Στις 6 Απριλίου 1941, η Βέρμαχτ ξεκίνησε την εισβολή της στην τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Μέσα σε ένα μήνα, παρά τη σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων και των Βρετανών, οι Σύμμαχοι υπερφαλαγγίστηκαν και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν.
Τον Μάρτιο, ένα εκστρατευτικό σώμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας 60.000 ανδρών, αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Αποβιβάστηκαν και βάδισαν βόρεια, με την ελπίδα να ενισχύσουν την άμυνα της χώρας.
Αλλά μέχρι τα τέλη Απριλίου οι συμμαχικές δυνάμεις έχαναν έδαφος, με αποτέλεσμα η βρετανική κυβέρνηση να ακολουθήσει τη συμβουλή του αντιστράτηγου Sir Henry Maitland Wilson, και να αποχωρήσει από την Ελλάδα.
Η επιχείρηση, με την κωδική ονομασία “Demon”, είχε στόχο την εκκένωση περισσότερων από 50.000 στρατιωτών, μεταξύ των οποίων και ήταν και οι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες του σώματος των ANZACs.
Στις 24 Απριλίου ο γερμανικός στρατός έφτασε στη Θήβα. Ένα βράδυ, τέσσερις στρατιώτες του αυστραλιανού και νεοζηλανδέζικου εκστρατευτικού σώματος χτύπησαν την πόρτα του Δημητρίου Ανδρόνικου Χατζηπαναγιώτη.
“Εκείνος πήρε τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια μου και τα πήγε να κρυφτούν στους γείτονες” θυμάται ο γιος του Ελευθέριος.
“Εκείνες τις μέρες κοιμόμασταν όλα τα παιδιά σε ένα δωμάτιο. Έβαλε τους στρατιώτες να πάρουν τις θέσεις των αδελφών μου, τους είπε να προσποιηθούν ότι κοιμούνται βαθιά, καλύπτοντας τα πάντα εκτός από τα κεφάλια τους κάτω από τις κουβέρτες”.
Στις 11 το βράδυ τα γερμανικά στρατεύματα ήταν στην πόρτα. Ρώτησαν τον Χατζηπαναγιώτη πόσα παιδιά είχε. Είπε οκτώ.
“Μπήκαν μέσα, μέτρησαν τα κεφάλια μας. Φαινόταν ότι ήξεραν πόσοι θα έπρεπε να είμαστε. Μόλις ικανοποιήθηκαν, έφυγαν και οι ANZACs δεν ανακαλύφθηκαν”.
“Εάν είχαν ανακαλυφθεί… θα είχαν εκτελεστεί και οι τέσσερίς τους μαζί με τον πατέρα μου. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό”, λέει ο Ελευθέριος.
Λέει ότι τις ώρες πριν από το ξημέρωμα, ο πατέρας του έφυγε από το σπίτι τους με τους τέσσερις στρατιώτες των ANZAC και συνάντησε μια ομάδα ανδρών που έφευγαν με ένα φορτηγό. Όταν ο πατέρας του επέστρεψε στο σπίτι λίγες ώρες αργότερα, δεν είπε τίποτα για το τι είχε συμβεί.
“Μόνο χρόνια αργότερα, όταν έφτασε ένα γράμμα, μας μίλησε για εκείνη τη νύχτα. Είπε ότι είχαν μεταφέρει τους άνδρες [ANZACs] στη Χαλκίδα, από όπου διέφυγαν με υποβρύχιο”.
Μια επιστολή του στρατάρχη H.R. Alexander, με την οποία ευχαριστούσε τον Χατζηπαναγιώτη, η οποία θεωρείτο χαμένη μετά τη μετανάστευση της οικογένειας στην Αυστραλία, ανακαλύφθηκε φέτος και παραδόθηκε στην κόρη του Ελευθέριου, Μαρία, από τον ανιψιό του στην Ελλάδα. Ο ανιψιός θεώρησε ότι έπρεπε να επιστρέψει την επιστολή στον τελευταίο εν ζωή γιο του Δημήτρη.
Το γράμμα βρισκόταν στην κατοχή του μεγαλύτερου αδελφού του Ελευθερίου, Γιώργου, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα μόλις δύο χρόνια μετά την άφιξή του στην Αυστραλία. Όταν η σύζυγος και ο γιος του επέστρεψαν στην Ελλάδα λίγο αργότερα, πήραν το γράμμα μαζί τους.
Το γράμμα χρονολογείται στις 20 Απριλίου 1960, και φέρει τον θυρεό της Μεγάλης Βρετανίας και την υπογραφή του Στρατάρχη H.R. Alexander:
“Το πιστοποιητικό αυτό απονέμεται στον ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και εκτίμησης για τη βοήθεια που προσέφερε στους Ναυτικούς, Στρατιώτες και Αεροπόρους της Βρετανικής Κοινοπολιτείας των Εθνών, η οποία τους επέτρεψε να διαφύγουν και να αποφύγουν τη σύλληψη από τον εχθρό.
H.R. Alexander.
Στρατάρχης, Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής, Τμήμα Μεσογείου.
1939-1945”
“Ο αδελφός μου σκόπευε να αναζητήσει αυτούς τους στρατιώτες πριν πεθάνει. Σχεδίαζε να βάλει αγγελίες στις εφημερίδες, δύο από αυτούς τους άνδρες ήταν από τη Βικτώρια”, λέει ο Ελευθέριος.
Ο γιος του Harry λέει ότι η οικογένεια υποψιάζεται ότι ο παππούς του είχε σχέση με την “Εθνική Αντίσταση” κατά τη διάρκεια του πολέμου.

“Γιατί να ζητήσουν, άλλωστε, αυτοί οι στρατιώτες καταφύγιο από τον παππού μου, έναν άνθρωπο με οκτώ παιδιά να προστατεύσει. Ήταν πολύ γενναίος άνθρωπος που πήρε αυτό το ρίσκο”.
“Ο παππούς μου αντιμετώπισε κακουχίες ως πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, καθώς και την προκατάληψη στην Ελλάδα. Για να έχει τελικά αυτό το γράμμα πίσω. Είναι μια επιβεβαίωση του χαρακτήρα του. Είναι η αναγνώριση που του αξίζει”.
Η οικογένεια Χατζηπαναγιώτη ελπίζει ότι με τη δημοσίευση αυτής της ιστορίας, ακουστούν παρόμοιες ιστορίες και από άλλες οικογένειες, οι οποίες θα αναδείξουν τη μακροχρόνια φιλία μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας.