«Κι απ΄το θάνατο ακόμα, πιο πικρή, είσαι προσφυγιά»
Κάθε προσφυγιά είναι πικρή, κάθε πόλεμος φριχτός, όλα τα κακά τα έχει ο πόλεμος, κάθε πόλεμος, όπου κι αν γίνεται είναι κόλαση, είναι φρίκη.
Ευλαβικά η μνήμη μας σταματάει να αποτίει φόρο τιμής στην προσφυγιά της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Στην μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη η ελληνική φυλή στην νεότερη ιστορία της.
Ακραία οδυνηρά γεγονότα οδήγησαν σε αυτή τη μεγάλη συμφορά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Ο πικρός διχασμός μεταξύ Βασιλικών–Βενιζελικών, η προδοσία των συμμάχων μας. όπλισαν και ώθησαν την Τουρκία σε αυτό το μεγάλο έγκλημα, τον ξεριζωμό των Ελλήνων από την πανάρχαια {Ελληνική Εστία} όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι ακόμη δεν είχαν εμφανιστεί, ο Ελληνικός πολιτισμός άνθιζε στα παράλια της Ιωνίας, αιώνες πριν {1.100 – 700 π.Χ.}.
Ο πρώτος ελληνικός αποικισμός δημιουργήθηκε από τους Αιολείς και τους Ίωνες και στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, όπου άνθισε ο λαμπρός Ποντιακός Πολιτισμός με την Δυναστεία των Κομνηνών στα μετέπειτα βυζαντινά χρόνια.
Ο Εύξεινος Πόντος μια πολύ πλούσια περιοχή όταν κατοίκησαν Έλληνες, από το όνομα που είχε {Άξεινος} -δηλαδή ξένος- έγινε Εύξεινος με την ελληνική παρουσία στην περιοχή.
Και καθώς αναπολούμε τη ματωμένη αυτή σελίδα της φυλής μας, η μνήμη τρέχει εκεί, στις χαμένες αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Όλοι μας, λίγο-πολύ ξέρουμε γι’ αυτή την μελανή σελίδα, την ματωμένη, την βασανισμένη καμπή της φυλής μας, όσοι -είναι/ είμαστε απόγονοι της κληρονομιάς εκείνης, αλλά και μη απόγονοι, όλοι γνωρίζουμε για την μεγάλη συμφορά της ελληνικής εκείνης γης.
Σκοπός αυτού του ταπεινού κειμένου, δεν είναι η ιστορική αναφορά –άλλωστε αρμόδιοι είναι οι ιστοριογράφοι με πλήρεις αναφορές της γενεοκτονίας τον Ποντίων και τον ξεριζωμό της Ιωνίας- πλην, όμως, σκοπό έχει να θυμηθούμε όλοι μας, την σκληρή πραγματικότητα, τον πόνο, την συμφορά, της ταλαίπωρης εκείνης γενιάς του 1922.
Άφησαν πίσω τους όλο τους το βιος, Κοιμητήρια με τα οστά των προγόνων τους, ένα ολόκληρο πολιτισμό, όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν από τη μανία των τσετών, όσοι απόμειναν από τις αποδεκατισμένες οικογένειες, με την ψυχή στο στόμα, κρατώντας βρέφη στην αγκαλιά και γέροντες γονείς από τη μασχἀλη, κοίταζαν με αγωνία στην παραλία, με λαχτάρα να τους σώσει κάποιο πλοίο των συμμάχων … φρικτή ειρωνία … είχαν τα ώτα βουλωμένα … σφιχτοκλεισμένα να μη ακούνε την αλοφροσύνη του πλήθους που έτρεχε αλαφιασμένο, εκλιπαρώντας για σωτηρία…
… Πού να βρίσκεται ο πατέρας; Ψάχνει η μάνα για παιδιά
μας εσκόρπισε ο αέρας, σε άλλη γη, σ΄άλλη στεριά…
Μόνο λιγοστά εμπορικά καράβια άνοιξαν την αγκαλιά τους να δεχτούν το αλαφιασμένο πλήθος που τρελό, αλλόφρων, από φόβο σκαρφάλωνε με κάθε τρόπο να σωθεί.
Πάνε, κι έρχονται καράβια, φορτωμένα προσφυγιά…
Βάψαν τα πανιά τους μαύρα, τα κατάρτια τους μαβιά
Όπως λέει και το τραγούδι…
Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα θα ριζώσεις τώρα πια;
Κι απ΄τον θάνατο ακόμα, πιο πικρή είσαι προσφυγιά …
… Θολώνει το μάτι, παραφρονεί ο λογισμός, φρίκη , πόνος, καπνός, αίμα, σπαραγμός, οικογένειες αποδεκατίστηκαν, άμοιρη Ρωμιοσύνη, τι σου έγραψε η μοίρα σου…
Εκεί κάτω στην προκυμαία της άμοιρης Σμύρνης, ω Θεέ μου, στα γαλανά της νερά, παίχτηκε το μεγαλύτερο απεχθές έγκλημα της νεοτέρας ιστορίας του έθνους μας.
…Αγκυροβολημένα πλοία με σημαίες των συμμάχων μας, με αναλγησία και απάθεια έβλεπαν τον αποδεκατισμό των Ελλήνων και σιωπούσαν…
Και οι ψαρόβαρκες… και τα μικρά καραβάκια…και οι ψαράδες από τα νησιά του Αιγαίου σύντρεξαν στην σπαρακτική κραυγή του λαού, με κίνδυνο της δικής τους ζωής, έσωσαν συνανθρώπους τους, τους μετέφεραν τα κοντινότερα νησιά, Λέσβο, Χίο, Σάμο, στον Πειραιά, στην Θεσσαλονίκη, και στην Κρήτη -στο Ρέθυμνο έγινε υποδοχή των προσφύγων- και σε όλα τα λιμάνια της πατρίδας μας.
…Άνοιξε η μητέρα Ελλάδα την στοργική της αγκαλιά, λούφαξε η προσφυγιά, σκούπησε το πικρό της δάκρυ, έζησε, ανδριώθηκε, ορθοπόδησε και δημιούργησε.
Σε κάθε γωνία της Ελλάδας ρίζωσε και μεγαλοὐργησε το Μικρασιατικό στοιχείο, έπνιξε τον πικρό πόνο, έσκυψε στη γη, την πότισε με αγνό ιδρώτα, σεβάστηκε και εκτίμησε αυτή τη νέα πατρίδα, αλλά… δεν ξέχασε, δεν ξέχασε ποτέ, μα ποτέ, την γη των προγόνων…τις χαμένες, αλησμόνητες πατρίδες.
Και όταν τις κρύες μέρες του χειμώνα συνάζονταν οι πρόσφυγες, παρέα, αναπολούσαν τη χαμένη τους πατρίδα, τότε το δάκρυ γίνονταν τραγούδι, τα όμορφα Σμυρνέικα τραγούδια γίνονταν νανούρισμα γλυκών ονείρων…και τους μετέφερε σε άλλες ευτυχισμένες εποχές…στα γαλανά νερά του Πόντου, του βοσπόρου, της Σμύρνης – της μαρτυρικής των δύο διωγμών ιστορικής Φώκαιας.
Έμειναν μόνα τα οστά, στα ερειπωμένα κοιμητήρια.
όμως η μνήμη τους, ευλαβικά γυρνά κι ανάβει τα καντήλια …