Ο πατέρας μου, Nicholas, γεννήθηκε πριν από 100 χρόνια σχεδόν, το 1923. Ήταν το πρώτο παιδί του Παρασκευά και της Λευκής Παγώνη και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην κυπριακή κωμόπολη Αραδίππου, κοντά στο λιμάνι της Λάρνακας. Ο Nick, όπως ήταν γνωστός σε όλους, έζησε την εφηβεία και την ενηλικίωσή του στη Μελβούρνη.
Ο Nick Pagonis συνέβαλε σημαντικά σε πολιτικές που αφορούσαν τον βιομηχανικό κλάδο κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ως αντιπρόσωπος του συνδικάτου στην Commonwealth Aircraft Corporation – όπου, μεταξύ άλλων, βοήθησε στην επέκταση της παραγωγής του Avon Sabre της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας της Αυστραλίας (RAAF).
Όταν συνταξιοδοτήθηκε έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παροχή φροντίδας σε ηλικιωμένους Ελληνοαυστραλούς. Πέθανε από καρκίνο πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ήταν 83 ετών.

Το οικογενειακό μας όνομα “Παγόνης” ήταν στην πραγματικότητα παρατσούκλι του προπάππου μου, Νικόλα Μιχαηλά. Ήταν ένας περήφανος άνθρωπος που σφύριζε φάλτσα στο δρόμο για τη δουλειά του στα χωράφια έξω από την Αραδίππου οπότε τον αποκαλούσαν “ο Παγόνης”, που σημαίνει παγόνι, και μέσα σε μια γενιά έγινε το επίσημο οικογενειακό όνομα!
Όταν ο πατέρας μου Nick ήταν τριών ετών, ο παππούς μου Παρασκευάς μετανάστευσε στην Αυστραλία αναζητώντας μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά του. Ταξίδεψε μόνος του σχεδιάζοντας να κερδίσει γρήγορα αρκετά χρήματα για να τον ακολουθήσει σύντομα η νεαρή οικογένειά του – η σύζυγός του Λεύκη και οι δύο γιοι του, Nick, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Βαρνάβα. Η απροσδόκητη Μεγάλη Ύφεση επηρέασε δραματικά τα σχέδια της οικογένειας, και χρειάστηκαν άλλα εννέα χρόνια για να συγκεντρώσουν τους οικονομικούς πόρους για να ξανασμίξουν.
Επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Αραδίππου όταν ήμουν 23 χρόνων το 1975- και ξανά με τον θείο μου Βαρνάβα το 1989. Κατά το τέλος τη δεκαετίας του 1920 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι δυσκολίες που υπέστη η οικογένεια κατά τη διάρκεια αυτών των διαμορφωτικών χρόνων επηρέασαν δια βίου τις αξίες και τη φιλοσοφία ζωής του πατέρα μου, φυτεύοντας μέσα του μία βαθιά αίσθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η γιαγιά μου Λεύκη, και οι νεαροί γιοι της Nick και Βαρνάβας ζούσαν με το εισόδημα που κέρδιζε η γιαγιά μου ως μοδίστρα σε μια τοπική οικονομία που βασιζόταν κυρίως στην ανταλλαγή. Κάποια στιγμή η εφορία κατάσχεσε τη ραπτομηχανή της ως αντάλλαγμα για τους απλήρωτους φόρους- αλλά οι χωρικοί συσπειρώθηκαν για να καταβάλουν την πληρωμή και να ανακτήσουν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού της.

Όταν έσμιξε ξανά η οικογένεια επιτέλους στη Μελβούρνη, τα αδέλφια που γεννήθηκαν στην Αυστραλία, οι θείοι μου Jim και George, γεννήθηκαν με γρήγορη διαδοχή, καθώς η οικογένεια εδραιωνόταν στη νέα ζωή στο Carlton. Ο Nick ανταποκρίθηκε στις προκλήσεις που αντιμετώπισε κατά την άφιξή του στην Αυστραλία, και χωρίς να γνωρίζει την αγγλική γλώσσα, ξεκίνησε να παρακολουθεί το πρώην δημοτικού σχολείο που βρισκόταν στην οδό Faraday, στη γωνία της Swanston.
Από την αυλή του σχολείου, απέναντι από την Swanston Street, μπορούσε να δει την πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης. Τον θυμάμαι να μου λέει συχνά ότι θα έδινε το δεξί του χέρι για την ευκαιρία να πάει στο πανεπιστήμιο. Συνέχισε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του δυναμικά, βάζοντας στόχους, στο Τεχνικό Γυμνάσιο του Collingwood στην οδό Johnson Street (που σήμερα φιλοξενεί το πολιτιστικό κέντρο Collingwood Yards).
Κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του ’40, οι νεαροί Nick και Βαρνάβας βοηθούσαν στις οικογενειακές επιχειρήσεις των γονέων τους -πρώτα στο Cyprus Cafe στην οδό Lygon κοντά στο Trades Hall, το οποίο αργότερα αποκτήθηκε υποχρεωτικά για το Ταχυδρομείο του South Carlton (αριθ. 113-119)- και στη συνέχεια στο Limassol Cafe, στην οδό Russell 264, λίγες πόρτες πιο πάνω από το Ελληνικό Κέντρο Σύγχρονου Πολιτισμού. Το Limassol Cafe έγινε στη συνέχεια το κινέζικο εστιατόριο “Little Lamb”. Η σύντροφός μου Julie και εγώ πήγαμε εκεί για ένα γεύμα πριν από μερικά χρόνια – όπου στον επάνω όροφο ήταν κάποτε η κρεβατοκάμαρα του πατέρα μου και των θείων μου!
Αυτά ήταν τα πρώτα κυπριακά καφέ που άνοιξαν στη Μελβούρνη. Πολλοί νεοαφιχθείς Κύπριοι, τόσο ελληνικής όσο και τουρκικής καταγωγής, που κατέβαιναν τότε από τα μεταναστευτικά πλοία στις προβλήτες Princes και Station Piers, θα θυμούνται ότι τις πρώτες νύχτες από την άφιξή τους στην Αυστραλία, έμεναν στο πάνω όροφο του “The Limassol” μέχρι να βρουν ένα πιο μόνιμο κατάλυμα.

Για πολλούς, εκείνες οι πρώτες μέρες που ανθούσε η κυπριακή κοινότητα στη Μελβούρνη, το Limassol Café ήταν το κοινωνικό τους κέντρο. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τοπική κυπριακή κοινότητα αριθμούσε μόλις 600 άτομα.
Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών και μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο πατέρας μου κατατάχθηκε στη Βασιλική Αυστραλιανή Αεροπορία (RAAF) το 1942 και τοποθετήθηκε σε διάφορες βάσεις στην ανατολική Αυστραλία. Η πρώτη του απόσπαση στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην περιοχή του Ειρηνικού το 1945, ακυρώθηκε απότομα μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα. Στη RAAF, και μέσω περαιτέρω σπουδών στο RMIT (τις οποίες συνέχισε στη μετέπειτα ζωή του) ξεκίνησε αυτό που έμελλε να γίνει η επαγγελματική του σταδιοδρομία στα ηλεκτρονικά της αεροπορίας.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μ’ ένα διάλειμμα για την κατασκευή του υδροηλεκτρικού συστήματος Kiewa Valley στη Βορειοανατολική Βικτώρια, ο Nick συνέχισε την καριέρα του στην αεροπορική βιομηχανία, εργαζόμενος για πάνω από 35 χρόνια στην Commonwealth Aircraft Corporation (CAC) στο Fisherman’s Bend δίπλα στον ποταμό Yarra στο Port Melbourne.
Το 1950 ο Nick παντρεύτηκε τη μητέρα μου, Helen Diakakis. Η Helen γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1930. Οι γονείς της είχαν εκτοπιστεί από τη σημερινή Τουρκία μετά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με πάνω από ένα εκατομμύριο άλλους Έλληνες, οι οικογένειες των οποίων ζούσαν στη Μικρά Ασία για γενιές και γενιές μέσα στους αιώνες. Ο Nick και η Helen έζησαν για τέσσερα χρόνια στο σπίτι της γιαγιάς μου (από τη πλευρά της μητέρας μου), Αργυρώς, στη Νότια Μελβούρνη, στην Cobden Street, προτού μετακομίσουν στην Bowen Street στο Chadstone, όπου μεγάλωσαν τα τρία τους παιδιά. Εμένα, τον Con (γεν. 1952), και τις κόρες Leigh (γεν. 1955) και Catherine (1958-2018).

Ο παππούς μου Κωνσταντίνος, από τη πλευρά της μητέρας μου, από τον οποίο και πήρα το όνομά μου, και η γιαγιά μου Αργυρώ, είχαν εγκατασταθεί στη Νότια Μελβούρνη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 μαζί με πολλούς άλλους εκτοπισμένους από την κωμόπολη των Αλατσάτων, στην τότε επαρχία της Σμύρνης (σήμερα Izmir).
Η γεννημένη στην Αυστραλία μητέρα μου Helen μεγάλωσε σε αυτή την ελληνοαυστραλιανή κοινότητα της Νότιας Μελβούρνης. Γεννήθηκα το 1952 στο παλιό νοσοκομείο Avonhurst στην Queens Road απέναντι από τη λίμνη Albert Park- και πέρασα τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής μου στο σπίτι της γιαγιάς μου στη γωνία των οδών Cobden και Kings (το σπίτι κατεδαφίστηκε αργότερα όταν η Kings Street, χρειάστηκε να διαπλατυνθεί για να γίνει η Kings Way).
Η νεαρή οικογένεια Pagonis ακολούθησε τις χαρακτηριστικές συνήθειες των μεταναστών εκείνης της εποχής, που εγκατέλειψαν το κέντρο της πόλης για τα προάστια, στην περίπτωσή μας στο Chadstone, μόλις έναν δρόμο μακριά από το σημείο όπου δέκα χρόνια αργότερα θα χτιζόταν το πρώτο σύγχρονο “εμπορικό κέντρο” του νότιου ημισφαιρίου. Ακόμα θυμάμαι την τοποθεσία όπου χτίστικε το εμπορικό κέντρο του Chadstone. Ήταν απλώς ένας μεγάλος βοσκότοπος με χωμάτινα μονοπάτια τριγύρω.

Κατά τη δεκαετία του 1950, δουλεύοντας στη CAC, οι αξίες του πατέρα μου Nick για την κοινωνική δικαιοσύνη ήρθαν στο προσκήνιο. Δραστηριοποιήθηκε στη βιομηχανική πολιτική και εξελέγη “Shop Steward” του Συνδικάτου Ηλεκτρολόγων το 1952 και αργότερα γραμματέας της Διασυνδικαλιστικής Επιτροπής που εκπροσωπούσε όλο το εργατικό δυναμικό της CAC. Ήταν επίσης ενεργός στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστραλίας μέχρι το 1968, όταν η αυξανόμενη απογοήτευση από την καταπίεση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης από τη Σοβιετική Ένωση (ιδίως η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία) είχε ως αποτέλεσμα να αποσυρθεί από τον πολιτικό ακτιβισμό.
Το 1956 ο Nick ηγήθηκε αντιπροσωπείας εκπροσώπων των εργαζομένων σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην Καμπέρα με τον πρωθυπουργό Robert Menzies, τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Δρ Evatt και άλλους εξέχοντες βουλευτές. Τη συνάντηση κανόνισε ο βουλευτής υπεύθυνος για τα λιμάνια της Μελβούρνης, Frank Crean, ο οποίος στη συνέχεια συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση του Κέντρου Πόρων Μεταναστών της Νότιας Κεντρικής Περιφέρειας, που αργότερα έγινε γνωστό ως New Hope.
Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση του Πρωθυπουργού στην Καμπέρα με αντιπροσωπεία εργαζομένων από τον κλάδο της βιομηχανίας στο Κοινοβούλιο. Η αντιπροσωπεία υπερασπίστηκε με επιτυχία το εργατικό δυναμικό των αερομεταφορών της Αυστραλίας ενάντια στις πιέσεις των εισαγωγών στην εγχώρια βιομηχανία.
Αυτό τράβηξε σημαντική προσοχή στον Τύπο κείνης την εποχή, συμπεριλαμβανομένου ενός πρωτοσέλιδου τίτλου στην εφημερίδα Melbourne Age. Μετά από αυτή τη συνάντηση η αυστραλιανή κυβέρνηση παράτεινε την παραγωγή του μαχητικού αεροσκάφους Avon Sabre με 20 επιπλέον αεροσκάφη, βοηθώντας την εγχώρια αεροπορική βιομηχανία να ανακάμψει μέχρι που στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι το επόμενο στρατιωτικό αεροσκάφος που θα κατασκευαζόταν στις εγκαταστάσεις της CAC θα ήταν το Mirage III, γαλλικού σχεδιασμού.

Ο Nick συνέχισε τις σπουδές του στην τριτοβάθμια εκπαίδυεση, στο τμήμα Ηλεκτρονικών Υπολογιστών στο RMIT και προήχθη στη θέση του Electrical Superintendent της CAC. Με τη χορηγία της CAC, το 1976 πήγε σε ένα ταξίδι σπουδών στη Βοστώνη για να μάθει περισσότερα για τα ηλεκτρονικά της αεροπορίας στο MIT και στη συνέχεια στα κεντρικά γραφεία της Olivetti στο Μιλάνο για περαιτέρω σπουδές στην πληροφορική.
Κατά τη συνταξιοδότησή του, ο Nick ανέλαβε εθελοντική εργασία με την Αυστραλιανή Ελληνική Εταιρεία Φροντίδας Ηλικιωμένων (τώρα Fronditha Care Inc.). Ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου από το 1989 έως το 1994. Το 1997 η Fronditha τον ανακήρυξε δια βίου επίτιμο μέλος του διοικητικού συμβουλίου για τη “συνεχή υποστήριξη και την ακούραστη αφοσίωσή του”.

Η κόρη του, η αδελφή μου Leigh (που πήρε το όνομά της από τη γιαγιά μας Λευκή), ήταν ενεργό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Fronditha Care από το 1978 έως το 1990. Η μητέρα μου Helen ήταν εθελόντρια στη Fronditha Care και δραστήρια στη διοργάνωση εράνων για πάνω από 20 χρόνια. Τόσο η Leigh όσο και η Helen ανακηρύχθηκαν επίσης δια βίου διοικητικά στελέχη της Fronditha Care.
Ο Nick Pagonis πέθανε από καρκίνο τον Μάιο του 2007. Από ταπεινές ρίζες στην Αραδίππου, έζησε μια πλήρη και ικανοποιητική ζωή στη Μελβούρνη, πάντα συνεισφέροντας, με ακατάπαυστη περιέργεια να επεκτείνει τις γνώσεις του, φιλοσοφημένος και πάντα αισιόδοξος.
*Αυτό το επικαιροποιημένο άρθρο συμπεριλαμβάνεται στην εικονογραφημένη ηλεκτρονική συλλογή “Recalling the Journey” (Ανακαλώντας το ταξίδι), με ιστορίες από και για μετανάστες και πρόσφυγες που ήρθαν στη Μελβούρνη δια θαλάσσης μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
**Το άρθρο επιμελήθηκε η Lella Cariddi OAM. Το βιβλίο εκδόθηκε ηλεκτρονικά τον Φεβρουάριο του 2017 υπό την αιγίδα του προγράμματος “What Happened at the Pier της Multicultural Arts Victoria”. Είναι διαθέσιμο δωρεάν ως ηλεκτρονικό βιβλίο (βλ. σελ. 79-83).