει:

«Μας σάλεψε τα λογικά η καταστροφή που ερχόταν και κοντά μας. Θυμάμαι… Έναν άντρα να κτυπά την πόρτα του σπιτιού μας. Στην αρχή μας είπε ότι θα έρθει βοήθεια και μπορεί όλα να ξαναγίνουν όπως πριν. Είχε ένα γείτονα που μας ειδοποιούσε κι αυτός. Κτυπούσε την πόρτα και μαθαίναμε τι γινόταν απ’ αυτόν. Αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα, κάποια στιγμή, κάποια ώρα, ξανάρθε ο άντρας, κτυπούσε τώρα πολύ πιο δυνατά, δεν είχε καιρό να περιμένει, και φώναζε, «Ανθόπουλε, έρχονται, πάρε αμέσως γυναίκα και παιδιά και σώστε μόνο τις ψυχές σας».

«Σώστε τις ψυχές σας», ήταν η ηχώ στ’ αυτιά μου για χρόνια μετά… Ο πατέρας άνοιξε την πόρτα, θυμάμαι. Τα μάτια του ξένου έπεσαν πάνω στα πράγματα του σπιτιού μας. Πλούσια έπιπλα, λάμπες ακριβές πανάκριβα όλα όσα είχαμε. Τις λάμπες από μέρες δεν μπορούσαμε να τις ανάψουμε. Οι Αμερικάνοι που ήταν αραγμένοι στο λιμάνι της Κίου έκαναν τη βόλτα τους από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν δύο μόνο λέξεις ελληνικές που ήξεραν. «Φου λάμπα, φου λάμπα», να σβήσετε δηλαδή τα φώτα γιατί είχε συσκότιση.

Έπρεπε όλα να είναι σκοτεινά. Τη νύκτα εκείνη ακούγαμε ό τι γινόταν, σα να ήταν η γη ολόκληρη στα πόδια μας. Ο πατέρας μου μιλούσε σιγανά αλλά τον ακούγαμε εμείς τα παιδιά. Και εγώ που ήμουν η μεγαλύτερη και η Άνδρω, η αδελφή μου η δεύτερη και ο Αλέκος και ο Μπάμπης, που ήταν τότε πολύ

μικρότεροι. Ο πατέρας μου είχε όπως είπα Φαρμακείο και είπε στη μητέρα μου ότι δεν ήθελε ν’ αφήσει την οικογένεια στα χέρια των Τούρκων.

«Είμαι φαρμακοποιός Όλγα», της είπε, «και γνωρίζω από φάρμακα. Έχει φάρμακα που είναι ελαφριά αλλά σίγουρα και θα μας πάρουν τη ζωή όμορφα και χωρίς να πονέσουν τα παιδιά μας. Δε θα μείνουμε στα χέρια τους, Όλγα. Δεν θα πέσουμε στα χέρια των Τούρκων!»

Η μάνα μου ήταν γενναία. Η οικογένειά της γνωστή από το 1821. Από τη γνωστή οικογένεια των Ορφανών. Η μητέρα της ήταν Αθηναία, την λέγαν Ανδρομάχη και ήταν γνωστή μαμμή στην Αθήνα του περασμένου (προπερασμένου) αιώνα. Ανδρομάχη, ναι, αλλά παντρεύτηκε τον παππού μου που ήταν Μικρασιάτης, τον Ορφανό, από την μοναδική οικογένεια των Ορφανών που ήταν στη Φιλική Εταιρεία. Άκουσα τη μητέρα μου λοιπόν να λέει… « Όχι, όχι φάρμακα, πονάει το φάρμακο, δε θέλω να πονέσουν τα παιδιά μου. Καλύτερα να πνιγούμε όλοι, Κώστα. Είναι πιο εύκολο. Και θα φανεί παιχνίδι στα παιδιά.»

Στέκονταν κι οι δυο για ώρα σιωπηλοί, σ’ ένα κουβάρι σκοταδιού, μέχρι που ξαναμίλησε η μητέρα μου.

«Να δέσεις εσύ ένα σχοινί στη μέση σου, Κώστα μου», είπε στον πατέρα μου με στοργή, «και στο ίδιο σχοινί να δεθώ και εγώ και τα παιδιά. Να πάμε στη θάλασσα σα να μη συμβαίνει τίποτε, να μπούμε μέσα και να προχωρούμε μέχρι να μας πάρει το κύμα τη ζωή μας, το κύμα της Κίου που συηθίσαμε να βλέπουμε από το παράθυρο του σπιτιού, να τραβήξουμε για την Ελλάδα της ψυχής μας.»

Εμείς τα ακούγαμε όλα και δεν κλείναμε μάτι. Ήταν οι δυο τρεις τελευταίες νύκτες στο σπίτι μας αυτές. Θ’ αποφασίζαμε για την καλύτερη επιλογή του θανάτου μας. Για να μην τουρκοβρούμε. Δεν το ξανάδαμε από τότε. Όλα έγιναν με τέτοια γρηγοράδα και σε τόσο πόνο, βουβό πόνο. Ακούστηκαν στο πρωινό φωνές πως έρχονται. «Έρχονται οι Τούρκοι!»

Δεν είχαμε πια χρόνο ούτε και να πνιγούμε.

Αμέσως μετά από την είδηση, ο πατέρας έτρεξε κρυφά στο φαρμακείο να πάρει φάρμακα, ήταν το μόνο που είχαμε για να επιβιώσουμε, να τα πουλήσει ο πατέρας στην Ελλάδα. Δεν είχαμε…ο μπαμπάς πλήρωσε σε Εγγλέζικα βαπόρια να μας πάρουν. Το λοιπόν, ήρτανε…Πρόσφυγες. πρόσφυγες παντού…Βρεθήκαμε όλοι στη θάλασσα, σα σαρδέλες κοντά ο ένας στον άλλο αλλά δε θυμάμαι πια φωνές, λες και σβήσαν ολoνών οι φωνές με την παρουσία μας στη θάλασσα, δεν είχαμε τι να πούμε…ό τι λέγαμε πια ήταν από μέσα μας προσευχή για μας για τ’ αδέλφια μας να ζήσουμε να ζήσουν…

Κάθισε, ζαλίζομαι, θα σου πω, να τα βάλω στο νου μου…τώρα τα ζω…Νομίζω πως είμαι εκεί. Γυναίκες παιδιά πλούσιοι, φτωχοί, όλοι όμως Έλληνες, Έλληνες που είχαμε μείνει σ’ αυτά τα χώματα από αιώνες πριν. Και τώρα φεύγαμε για πάντα…

Γράψε τα από μένα που τα έζησα, ήμουν κοντά στα δέκα.

Πάρα κάτω το λοιπόν, ναι…είχε έναν Έλληνα, Νίκανδρος, που είχε μια μαούνα χωρίς μοτέρ, και ήτανε κι ένα βαπόρι στο λιμάνι έτοιμο να αναχωρήσει για Ελλάδα. Ήμασταν γειτόνοι με το Νίκανδρο. Έτσι γέμισε η μαούνα πρόσφυγες… να χωρέσει όλη η Κίος θέλαμε, κάποιοι άλλοι θα πήραν τη θέση μας, ας είναι, να φύγουμε από κει γιατί θα ‘ρχόντουσαν… να σωθούμε όλοι… και τη δέσανε στο μεγάλο το καράβι τη μαούνα για να το ακολουθεί. Αλλά είχαμε μεγάλη φασαρία για να γίνει αυτό. Είχε και φουσκοθαλασσιά. Θυμάμαι…έκανε πολλή ζέστη. Από τη ζέστη την πολλή έπαιρνε από τη θάλασσα νεράκι να μας δροσίσει ο μπαμπάς. Μας το έβαζε στο πρόσωπο, με μαντιλάκι, αλλά κι η θάλασσα καυτή. Διψούσαμε.

Κάθε τόσο ερχόταν από τη στεριά κομμάτια φωτιάς, κι έπεφταν στη θάλασσα σε απόσταση μέτρων από μας που φεύγαμε. Το μόνο που ακούγαμε είναι ένα φλαπ, φλαπ η βιασύνη της θάλασσας να μας φυγαδεύσει, φλαπ φλαπ του καυτού νερού στη βάρκα, το μόνο που βλέπαμε ήταν θάλασσα και φωτιά, το μόνο που ακούγαμε ήταν ο βασανιστικός θόρυβος από τη γη που αφήναμε, τίποτε άλλο, ακόμα και τα μωρά σώπαιναν. Κι ένα εικόνισμα κράταγα στα χέρια μου με άφωνα μάτια κι αυτό…να, το ξέρεις, αφού κάθε που έρχεσαι το προσκυνάς. Τα σπίτια της Κίου άρχισαν να μικραίνουν, η ζωή μας άρχισε να μικραίνει κι αυτή στο άγνωστο. Και ο «Άγιος Σπυρίδων», το φαρμακείο του πατέρα μου που μας είχε μεγαλώσει και θρέψει δε θα παρέμενε παρά μονάχα στα όνειρά μας.

Τ’ αδέλφια μου που τόσο αγάπησα ήταν τόσο μικρά, να η Άνδρω μας πέντε, ο Αλέξης τεσσάρων και ο Μπάμπης μηνών.

Στα μισά έπιασε φουρτούνα και είπε ο καπετάνιος του καραβιού του μεγάλου που ήμασταν δεμένοι, «δεν θα πνιγούμε όλοι, να πνιγούμε τουλάχιστον οι μισοί, να κόψουμε το σχοινί» και να αφήσουνε εμάς στη μαούνα ελεύθερους στην όρεξη των κυμάτων, στη μοίρα μας!!!

…Αλλά πήγε ένας Κιώτης από τη μαούνα και ανέβηκε πάνω στο σκοινί, μωρέ τι παλικάρι που ήτανε, σκαρφάλωσε έτσι και με τα πόδια σύρθηκε από τη μαούνα στο πλοίο, τυλιγμένος σαν το φίδι στο καραβόσκοινο, με κίντυνο τη ζωή του, πάνω από τη θάλασσα να κρέμεται σαν το φύλλο, και κάθισε καραούλι εκεί να μην κοπεί. Κρατούσε μαχαίρι και ήταν ικανός για όλα για όποιον έβαζε χέρι στο σκοινί, φτάνει να σωζόμασταν όλοι. Με κίντυνο της ζωής του ανέβηκε στο σχοινί. Κι έμεινε ώρες εκεί μέχρι να βεβαιωθεί πως δε θα μας άφηναν πίσω οι δικοί μας, Παναγία μου Δέσποινα, φώναξε τόσο δυνατά που φοβηθήκαμε κι εμείς ακόμα που τον ξέραμε. Τη φωνή του την ακούω ακόμα και στον ύπνο μου. «Ή όλοι ή κανένας, ή όλοι οι Έλληνες θα σωθούμε ή κανένας.»

Το πλοίο θα πήγαινε στη Ραιδεστό. Στη Θράκη. Εκεί κατεβήκαμε. Κανένας δε μιλούσε, λεπτά ώρες σαν αιώνες… Μονάχα ζέστη και νεράκι από τη θάλασσα στο πρόσωπο, στα χείλη.

Ήμουνα τότε οκτώ. Θυμάμαι… την Κίο να χάνεται στον πυκνό καπνό της φωτιάς. Και τη σιωπή, την ατέλειωτη, μαρτυρική σιωπή.

Και φτάσαμε, φτάσαμε στην Ελλάδα σώοι, χωρίς να έχουμε πνιγεί, αφήνοντας την ψυχή μας πίσω, χωρίς να έχουμε… φαρμακωθεί, φτάσαμε στην Ελλάδα… όλοι και κανένας.