Η παρακάτω ιστορία γράφτηκε από κοινού από τη Sophia Xeros-Constantinides και τη Miria Cambel (το γένος Mirianthi Kassianides “Cass”) προς τιμήν των προγόνων τους από την πλευρά της μητέρας τους, Bayliss και Evdokia Xeros, και αντίστοιχα, Aristides και Anastasia Kampaklis (Campaclis ‘Camp’), αλλά και της προγονικής τους πατρίδας, της Σμύρνης – το “κόσμημα της Ανατολής”.
“‘Όποιος έχει κατοικήσει εκεί, τη νοσταλγεί σε άλλους τόπους και αναστενάζει για τους αμπελώνες και τους ελαιώνες, τις βίλες και τα ερείπια, την υπέροχη αύρα και τις κοπέλες της Σμύρνης με τα λαμπερά μάτια”- SG Benjamin Ο Τούρκος και ο Έλληνας (1867)
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας από τη πλευρά της μητέρας μας ήταν ελληνικής καταγωγής, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα Βουρλά (σήμερα Urla), στη Μικρά Ασία, κοντά στο κοσμοπολίτικο κέντρο της Σμύρνης (σήμερα Izmir). Οι οικογένειές τους είχαν εγκατασταθεί εκεί γενεές νωρίτερα, δημιουργώντας τις πατρογονικές τους εστίες και την πολιτιστική τους κληρονομιά, στο πλαίσιο της ελληνικής διασποράς που εκτεινόταν γύρω από τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους.

Για τον παππού και τη γιαγιά της Sophia, τον Bayliss και την Evdokia, η πρώτη τους συνάντηση ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Όταν την είδε για πρώτη φορά, εκείνη κατέβαινε από μια άμαξα στο δρόμο. Ο Bayliss ορκίστηκε στους φίλους του ότι μια μέρα θα την παντρευόταν, πράγμα που έκανε. Είχε ένα οινοπωλείο και κατοικούσε σ’ ένα σπίτι με μαρμάρινους κίονες στην ελληνική συνοικία της Σμύρνης. Έκαναν οικογένεια μέσα στον ίδιο χρόνο και η κόρη τους Ελευθερία (“Liberty”) γεννήθηκε γύρω στο 1921. Η ζωή τους και το μέλλον τους διαγραφόταν πλούσιο και λαμπερό.
Ο παππούς και η γιαγιά της Miria ήταν ο Aristides και η Anastasia Kampaklis, οι οποίοι είχαν τέσσερις γιους,τους Nicholas, Yiannis (Jack), Omiros και Efthimios (Jim), και μια κόρη την Hermione (Mary – μητέρα της Miria).
Ο Aristides ήταν έμπορος και διατηρούσε ταβέρνα στην προκυμαία της Σμύρνης. Ήταν ένας εργατικός άνθρωπος που βοηθούσε επίσης την ευρύτερη οικογένεια με την καλλιέργεια της γης. Ο πατέρας του είχε αλευρόμυλους και ο Aristides έμαθε πώς να αλέθει το σιτάρι σε αλεύρι και να ψήνει ψωμί. Είχε μια μικρή βάρκα και ταξίδευε τακτικά στα ελληνικά νησιά απέναντι για να πουλήσει τα προϊόντα του.
Η Anastasia ήταν μια καταξιωμένη νεαρή γυναίκα, η οποία είχε ολοκληρώσει δύο χρόνια στο γυμνάσιο πριν από το γάμο της. Ήταν περιζήτητη δασκάλα για τα παιδιά της περιοχής και τους μάθαινε να διαβάζουν και να γράφουν ελληνικά. Όσο ο Aristides έλειπε από το σπίτι, φαίνεται ότι περνούσε τις μέρες της με την πεθερά της και τους φίλους της, συμπεριλαμβανομένης και της Evdokia, στα Βουρλά. Η κοινωνική ζωή επικεντρωνόταν γύρω από την ελληνορθόδοξη εκκλησία και τις ονομαστικές γιορτές.
Συγγενείς και φίλοι συγκεντρώνονταν για να μοιραστούν τη σμυρνέικη κουζίνα, και τραγουδούσαν και χόρευαν παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια. Πάντα πρόσφεραν γλυκό του κουταλιού στους μουσαφίριδες μαζί μ’ έναν μικρό τούρκικο καφέ. Η Σμύρνη ήταν ένα πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο που είχε αναπτυχθεί χάρη στη συνύπαρξη πολλών φυλών, θρησκειών, πολιτισμών στην ίδια περιοχή. Το λιμάνι άκμαζε και στην εμπορική πόλη κατοικούσαν μαζί ειρηνικά Έλληνες, Αρμένιοι, Λεβαντίνοι, Γάλλοι, Αμερικανοί, Τούρκοι, Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι.
Τα δροσερά βράδια, ζευγάρια και οικογένειες έκαναν περίπατο κατά μήκος της γραφικής προκυμαίας με την εντυπωσιακή νεοκλασική αρχιτεκτονική, συζητώντας με άλλους και απολαμβάνοντας μια ζωή αφθονίας. Γύρω από το λιμάνι της πόλης υπήρχε μια πλούσια, εύφορη γη, την οποία καλλιεργούσαν οι πρόγονοί μας, δίνοντας καρπούς εσπεριδοειδών, σύκων, σταφυλιών, ελιών, καπνού, σιταριού και μεταξιού.
Ωστόσο, αυτή η ειδυλιακή ζωή σύντομα κατέρρευσε με τη λεηλασία και την πυρπόληση της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922, όπου χριστιανοί Έλληνες και Αρμένιοι, διώχθηκαν και σκοτώθηκαν, με αποκορύφωμα το καταστροφικό κύμα εθνοκάθαρσης. Στα τέλη Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, ένας φίλος του Aristides, που ήταν Τούρκος αξιωματούχος της κυβέρνησης, και ο οποίος σύχναζε στην ταβέρνα του, προειδοποίσε τον Aristides ότι τα πολιτικά πράγματα θα χειροτέρευαν σύντομα. Ήταν κατηγορηματικός ότι ο Aristides έπρεπε να πάρει την οικογένειά του και να φύγει χωρίς καθυστέρηση. Ο Aristides μάζεψε την οικογένειά του από τα Βουρλά, τους έβαλε νύχτα σε ένα μικρό καΐκι (ιστιοφόρο) και ξεκίνησε για το νησί της Σάμου, όπου κρύφτηκαν στα βουνά για τριάντα ημέρες μέχρι να μπορέσουν να πάρουν ένα πλοίο της γραμμής για την ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο Bayliss είχε επίσης προειδοποιηθεί από στενούς Τούρκους φίλους του. Λίγο πριν την πυρπόληση της πόλης, κλείδωσε το σπίτι του και το οινοπωλείο, πήρε την Evdokia και το μωρό (μαζί με το θυμιατήρι, το χρυσό ρολόι, τα βραχιόλια και τις εικόνες τους), έθαψε τα κλειδιά για όταν θα μπορούσαν να επιστρέψουν και διέφυγαν με πλοίο προς την Αθήνα, φοβούμενοι για τη ζωή τους.
Στην Αθήνα, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, ως πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, αισθάνθηκαν ανεπιθύμητοι καθώς οι ντόπιοι Έλληνες τους αποκαλούσαν ξένους, κι ας ήταν Έλληνες της Ιωνίας. Δυστυχώς, ο Bayliss και η Evdokia έχασαν τη μικρή τους Elephtheria από πνευμονία στο υπόγειο όπου ζούσαν.
Ο Aristides είχε ξεκινήσει να εργάζεται σε μια επιχείρηση αποθήκευσης σιτηρών, όταν ξαναβρέθηκε με τον Bayliss σε ένα καφενείο. Ένας συμπατριώτης τους τους έπεισε ότι θα έπρεπε να σκεφτούν ένα μέλλον στην Αυστραλία, στον “κάτω κόσμο” καθώς είχε πολλές ευκαιρίες για τους μετανάστες που ήταν πρόθυμοι να εργαστούν σκληρά, και είχε τα πλεονεκτήματα ότι ήταν μακριά από τους πολέμους της Ευρώπης, καθώς και ότι δεν χρειαζόταν επιστράτευση.

Mαζί στην Αθήνα, οι οικογένειες Kampaklis και Xeros πήραν τη γενναία απόφαση να μεταναστεύσουν ως πρόσφυγες στην Αυστραλία. Τον Αύγουστο του 1924, επιβιβάστηκαν στο ιταλικό πλοίο Carignano στον Πειραιά, με προορισμό τη Μελβούρνη. Το πλοίο τους αγκυροβόλησε τελικά στη Μελβούρνη στην προβλήτα Station Pier.
Ήταν 7 Νοεμβρίου 1924 -Ημέρα του Κυπέλλου Μελβούρνης- και η πόλη ήταν ήσυχη. Οι οικογένειες νόμιζαν ότι επρόκειτο για θρησκευτική αργία. Το ταξίδι για την Αυστραλία είχε διαρκέσει τρεις μήνες και οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Η εγκυμοσύνη της Evdokia ήταν προχωρημένη και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και ο επτάχρονος Omiros είχε αρρωστήσει από πνευμονία.
Κατά την άφιξή τους στο Station Pier, τις οικογένειες υποδέχθηκε ένας συμπατριώτης τους, ο George Heliotis (Helos), ο οποίος τους μετέφερε σε ένα ενοικιαζόμενο ακίνητο στην οδό Eastern Road 30 στο South Melbourne, ένα προάστιο όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί πολλές ελληνικές οικογένειες. Ωστόσο, ο άρρωστος Omiros δεν μπόρεσε να συνοδεύσει τους γονείς του, καθώς αμέσως μετά την άφιξή του τέθηκε σε καραντίνα και εισήχθη στο νοσοκομείο λοιμωδών νοσημάτων Fairfield, στην οδό Yarra Bend, στο Fairfield, όπου και πέθανε τρεις μέρες αργότερα.
Τη δεκαετία του 1920 υπήρχε ελάχιστη υποστήριξη για τους νέους μετανάστες στην Αυστραλία. Δεν υπήρχαν διερμηνείς, μαθήματα αγγλικών ή κυβερνητική βοήθεια. Η Μεγάλη Ύφεση πλησίαζε και οι θέσεις εργασίας για τους μετανάστες ήταν ελάχιστες στην πόλη, οπότε ο Bayliss ταξίδεψε μέχρι τη Mildura για να προσπαθήσει να βρει δουλειά ώστε να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά του.
Επέλεξε τη Mildura γιατί ήταν κέντρο της βιομηχανίας αποξηραμένων φρούτων και ήταν αρκετοί μετανάστες που δούλευαν εκεί. Επιπλέον, το κλίμα ήταν παρόμοιο με αυτό της Σμύρνης και εκεί φύτρωναν αμπελώνες και εσπεριδοειδή, με τα οποία ο Bayliss και η οικογένειά του ήταν εξοικειωμένοι από την πατρίδα τους στη Μικρά Ασία.
Εν τω μεταξύ, πίσω στη Μελβούρνη, άρχισαν οι πόνοι του τοκετού για την Evdokia που βρισκόταν χωρίς τον σύζυγό της. Η Anastasia τρέχοντας στο δρόμο παρακαλούσε σε σπαστά αγγλικά για βοήθεια για να μεταφερθεί η Evdokia στο νοσοκομείο. Η Evdokia έφερε στον κόσμο το δεύτερο μωρό της, τον Nicholas, στο Royal Melbourne Hospital στις 6 Δεκεμβρίου 1924 – μόλις τέσσερις εβδομάδες μετά την αποβίβασή της στη Μελβούρνη. Μετά τον τοκετό, η Evdokia μετακόμισε στη Mildura για να συναντήσει τον σύζυγό της, ο οποίος είχε βρει εκεί αγροτική εργασία στο WB Chaffey.
Μέσα στον ίδιο χρόνο, οι δυο οικογένειες ξαναέσμιξαν, καθώς και ο Aristides βρήκε δουλειά στη Mildura. Ζούσαν μαζί οι δύο οικογένειες στο ίδιο μικρό σπίτι από λαμαρίνα, υπό αρκετά πρωτόγονες συνθήκες.
Η Evdokia και η Anastasia μεγάλωναν τα παιδιά τους, ενώ μαγείρευαν, καθάριζαν, κεντούσαν και έπλεκαν μαζί. Αυτή η συντροφικότητα τους παρείχε την υποστήριξη που είχαν όλοι ανάγκη. Κάτω από τα αστέρια, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας θυμήθηκαν την πατρίδα δίνοντας φωνή στο θρήνο τους μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι.
Η Evdokia και η Anastasia ήταν και οι δύο ικανές και ανθεκτικές γυναίκες που αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις συχνά δύσκολες περιστάσεις και τις τραγικές απώλειες της ζωής τους. Δεν υπήρχε αντισύλληψη και ήταν σύνηθες για τις γυναίκες να έχουν πολλές εγκυμοσύνες και επίσης πολλές αποβολές. Η Evdokia κυοφόρησε άλλες δώδεκα φορές, αλλά συνολικά μόνο πέντε από τα μωρά της έφτασαν την ενηλικίωση. Τα παιδιά αυτά ήταν οι Nicholas (Nick), Odyssea (Ulysses or John), George, η μητέρα της Sophia, η Maria, και η Eleptheria (Liberty ή Libby).

Η Anastasia, από την άλλη, είχε έντεκα εγκυμοσύνες, αλλά μόνο τέσσερα από τα παιδιά της κατάφεραν να φτάσουν στην ενηλικίωση. Το 1925, μέσα σε δώδεκα μήνες από την άφιξή της στη Μελβούρνη, η Anastasia γέννησε μια κόρη, την Eleni.
Δυστυχώς, η Eleni πέθανε σε βρεφική ηλικία μετά από ατύχημα που προκλήθηκε από εισπνοή καυστικής σόδας μέσα στο κοινό τους σπίτι στη Mildura. Μετά από αυτήν την τραγωδία, η οικογένεια Kampaklis επέστρεψε στη Μελβούρνη και δυστυχώς οι οικογένειες έχασαν επαφή μεταξύ τους – αν και αργότερα στη ζωή της η Anastasia ζήτησε να ξανασμίξει με την Evdokia.
Πολλά εγγόνια και δισέγγονα ακολούθησαν και από τις δύο πλευρές, και οι εγγονές τους, η Miria και η Σοφία, ήρθαν μαζί για να αφηγηθούν τις εκπληκτικές ιστορίες επιβίωσης, θάρρους και τις μερικές φορές επίπονες εμπειρίες της ζωής τους στο ταξίδι από την αγαπημένη τους Σμύρνη μέχρι το Station Pier της Μελβούρνης, για να χτίσουν για τους ίδιους και τα παιδιά τους ένα μέλλον με προοπτική.
*Η ιστορία αυτή δημοσιεύθηκε αρχικά από τη Lella Cariddi και την Multicultural Arts Victoria.