Η «υποδοχή» της κοινής γνώμης στην αύξηση της μόνιμης μετανάστευσης για το τρέχον οικονομικό έτος δεν είναι ιδιαίτερα… θερμή, με ένα ποσοστό 34% να υποστηρίζουν τη σχετική απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, όπως καταδεικνύει η νέα δημοσκόπηση Resolve Political Monitor, για την The Sun-Herald και την The Sunday Age.

Ο αριθμός των μεταναστών, όπως προέκυψε από τη Σύνοδο για την Απασχόληση και την Ειδίκευση, που πραγματοποιήθηκε στην Καμπέρα στις αρχές Σεπτεμβρίου, θα αυξηθεί για το 2022-2023 κατά 35.000, από τις 160.000, στις 195.000, νέο επίπεδο ρεκόρ όσον αφορά στη μόνιμη μετανάστευση.

Σε μία προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα σε προσωπικό που αντιμετωπίζουν σχεδόν όλοι οι κλάδοι της οικονομίας, σύμφωνα με την κυβέρνηση Albanese, έμφαση θα δοθεί κυρίως σε ειδικευμένους εργαζόμενους, οι οποίοι θα θέλουν να κάνουν στην Αυστραλία πατρίδα τους, δηλαδή θα ζήσουν μόνιμα εδώ, και όχι σε «προσωρινά εργατικά χέρια».

Ωστόσο, ειδικά σε αυτήν τη συγκυρία, τους πολίτες τους απασχολεί κυρίως πρώτα πώς θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα οι ίδιοι, με τους λογαριασμούς να «φουσκώνουν» και τις τιμές να αυξάνονται.

Ειδικότερα, όσον αφορά στην έρευνα Resolve Political Monitor -που διεξήχθηκε σε 1.607 πολίτες την περασμένη εβδομάδα- με ερωτήματα για τη Σύνοδο, μόλις ένας στους τέσσερις γνώριζε τη διεξαγωγή των εργασιών και τα αποτελέσματά της.

Δύο στους τρεις είτε δε γνώριζαν σχετικά, είτε γνώριζαν σαφώς.

Όπως έγραψε η The Age, μόλις το 34% των ερωτηθέντων υποστήριξαν την απόφαση για αύξηση του ορίου στη μόνιμη μετανάστευση. Ένα τρίτο ήταν αντίθετοι με το μέτρο αυτό και ακόμη ένα τρίτο, είτε ουδέτεροι, είτε αναποφάσιστοι.

Ο διευθυντής της Resolve Strategic, Jim Reed, σχολίασε ότι υπάρχει μία τάση «νευρικότητας» προς τη μετανάστευση, το οποίο εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις εδώ και καιρό και δεν έχει υποχωρήσει παρά τη ζήτηση που υπάρχει για περισσότερους εργαζόμενους, σε αυτήν τη συγκυρία.

«Οι Αυστραλοί είναι νευρικοί όσον αφορά στην πολύ μετανάστευση, όχι γιατί δεν είναι θετικοί στις νέες αφίξεις και τα οφέλη που μπορεί να ‘φέρουν’, αλλά επειδή ανησυχούν για τον πιθανό αντίκτυπο».

«Περισσότεροι άνθρωποι μπορεί να σημαίνει περισσότερο ανταγωνισμό για θέσεις εργασίας, περισσότερη πίεση στις υποδομές και υψηλότερες τιμές σπιτιών (σ.σ. και ενοικίων), καθώς η ζήτηση ξεπερνά τη διαθεσιμότητα».

«Επί του παρόντος, οι εργαζόμενοι έχουν περισσότερη ισχύ να συζητήσουν για μισθούς και συνθήκες επειδή οι επιχειρήσεις δεν έχουν πολλές επιλογές».

Υπενθυμίζεται ότι το ποσοστό ανεργίας στην Αυστραλία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ABS), βρέθηκε στο 3,5% τον Αύγουστο, ελάχιστα αυξημένα από το 3,4% του Ιουλίου, καθώς περισσότεροι αναζήτησαν εργασία, σε μία αγορά που «διψά» για προσωπικό.

Το ποσοστό συμμετοχής αυξήθηκε στο 66,6% και ήταν κατά 0,7% υψηλότερα από το επίπεδο προ-πανδημίας.

Για τη Βικτώρια, σημειώνεται το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά 0,6%, στο 3,7% από 3,1%, καθώς το ποσοστό συμμετοχής ανήλθε στο 67% (+0,4% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα).

Σημαντικό είναι ότι υπήρχαν λιγότεροι άνεργοι (488.000) από τις κενές θέσεις εργασίας (περί τις 500.000).

Όσον αφορά στη Σύνοδο, ένα τρίτο των ερωτηθέντων συμφώνησαν ότι πέτυχε τους στόχους της, αν και ένα ποσοστό περί το 50% ήταν «αναποφάσιστο».

Η Σύνοδος «χάνει» και συγκριτικά με την αρχική «Accord» (Συμφωνία) για τη διαπραγμάτευση και τις αυξήσεις στους μισθούς, μεταξύ άλλων, στα χρόνια του Hawke, είπε ο κ. Reed.

«Εν μέρει λόγω της διαφοράς στο σκοπό, την κλίμακα και τα αποτελέσματα, αλλά είναι επίσης ενδεικτικό της αύξησης της μη εμπλοκής των νέων και της πολιτικής διάχυσης».

Μόλις το 40% των ερωτηθέντων υποστήριξαν τη διαπραγμάτευση με διαφορετικούς εργοδότες, ενώ το 46% ήταν «ουδέτεροι» ή «αναποφάσιστοι».

Πάνω από το 50% ήταν αντίθετοι σε κάθε κίνηση να εγγράφονται άμεσα μέλη συνδικάτου οι νέοι ειδικευμένοι μετανάστες, μία πρόταση από τα συνδικάτα, που δεν υιοθέτησε η κυβέρνηση κατά τη Σύνοδο.

Σε κάθε περίπτωση, σημαντική είναι η υποστήριξη των πολιτών σε επιπλέον δαπάνες για κοινωνική και οικονομικά προσιτή στέγαση.

Τα δύο τρία ήταν υπέρ της απόφασης να δοθούν $575 εκατομμύρια  για το National Housing Infrastructure Facility.

Σημειώνεται ότι μία τις προτάσεις για την αντιμετώπιση του ελλείμματος προσωπικού, πέρα από την επανεκπαίδευση νέων και άλλων επαγγελματιών, είναι να δοθούν κίνητρα σε συνταξιούχους να επανέλθουν στην αγορά εργασίας.

Το 77% ήταν υπέρ στο να επιτραπεί τους ηλικιωμένους να κερδίζουν $4.000 περισσότερα πριν χάσουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Ο κ. Reed σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, ως προς το σύνολο, επέμεινε στη «νευρικότητα» που υπάρχει μετά την πανδημία, εν μέσω γενικευμένης ακρίβειας.

Οι πολίτες δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα θέμα. Η προσοχή τους έχει «αποσπαστεί».

«Σκέφτονται με προτεραιότητα τις δικές τους ανάγκες. Κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη. Αυτό που τους απασχολεί είναι ‘πώς στο καλό θα μπορέσω να πληρώσω τους λογαριασμούς; Από πού θα κόψω καθώς το κόστος για τα καθημερινά ψώνια αυξάνεται;’», ανέφερε ο κ. Reed.