“Οι ιστορίες που έχουμε πει, τα γέλια, τα δάκρυα… όλα άξιζαν τον κόπο”

Μια ωδή στο ελληνικό καφε-μεζεδοπωλείο "Koutouki Cafe"

Ακριβώς στη γωνία των οδών Beissel και Burnley στο Ρίτσμοντ, λίγα μέτρα από την οδό Swan, βρίσκεται ένα καφε-μεζεδοπωλείο που ονομάζεται Koutouki.

Καθώς μπαίνω, ο ιδιοκτήτης, Γιώργος Μήλτσος, σερβίρει έναν άλλο κύριο. Είμαστε έτοιμοι να καθίσουμε και να αρχίσουμε την κουβέντα, όταν χτυπάει το τηλέφωνό του. Βιντεοκλήση από την οικογένεια στην Ελλάδα.

Μου λέει ότι πρέπει να το σηκώσει. Του λέω ότι καταλαβαίνω. Κι έτσι, κάθομαι σ’ ένα τραπέζι και ρίχνω μια ματιά τριγύρω.

Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με εικόνες χαρακτηριστικές της Ελλάδας. Εύζωνες, λευκές παραλίες με βότσαλα, λαϊκοί τεχνίτες του χωριού που ασχολούνται με τις χειροτεχνίες τους.

Μου είχε πει ένας πολύ παλιός φίλος, ότι το Koutouki Cafe, απ’ όταν άνοιξε το 2000, έγινε τόπος κοινωνικής συναναστροφής για τους ομογενείς της παροικίας μας.

Ένας χώρος όπου ποτά και μεζέδες, ιστορίες και κάπου-κάπου μια παρτίδα χαρτιά μοιράζονται μεταξύ πιστών θαμώνων και αγαπημένων φίλων. Πανάρχαιες ενασχολήσεις των ηλικιωμένων ανδρών της παροικίας μας.

Αλλά με το πέρασμα του χρόνου, ο αριθμός τους έχει μειωθεί. Η μνήμη τους, ωστόσο, παραμένει ακόμα τόσο ζωντανή όσο ποτέ.

Καθώς βάζει μπροστά μου έναν καφέ, ο Γιώργος αρχίζει να μου διηγείται μια ιστορία.

“Πριν ανοίξουμε εδώ, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον θείο μου, οδηγούσα περονοφόρα σε ένα εργοστάσιο της περιοχής”, λέει.

“Αλλά αυτό εδώ το κάνω απ’ όταν ήμουν 12 χρόνων. Γεννήθηκα εδώ, αλλά μεγάλωσα στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου, ο Στυλιανός, είχε μια ψαροταβέρνα στην Τριανδρία”.

“Όταν τελείωσα το σχολείο, δούλεψα στην κουζίνα του. Ξεκίνησα καθαρίζοντας κρεμμύδια. Αναρωτιόμουν γιατί με έκαναν να κλαίω”, θυμάται.

Ο Γιώργος λέει ότι ενώ ξεκίνησαν το Koutouki να λειτουργεί αποκλειστικά ως καφετέρεια, τα πράγματα σύντομα πήραν τον δικό τους δρόμο.

“Είχαμε τους τακτικούς μας πελάτες, ηλικιωμένους κυρίους εκείνη την εποχή, γύρω στα εξήντα τους. Και έρχονταν εδώ κάθε μέρα, χωρίς εξαίρεση. Σύντομα άρχισαν να ζητούν μεζέδες και εμείς τους εξυπηρετούσαμε. Πριν το καταλάβουμε, σχεδόν κάθε βράδυ, λειτουργούσαμε ως μια μικρή ταβέρνα”.

“Εκείνη την εποχή είχαμε και ένα καφενείο απέναντι, οπότε τις Παρασκευές ψήναμε ένα αρνί στη σούβλα και το φέρναμε εδώ. Είχαμε όλο το φαγητό, οπότε ήταν απόλυτα φυσικό να εξελιχθεί έτσι”, θυμάται και χαμογελάει.

Η μητέρα του, Στέλλα, μου λέει ότι οι Αυστραλοί πελάτες τους λάτρευαν ιδιαίτερα το λουκάνικο.

“Έγινε η στέγη μας, μια ‘πατρίδα’ μακριά από την πατρίδα μας, και για εμάς. Γρήγορα έγιναν κάτι περισσότερο από πελάτες, έγιναν φίλοι μας, ήταν σαν οικογένεια”, λέει ο Γιώργος.

“Υπήρχε μια πραγματική αίσθηση κοινότητας, οι πιο παλιοί πλήρωναν ο ένας για τον άλλον, είχαν μια σειρά από κανόνες για το ποιος θα πλήρωνε τον λογαριασμό, που συνήθως αφορούσαν τα αποτελέσματα του ελληνικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος”. Γελάει.

Ο κυρ Σταμάτης, είναι ένας από τους αρχικούς πελάτες του μαγαζιού και φίλος. Φώτο: Θωμάς Παϊζης

“Τώρα… οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι πια μαζί μας. Αλλά τους θυμόμαστε με τον δικό μας τρόπο”.

Ο κυρ-Σταμάτης, ένας από τους αρχικούς τους πελάτες, καθόταν εκεί κοντά και συμπλήρωνε την ιστορία, και ο Γιώργος τον κάλεσε τώρα να εξηγήσει.

“Κάθε φορά που κάποιος από εμάς “φεύγει”, γράφουμε το όνομά του και ζωγραφίζουμε έναν σταυρό στο κάτω μέρος της καρέκλας όπου συνήθιζε να κάθεται”, λέει.

“Είναι μαζί μας στις αναμνήσεις μας, φυσικά, αλλά όπως το βλέπουμε εμείς, είναι και εδώ, μαζί μας. Κάθε ένας που έχει πεθάνει, το όνομά του είναι γραμμένο”, προσθέτει ο κυρ-Σταμάτης.

Ο Γιώργος και ο κυρ-Σταμάτης γελάνε γιατί το όνομά του έχει ήδη χαραχθεί.

“Θα πεθάνω όταν θέλω εγώ” λέει μ’ ένα μειδίαμα.

Ο κυρ-Σταμάτης μου λέει ότι έφτασε στην Αυστραλία τον Ιανουάριο του 1966. Μια ζωή εργάστηκε σε ελληνικά σχολεία, ήταν δημοσιογράφος για κάποια χρόνια, και τώρα περνάει τον χρόνο του κάνοντας εργασίες για την τοπική εκκλησία.

“Παρατηρώ ότι φθίνει η ταυτότητά μας με τα χρόνια. Αρκεί να κοιτάξετε τον αριθμό των εγγραφών στα ελληνικά σχολεία για να το διαπιστώσετε. Τέτοια μέρη όπως αυτό, όπως το Koutouki, μας βοηθούν να διατηρήσουμε αυτό που είμαστε”. Θέλει να το κάνει σαφές.

Ο Γιώργος και η οικογένειά του αποφάσισαν να ξεκινήσουν τη διαδικασία για να το πουλήσουν. Μου λέει ότι ήρθε η ώρα. Δεν είναι πια τόσο νέοι όσο παλιά και για διάφορους λόγους, μια μέρα όχι πολύ μακριά από τώρα, θα κλείσουν για τελευταία φορά τις πόρτες τους.

Φώτο: Θωμάς Παϊζης

“Οι ιστορίες που έχουμε πει, τα γέλια, τα δάκρυα… όλα άξιζαν τον κόπο”.

“Πολλοί άνθρωποι μπαίνουν σε αυτή τη δουλειά για να βγάλουν χρήματα. Δεν βγάζεις λεφτά σε μια τέτοια επιχείρηση. ‘Εναν μισθό βγάζεις για τον εαυτό σου. Και αν είναι να το κάνεις, καλό είναι να το κάνεις σωστά”. Αυτή είναι η φιλοσοφία του Γιώργου.

“Την ημέρα που θα κλείσω αυτές τις πόρτες και θα περπατάω στο δρόμο και κάποιος θα φωνάξει ‘Γεια σου Γιώργο, μας λείπεις φίλε’… αυτή θα είναι η ανταμοιβή μου”.