Την Κυριακή, 7 Αυγούστου 2022, το βράδυ, πραγματοποιήθηκε στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του Ιερού Ναού της “Υπαπαντής του Κυρίου” της Ενορίας Coburg η διπλή εκδήλωση που διοργάνωσε η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας: Το Φιλολογικό Μνημόσυνο για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό (με τη συμπλήρωση τριών ετών από την κοίμησή του), καθώς και την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Δρα Γιάννη Βασιλακάκου «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα».

Η εκδήλωση, που διεξήχθη υπό την παρουσία του προκαθήμενου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αυστραλίας Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και τη συμμετοχή πλήθος κόσμου, ήταν από κάθε άποψη άρτια, άκρως πετυχημένη και αλησμόνητη.

Για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο και, κυρίως, για τον διανοούμενο, ποιητή και καθημερινό άνθρωπο Στυλιανό Χαρκιανάκη μίλησε ο στενός φίλος, μελετητής και αλληλογράφος του, πανεπιστημιακός και συγγραφέας Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος.

Ο ομιλητής αρχικά καλωσόρισε το κοινό (λαϊκούς και κληρικούς) για την αθρόα προσέλευσή του, ευχαριστώντας τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την παρουσία του, τους δύο επισκόπους (Κυριακό και Ευμένιο) καθώς και όλους τους διοργανωτές της εκδήλωσης. Επίσης, τον ομιλητή κ. Δημήτρη Τρωαδίτη, τον τελετάρχη κ. Χρήστο Κονιδιτσιώτη, αλλά και τα ομογενειακά ΜΜΕ για την προβολή της εν λόγω εκδήλωσης.

Ο Δρ. Γ. Βασιλακάκος ξεκίνησε τη διάλεξή του λέγοντας: «Αυτή είναι η δεύτερη δημόσια ομιλία μου για τον Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό, μετά από 26 χρόνια. Η πρώτη ήταν μια διάλεξη που έδωσα υπό τον τίτλο «Η Διαλεκτική Σχέση “λόγου” και “Λόγου” στην Ποιητική και Ποίηση του Σ.Σ. Χαρκιανάκη» στις 31-1-1996, προσθέτοντας: «Περιττό να πω πόσο συγκινημένος νιώθω, μιλώντας για έναν απόντα ομότεχνο και λίαν αγαπημένο φίλο και αλληλογράφο».

Εν συνεχεία, αφού επεσήμανε τις δυσχέρειες μιας αντικειμενικής αποτίμησης της ιδιότυπης ιδιοσυγκρασίας του Στυλιανού Χαρκιανάκη, καθώς ο τελευταίος υπήρξε μια πολυσχιδής, περίπλοκη, και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, παρέθεσε το ιστορικό της γνωριμίας, φιλίας, συνεργασίας και διηνεκούς αλληλογραφίας τους, δίνοντας χαρακτηριστικά στιγμιότυπα περιστατικών που διασώθηκαν στη μνήμη του.

Επεσήμανε ότι: «Ως αυθεντικά σπαράγματα, τα περιστατικά αυτά αποτελούν πολύτιμο υλικό, καθώς αντανακλούν εναργώς τον καθημερινό άνθρωπο: με τα ελαττώματά του, τις υπαρξιακές αγωνίες, τα προβλήματα, τα άγχη και το σωματικό και ψυχικό άλγος. Επίσης, “μιλούν” εύγλωττα για τον στενό φίλο – με τις εκδηλώσεις χαράς, λύπης, ελπίδων, διαψεύσεων και απογοητεύσεων. Και, ακόμη, “φωτίζουν” τον λόγιο και δημιουργό – ο οποίος “καιγόταν” από την ανάγκη της επικοινωνίας με μια “αδελφή ψυχή” προκειμένου να μοιραστεί τα εσώψυχά του, κυρίως σε θέματα λογοτεχνίας και τέχνης. Αλλά, επιπροσθέτως, “ακτινογραφούν” και τον ιεράρχη ο οποίος, εξαιτίας του ηγετικού του αξιώματος και των πολυποίκιλων προκλήσεων που αντιμετώπιζε, έδινε συχνά την αίσθηση ότι ασφυκτιούσε κάτω από το βαρύ σταυρό του Νότου».

Ο Δρ. Βασιλακάκος, τόνισε – ακόμα – πως, μέσα από τις προσωπικές αναθυμήσεις του και την πλούσια αλληλογραφία τους, αναδύεται ανάγλυφα το τρίπτυχο του «ανθρώπου, του ποιητή και του ιεράρχη».

Γενικότερα, αναφέρθηκε στις καθημερινές συνήθειες αυτού του «ασυνήθιστου ανθρώπου» (κατά τον κοινό τους φίλο νεοελληνιστή Peter Bien), στις εμμονές του, στις ανθρώπινες αδυναμίες του, την «βρώσι και την πόσι», τη σχέση του με τους Έλληνες διανοούμενους, το λογοτεχνικό κουσκούς και τα βιβλία, τη σχέση του με την ομογένεια και την Ελλάδα, τα αναπάντεχα τηλεφωνήματα που του έκανε, μέχρι και κάποια «τραγελαφικά περιστατικά» που συνέβησαν στο Σίδνεϊ και όχι μόνο…

Ολοκληρώνοντας την εκτενή διάλεξή του, ο Δρ. Γ. Βασιλακάκος αναθυμήθηκε την τελευταία φορά που είδε τον «αλησμόνητο φίλο του» την πρωτοχρονιά του 2017, στον εσπερινό του Αγίου Βασιλείου στο Brunswick λέγοντας:

«Τρόμαξα να τον αναγνωρίσω. Ήταν η σκιά του παλιού εαυτού του. Η φωνή του με μεγάλη δυσκολία έβγαινε από το στόμα του. Ωστόσο, επέμενε να… ιερουργεί! Επέστρεψα σπίτι συντετριμμένος. Ως κατακλείδα του τελευταίου του κηρύγματος που άκουσα, είπε τα εξής: “Τελικά όλα χάνονται αλλά, κατ’ ουσίαν, τίποτα και ποτέ δεν χάνεται…” Ήταν η πιο σοφή θεολογική ρήση που άκουσα ποτέ απ’ τα χείλη του. Θα με συνοδεύει για πάντα».

Στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης (με την παρουσίαση του νέου βιβλίου του συγγραφέα Γιάννη Βασιλακάκου) τον λόγο πήρε ο γνωστός (στην ομογένεια και Ελλάδα) ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος κ. Δημήτρης Τρωαδίτης, ο οποίος –προλογικά– παρατήρησε:

«Με 25 βιβλία στο ενεργητικό του έως σήμερα, τα οποία καλύπτουν όλα τα είδη του λόγου […] ο Γιάννης Βασιλακάκος συγκαταλέγεται στους πολυγραφότερους, πιο πολυβραβευμένους, πολυμεταφρασμένους και αναγνωρισμένους (από τις κυβερνήσεις Ελλάδας, Αυστραλίας, αλλά και διεθνώς) συγγραφείς. Απλώς και μόνο να σημειώσω ότι ήταν ο πρώτος ελληνόγλωσσος λογοτέχνης, αλλά και ο πρώτος μη αγγλόφων συγγραφέας στην Αυστραλία τον οποίο η αυστραλιανή ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιχορήγησε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’80 (μέσω του Australia Council for the Arts), και συνέχισε επί σειρά ετών να τον επιχορηγεί, προκειμένου να γράφει στην μητρική του γλώσσα (ελληνικά)».

Κατόπιν, ο κ. Δ. Τρωαδίτης αναφέρθηκε στη θεματολογία της νέας συλλογής διηγημάτων του συγγραφέα, τονίζοντας: «Οι 13 ιστορίες, δοσμένες με έναν καθ’ όλα έξυπνο και εντέχνως ευρηματικό τρόπο, συνθέτουν ένα αδιάσπαστο όλον, θραύσματα του οποίου ενώνονται μεταξύ τους, σαν μέρη ενός και μόνο “νήματος”, εκπεφρασμένων τόσο ως μύθων αλλά, ταυτόχρονα, και ως συμβεβηκότων. Ωστόσο, ένα βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη συλλογή αυτή, αλλά και άλλα έργα του Γιάννη Βασιλακάκου, είναι αυτό της “διακειμενικότητας” (αγγλιστί “intertextuality”) στο οποίο θα ήθελα να επικεντρωθώ. Κι αυτό διότι ο Βασιλακάκος “συνομιλεί” εδώ με πάμπολλους Έλληνες και ξένους λογοτέχνες […]».

Τέλος, έχοντας κάνει μια εις βάθος αναδρομή στη θεωρία της «διακειμενικότητας», βάσει των θεωριών της Julia Kristeva και στο τι ακριβώς είναι (η “διακειμενικότητα”) και πώς αυτή εκδηλώνεται και λειτουργεί στο νέο βιβλίο, αλλά και στο γενικότερο λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Βασιλακάκου, ο Δημήτρης Τρωαδίτης, ολοκληρώνοντας, αποφάνθηκε ως εξής:

« Όλα τα διηγήματα που συνθέτουν αυτό το πρωτότυπο και, κατά την άποψή μου, επαναστατικό -όσον αφορά τον τρόπο γραφής και την όλη πλοκή του νέου βιβλίου του Γιάννη Βασιλακάκου- είναι ένα τεράστιο μυθοπλαστικό σύμπαν, με έντονη κι εναργή πάντα την αίσθηση του πραγματικού. Κι αυτό διότι, μέσα απ’ όλα αυτά τα τεχνάσματα και λογοτεχνικά τερτίπια, καταφέρνει να αναβιώσει στιγμές και στιγμιότυπα, τόσο της ζωής του ιδίου του συγγραφέα, όσο και πλείστα άλλα στοιχεία της ομογενειακής ζωής περασμένων χρόνων, αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που κορυφαίοι Έλληνες και ξένοι κριτικοί, πανεπιστημιακοί, αλλά και λογοτέχνες, έχουν εγκωμιάσει το συνολικό έργο του Γιάννη Βασιλακάκου. Ενός συγγραφέα ο οποίος, κατά τα τελευταία 50 χρόνια, πιστώνεται και με μια αδιάλειπτη παρουσία κα πολύτιμη προσφορά στα ελληνικά γράμματα».

Ο τρίτος ομιλητής, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ξεκίνησε την ομιλία του αναφερόμενος στο πώς γνώρισε τον τότε Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό, μέσω του γέροντά του Θεοκλήτου, συμφοιτητή του τελευταίου στη Θεολογική Σχολή, και πόσο πολύ τον θαύμαζε κι εκτιμούσε ως μεγάλο Ιεράρχη που διακονούσε στην Πέμπτη Ήπειρο. Αλλά και στα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπισε, λέγοντας: «Εγώ, που κάθομαι στην καρέκλα του προκατόχου μου, ξέρω πόσο δύσκολος είναι ο σταυρός του Αρχιεπισκόπου. Εσείς ούτε το ξέρετε ούτε μπορείτε να το διανοηθείτε. […] Θεωρώ λοιπόν ότι ο θρόνος και η διακονία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Στυλιανού δεν ήταν εύκολη. Θεωρώ ότι η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας είναι η πιο δύσκολη επαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εδώ όποιος έρχεται πρέπει να έχει γερά νεύρα, πολλή υπομονή και πολλή πίστη στο Θεό. Διαφορετικά δύο διεξόδους έχεις: Ή θα τρελαθείς και θα πάρεις ψυχοφάρμακα ή θα πρέπει να φύγεις. Σας τα λέω έτσι πολύ απλά και πολύ ανθρώπινα, γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Εγώ λοιπόν τον θαυμάζω που κατάφερε να καθίσει εδώ 44 χρόνια – με δύσκολες συνθήκες. […] Εάν όμως ο Στυλιανός δεν είχε το χαρακτήρα που είχε, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ούτε να κάμει ό,τι έκανε εδώ στην τοπική μας Εκκλησία. Διότι έκανε πολλά και μεγάλα πράγματα ο Στυλιανός. Ευχαριστώ λοιπόν για την πρωτοβουλία που είχατε κ. καθηγητά, και που μου δώσατε κι εμένα την ευκαιρία να είμαι παρόν και να μοιραστώ τις απλές και ταπεινές μου σκέψεις μαζί σας. Εύχομαι δε ο Θεός να τον αναπαύσει μετά των αγίων και δικαίων».

Κατόπιν, αναφερόμενος στους δύο ομιλητές, είπε: «Για τον κ. Βασιλακάκο μάλλον δεν πρέπει να πω πολλά, γιατί εσείς τον ξέρετε καλύτερα από μένα […]. Άμα κάνετε μια έρευνα στο “Google search”, θα δείτε ότι ο κ. Βασιλακάκος δεν είναι τυχαίο πρόσωπο, αλλά αναγνωρισμένο, βραβευμένο και γνωστό. Συγγραφέας, λογοτέχνης, φιλόλογος, ποιητής – πάρα πολλά. Έχει πολλές ιδιότητες τις οποίες, βέβαια, δεν του τις χαρίσανε. Τις απέκτησε με τον κόπο του ή, όπως λέει ο λαός μας, “με το σπαθί του”.

Ο κ. Τρωαδίτης μίλησε πάρα πολύ ωραία και είχε αυτό το χάρισμα – μέσα σε πολύ λίγο χρόνο να πει πολλά και όμορφα πράγματα. Γι’ αυτό και τον συγχαίρω για την παρουσίαση του βιβλίου του κ. Βασιλακάκου που έκανε. Αλλά κι εγώ που ξεφύλλισα το βιβλίο, μου έκανε εντύπωση ο τίτλος ενός διηγήματος (“Η απόκρυφη γοητεία του ακατάληπτου”) τον οποίο θα ήθελα πολύ σύντομα να σχολιάσω και να τελειώσω με αυτό.

Τι σημαίνει αυτός ο τίτλος; Πώς τον αντιλαμβάνομαι εγώ; Γιατί, το τι σημαίνει θα μας το πει ο συγγραφέας του. “Η απόκρυφη γοητεία του ακατάληπτου”: Δηλαδή αυτό που δεν ξέρουμε έχει μια ομορφιά. Και αυτό, ξέρετε, είναι βαθύ θεολογικό μήνυμα. Γιατί; Διότι σήμερα ο κόσμος αγωνίζεται με τη γνώση. Παλιά είχαμε σοφούς, αλλά δεν είχαμε πολλούς διδάκτορες. Τι σημαίνει αυτό; Η σοφία, παλιά, προερχόταν από μια εμπειρία, ένα βίωμα, προερχόταν από ένα μοίρασμα.

Σήμερα η γνώση τι είναι; Είναι ένας αγώνας για να κατακτήσουμε το “χωράφι” της γνώσης και να γίνουμε πιο ισχυροί. Και γι’ αυτό βλέπετε σήμερα να έχουμε πολλά πτυχία, πολλά μεταπτυχιακά, πολλούς μορφωμένους, πολλούς διανοουμένους, πολλούς συγγραφείς, αλλά τα προβλήματα του κόσμου αντί να λιγοστεύουνε αυξάνουν.

Πώς το εξηγείτε αυτό; Οι σοφοί αντί να αυξάνονται μειώνονται. Παλιά είχαμε πιο πολλούς σοφούς, που δεν υπήρχανε και τόσα πανεπιστήμια, αλλά είχαμε το μοίρασμα. Σήμερα λοιπόν το “ακατάληπτο” θέλουμε να το κατακτήσουμε. Και δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι εάν συγκρίνουμε αυτά που ξέρουμε με αυτά που δεν ξέρουμε, τότε θα καταλάβουμε, θα συνειδητοποιήσουμε, ότι δεν ξέρουμε τίποτα! Οι επιστήμονες τι λένε; Ογδόντα με ογδόντα πέντε τοις εκατό από το σύμπαν είναι άγνωστο στον άνθρωπο. Άρα, σημαίνει ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Αλλά το “ακατάληπτο” έχει μια γοητεία, όντως, γιατί; Διότι, θεολογικά, φιλοσοφικά, ανθρωπιστικά, τι γίνεται; Συνειδητοποιείς ότι είσαι ένα τίποτα! Και όταν συνειδητοποιείς ότι είσαι ένα τίποτα, τότε έχεις κάνει τη μεγάλη επανάσταση στη ζωή σου. Όταν πεις ότι “εγώ είμαι ο μέγας, ο τρανός, ο διάσημος, ο διανοούμενος, ο συγγραφέας, ο φιλόσοφος, ο αρχιεπίσκοπος”, τότε είσαι κάτω από το μηδέν. Όταν πεις ότι “θέλω αυτό το τίποτα,” όταν πεις ότι “θέλω αυτό το ‘ακατάληπτο’, το ξέρω ότι υπάρχει και με γοητεύει”. Γιατί; Διότι το “καταληπτό” δεν είναι εδώ, είναι αλλού. Και το “καταληπτό” δεν βασίζεται στην ανθρώπινη δύναμη. Βασίζεται κάπου αλλού. Όταν τα πεις όλα αυτά, κάνεις αρχή επιγνώσεως και πνευματικής προόδου.

Απ’ αυτό λοιπόν παίρνω αφορμή, από τον κ. Βασιλακάκο, για να πω μόνο δυο λέξεις που με κάνανε να φιλοσοφήσω και να αισθανθώ πάρα πολύ όμορφα. Να ξεφύγω λίγο απ’ τα διοικητικά, τα οποία με έχουνε πνίξει κι εμένα κ. Βασιλακάκο, και να σκεφτώ λίγο ως άνθρωπος. Να σκεφτώ πώς ήταν τα χρόνια εκείνα που έκανα μάθημα στην Ιατρική Σχολή, που μαζευόντουσαν 300-350 άτομα κι έπρεπε να τελειώσουμε τρεις η ώρα το μάθημα, κι εμείς καθόμασταν μέχρι τις επτά το βράδυ. Γιατί μιλούσαμε, είχαμε απορίες. Και περνούσε η ώρα και δεν νιώθαμε ούτε πείνα ούτε δίψα, τίποτα. Και αυτοί που καπνίζανε δεν βγαίνανε έξω για τσιγάρο, γιατί μας άρεσε αυτό το πράγμα, το ζούσαμε. Αυτό λοιπόν μου φέρατε τώρα στο μυαλό. Σας ευχαριστώ πολύ.

Σας συγχαίρω όλους. Εύχομαι να έχετε την ευλογία του Θεού και να μου επιτρέψετε κ. Βασιλακάκο, εις ένδειξιν τιμής και αγάπης από την Ιερά Αρχιεπισκοπή, να σας προσφέρω ένα μικρό δώρο. Είναι μια εικόνα του Χριστού, με τη σφραγίδα της Αρχιεπισκοπής».

Με το πέρας της εκδήλωσης, οι παρευρισκόμενοι κλήθηκαν να “τιμήσουν” δεόντως τον πλούσιο μπουφέ με τα νηστήσιμα εδέσματα και τα αναψυκτικά. Παράλληλα, ο κ. Γ. Βασιλακάκος υπέγραφε το νέο του βιβλίο για τους αναγνώστες και φίλους της λογοτεχνίας.

Η εκδήλωση κράτησε έως αργά τη νύχτα.