«Ανεπαρκή σχεδιασμό» και «κακές αποφάσεις», σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο διακυβέρνησης, καταλογίζει μία «άγνωστη» έκθεση, για τα όσα συνέβησαν στην «Βασιλειάδα» Fakwner κατά την μοιραία έξαρση της πανδημίας το 2020, οπότε χάθηκαν δεκάδες ανθρώπινες ζωές, στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους ομογενείς.
Γίνεται λόγος, για «χαοτική, επικίνδυνη κατάσταση», στον ομογενειακό οίκο ευγηρίας, ενώ σύμφωνα με την The Age, οι κυβερνήσεις -της Βικτώρια και της Αυστραλίας- προσπάθησαν να «αποκρύψουν» από την κοινή γνώμη τα ευρήματα της έκθεσης αυτής, του Δρ Ian Norton, επικεφαλής κλινικού ιατρού του Κέντρου Διαχείρισης Οίκων Ευγηρίας στη Βικτώρια (Victorian Aged Care Response Centre).
Το Victorian Aged Care Response Centre, σημειώνεται, δημιουργήθηκε για τη συνεργασία πολιτειακών και ομοσπονδιακών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση της COVID-19 στα γηροκομεία της Βικτώριας.
Όπως αναφέρει η The Age -κι ο επικεφαλής ρεπορτάζ, Chip Le Grand- η έκθεση είναι ιδιαίτερα επικριτική για την απόφαση να απομακρυνθούν όλοι οι εργαζόμενοι της «Βασιλειάδας» κατά την κορύφωση της έξαρσης και να μείνει ο οίκος ευγηρίας χωρίς επαρκές προσωπικό, «μία κατάσταση που οδήγησε σε ορισμένες από τις πιο θλιβερές εικόνες ολόκληρης της πανδημίας».
Το άρθρο, μεταξύ άλλων, επισημαίνει:
Ο Δρ Norton, ειδικός, σε παγκόσμιο επίπεδο, για θέματα υγείας και έκτακτων αναγκών, ανέφερε ότι η απόφαση του επικεφαλής των Υπηρεσιών Υγείας της Βικτώριας, Brett Sutton, να απομακρύνει όλο το προσωπικό (σ.σ. από τη «Βασιλειάδα») ως στενές επαφές ήταν σωστή, αλλά η επιβολή της θα έπρεπε να έχει καθυστερήσει μέχρι οι εντολές του να μπορούν να εφαρμοστούν με ασφάλεια.
Υποστήριξε δε ότι σε εκείνο το στάδιο της έξαρσης στον οίκο ευγηρίας, οι ελλείψεις προσωπικού αποτελούσαν μεγαλύτερο υγειονομικό κίνδυνο για τους ηλικιωμένους από ό,τι ο ιός.
«Οποιοσδήποτε κλινικός ιατρός, συμπεριλαμβανομένου εμένα … θα είχε αναγνωρίσει ότι η απόφαση θα έπρεπε να έχει καθυστερήσει μέχρι να έχει επιτευχθεί ένα ελάχιστο επίπεδο ασφάλειας», έγραψε ο Δρ Norton, σε μία έκθεση που δεν είχε δημοσιευτεί έως τώρα και η οποία προετοιμάστηκε για την Ιατροδικαστική έρευνα σε σχέση με την έξαρση του 2020 στην «Βασιλειάδα».
«Μία σχετικά ελεγχόμενη κατάσταση, αν και με παραβιάσεις στον έλεγχο των λοιμώξεων που είχαν συμβεί περί τις δύο εβδομάδες νωρίτερα … μετατράπηκε σε χαοτική, επικίνδυνη κατάσταση, κατά την διάρκεια της οποίας η φροντίδα επιδεινώθηκε δραστικά, οι εξωτερικοί εργαζόμενοι (contractors) μολύνθηκαν και φαίνεται ότι δεν υπήρχε σαφή δομή διοίκησης ή συντονισμού».
Ο Δρ Sutton στα στοιχεία που κατέθεσε υπερασπίστηκε την απόφασή του και είπε ότι αν η διοίκηση της «Βασιλειάδας» είχε ενεργήσει ταχύτερα, βάσει της εντολής του, θα είχαν μολυνθεί λιγότεροι.
Ο Δρ Norton δεν ήταν «ανοιχτά επικριτικός» προς τον επικεφαλής των Υπηρεσιών Υγείας της Βικτώριας στην έκθεσή του, αλλά σε μία κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον Ιατροδικαστή και τον νομικό σύμβουλο, κατήγγειλε τη «δογματική», προσέγγιση «άσπρο-μαύρο» όσον αφορά στους κανόνες δημόσιας Υγείας, που ελήφθησαν.
Η έκθεση αυτή, αναφέρεται, προετοιμάστηκε μετά από αίτημα του Ιατροδικαστή της Βικτώριας, John Cain, ο οποίος διεξάγει έρευνα για τους δεκάδες θανάτους στην «Βασιλειάδα» το 2020 λόγω της COVID-19.
Η έρευνα αυτή, υπενθυμίζεται, δεν έχει ολοκληρωθεί από πέρυσι τον Δεκέμβριο. Πρόσφατα, ο Δικαστής Stephen O’ Mara του Supreme Court, αποφάσισε ότι θα πρέπει να καταθέσουν και ο πρώην πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της «Βασιλειάδας», Kon Kontis και η πρώην διευθύντρια νοσηλευτικών υπηρεσιών, Vicki Kos.
Ο κ. Kontis και η κυρία Kos, έλαβαν, σύμφωνα με την The Age, έξι εβδομάδες για να ασκήσουν έφεση.
Το άρθρο επεσήμανε ότι η έκθεση του Δρ Norton, «αμφισβητεί το δημόσιο αφήγημα της κρίσης, ότι οι ευθύνες κυρίως βαραίνουν στην αποτυχία των οίκων ευγηρίας να τηρήσουν το πρωτόκολλο για έλεγχο της μετάδοσης κι άλλων (οδηγιών) σε σχέση με την COVID».
Αναφορά γίνεται και στην «πορεία» της έρευνας του Ιατροδικαστή και τα όσα κατέθεσαν δεκάδες μάρτυρες ή καταγράφονται σε πολλές σελίδες εγγράφων και μελετών, σε σχέση με την έξαρση στον ομογενειακό οίκο ευγηρίας.
Μεταξύ άλλων, ειπώθηκε ότι η «Βασιλειάδα» δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για να «απαντήσει» σε μία έξαρση COVID, ότι υπήρξε επιδείνωση της κρίσης λόγω της αρχικής άρνησης να απομακρυνθεί το προσωπικό και στη συνέχεια λόγω της άρνηση βοήθειας στην «παράδοση» στους εργαζόμενους -αμφισβητήθηκε η επάρκεια τους, σε αριθμό και εμπειρία- που προήλθαν μετά από σύναψη συμβολαίων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Η WorkSafe, υπενθυμίζεται, τον περασμένο μήνα, άσκησε δίωξη στην «Βασιλειάδα» για 9 παραβιάσεις του νόμου περί υγείας και ασφάλειας στην εργασία (Occupational Health and Safety Act) για τη μοιραία έξαρση της COVID-19 το 2020.
Αυτή η υπόθεση προγραμματίστηκε να «επανέλθει» ενώπιον της Δικαιοσύνης τον Δεκέμβριο του 2022.
Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Κερασούντος κ. Ευμένιος, πρόεδρος του νέου Διοικητικού Συμβουλίου της «Βασιλειάδας» -το οποίο διορίστηκε μετά τη μοιραία έξαρση- ανέφερε πρόσφατα στον «Νέο Κόσμο» ότι η νέα διοίκηση του οίκου ευγηρίας ακολουθεί όλες τις συστήσεις και τις κατευθυντήριες οδηγίες που έχουν δώσει οι επίσημες Αρχές ως προς τη λειτουργία και συνεργάζονται με αυτές, καθώς προχωρούν οι νομικές διαδικασίες.
O Δρ Norton, πρόσθετε η The Age, επισήμαινε στην έκθεσή του ότι η πιο «κομβική αποτυχία» στην «Βασιλειάδα» ήταν μία καθυστέρηση 8 ημερών από το πρώτο γνωστό κρούσμα, στις 9 Ιουλίου 2020 και την γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων ομαδικών εξετάσεων στον οίκο ευγηρίας, που έδειξαν ότι νοσούσαν 17 άτομα από το προσωπικό και 11 ηλικιωμένοι.
Η καθυστέρηση αυτή περιγράφεται ως η «βασική αιτία» (root cause) της «καταστροφής» και προέκυψε από μία «κατάρρευση επικοινωνίας» μεταξύ των κρατικών και ομοσπονδιακών υπηρεσιών Υγείας και της αρμόδιας ρυθμιστικής Αρχής (Aged Care Quality and Safety Commission).
«Βρήκα ότι υπήρχε ανεπαρκής προετοιμασία για την αντιμετώπιση της COVID-19 σε οίκους ευγηρίας με τροφίμους στην Βικτώρια, από την ομοσπονδιακή και την πολιτειακή κυβέρνηση, ειδικά σε σχέση με την συνεργασία μεταξύ των δύο επιπέδων διακυβέρνησης», σημειώνει ο Δρ Norton.
Έκανε λόγο για «αντικρουόμενες οδηγίες» για το τι έπρεπε να γίνει σε περίπτωση έξαρσης και είπε ότι δεν υπήρχε μία σαφή γραμμή επικοινωνίας, αν αυτή συνέβαινε.
Ο Δρ Norton βρήκε ακόμη ότι η προετοιμασία στην «Βασιλειάδα» ήταν «συγκρίσιμη με άλλους οίκους ευγηρίας στην Βικτώρια τότε».
Η The Age γράφει ότι ο Δρ Norton είχε κληθεί να καταθέσει στην Ιατροδικαστική έρευνα, ως ειδικός, τον περασμένο Δεκέμβριο, αλλά πριν μιλήσει για τα ευρήματά του, τα στοιχεία του «κόπηκαν» από ενστάσεις από δικηγόρους των Υπουργείων Υγείας, σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο.
Οι ενστάσεις, αναφέρεται στο άρθρο, υποστηρίχθηκαν κι από την συνήγορο των οικογενειών τροφίμων της «Βασιλειάδας», που έκανε λόγο για «μεροληψία» και «σύγκρουση συμφερόντων».
Η δικηγόρος, διευκρινίζεται, ανήκει στην ομάδα της Carbone Solicitors, η οποία έχει κινήσει και τη νομική διαδικασία για μαζική αγωγή των συγγενών θυμάτων.
Ο Δρ Norton, μιλώντας στην The Age, υποστήριξε ότι θα κατέθετε ενώπιον του Ιατροδικαστική ως ανεξάρτητος ειδικός και ότι σε καμία περίπτωση δε θα μεροληπτούσε. «Συμφώνησα να το κάνω επειδή ήλπιζα ότι θα μπορούσα να αλλάξω το σύστημα για τα καλά», είπε.
Ο Ιατροδικαστής Cain, αρχικά απέρριψε το αίτημα να μην συμπεριληφθούν τα στοιχεία του Δρ Norton, αλλά αργότερα συμφώνησε ότι δε θα κληθεί ως μάρτυρας και ότι η αναφορά του θα πρέπει να αφαιρεθεί από τα σχετικά δικαστικά έγγραφα.
Εκείνοι που ζήτησαν να «παραμείνει» η έκθεση του Δρ Norton, ανέφερε η The Age, ήταν οι δικηγόροι του κ. Kontis και της κυρίας Kos, αλλά δίχως επιτυχία.
Στο άρθρο σημειώνεται τέλος ότι τα ευρήματα της έκθεσης του Δρ Norton εμπεριέχονται στο βιβλίο Lockdown, του Chip Le Grand (Monash University Publishing), για το τι συνέβη εν μέσω πανδημίας στη Μελβούρνη.