Αρκετά ενδιαφέροντα και επιτακτικά είναι τα ζητήματα που ανέδειξε ο Δρ Αντώνης Πιπέρογλου, Λέκτορας Παγκόσμιας Διασποράς στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, στη διάλεξή του που έδωσε την Πέμπτη το βράδυ, στη σειρά των Σεμιναρίων που προσφέρει η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, στο Ελληνικό Κέντρο.

Αφορούν τη γενικότερη ρατσιστική ρητορική σε βάρος συγκεκριμένων εθνοτικών μειονοτήτων, αλλά και κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων, εκ μέρους αρκετών και υψηλά ιστάμενων φορέων και παραγόντων της δημόσιας ζωής τόσο στην Αυστραλία όσο και στις ΗΠΑ, χώρες με τεράστια μεταναστευτική ιστορία και υπόσταση.

Στη διάλεξη που είχε τον τίτλο “Τα παιδιά μου ακόμα αποκαλούνται ντάγκος” («My kids are still called dagoes”: historical responses to an irksome racial slur»), ο Δρ Πιπέρογλου, μέσα από παραδείγματα τόσο στον αγγλόφωνο Τύπο όσο και σε μια σειρά άλλων εκφάνσεων της καθημερινής ζωής, ειδκότερα μεσα από τον χώρο των Τεχνών και της Διαφήμισης, κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων, έδωσε στο κοινό να κατανοήσει ότι οι φυλετικές συκοφαντίες εξακολουθούν να διαποτίζουν τη δημόσια λαϊκή μας γλώσσα.

Ο Δρ Αντώνης Πιπέρογλου, Λέκτορας Παγκόσμιας Διασποράς στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Φώτο: Supplied

Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Αυστραλία, αρκετές ομάδες μεταναστών συχνά χαρακτηρίζονταν ως «ντάγκο» (dago) και/ή «γουόγκ» (wog). Οι όροι «dago» και «wog» ήταν υποτιμητικές και φυλετικές συκοφαντίες προκατάληψης που τοποθετούσαν τους μετανάστες από τις χώρες της Μεσογείου (Έλληνες, Ιταλούς, Ισπανούς, Τούρκους και Λιβανέζους) ως επισφαλείς πολίτες σε κάθε έθνος, η υπόσταση και δημιουργία του οποίου έχει στηριχθεί απαρέγκλιτα στην αποικιοκρατία και την πολιτική της “λευκότητας” (whiteness).

Συνέδεσε, επίσης, το όλο αφήγημα και με την όλη πολιτική όσον αφορά τους ιθαγενείς αλλά και την εκμετάλλευση των μεταναστών ως φτηνής εργατικής δύναμης στις καπιταλιστικές συνθήκες ανάπτυξης.

Παρά την απανταχού παρουσία αυτών των φυλετικών συκοφαντιών, ελάχιστη ιστορική προσοχή έχει δοθεί σε αυτές, ενώ οι σύγχρονες συζητήσεις για τις φυλετικές συκοφαντίες συχνά στερούνται ιστορικού πλαισίου και βάθους.