«Ένας κόσμος τελειώνει όταν πεθάνουν οι αλληγορίες του.
Η εποχή γίνεται εποχή,
όταν οι αισθησιακοί ποιητές στην αλαζονεία τους επινοούν
εμβλήματα για τη συγκατάθεση της ψυχής
λέγοντας τα νοήματα που οι άνθρωποι δεν θα μάθουν ποτέ…
Χάνεται όταν αυτές οι εικόνες, αν και φαίνονται,
δεν σημαίνουν τίποτε πλέον».
Υποκριτής Σκηνοθέτης, Αρχιβάλδος ΜακΛής.
Αναμφίβολα η αναγέννηση των ελληνισμού κατά τον δέκατο ένατο αιώνα χρησίμεψε για τους ρομαντικούς, ως σύμβολο της σταθερής και αδυσώπητης προόδου του ανθρώπινου πολιτισμού. Στον απόηχο της λαίλαπας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής, λογικό ήταν οι μοντερνιστές συγγραφείς να χειριστούν το τέλος της ελληνικής παρουσίας στην Μικρά Ασία ως αλληγορία της πλήρης χρεοκοπίας του παγκόσμιου πολιτισμού, ως οριακό σημείο στο μεταίχμιο του παλαιού, ξιπασμένου κόσμου και του παντελώς νέου, που αναδύεται απανθρακωμένος, τραυματισμένος και στερούμενος νοήματος.
Ο Αυστραλός συγγραφέας, Πάτρικ Γουάιτ, για παράδειγμα, στο διήγημα «Στο Μπαλκόνι» διαπραγματεύεται τον συμβολισμό της Σμύρνης ως δίοδος από τον παλιό, ανεπανόρθωτα χαμένο κόσμο στον νέο, μέσω μιας πρωταγωνίστριας που: «… είχε χωρίσει τη ζωή της σε δύο: Πριν και Μετά την Καταστροφή. Ο κόσμος της, ο πραγματικός απτός κόσμος, είχε σταματήσει με τη Σμύρνη και το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να αναπολεί μια μελαγχολική αντανάκλαση της πραγματικότητας στο πρόσωπο της ζωής». Αλλού, στον «Ζωοτόμο», ο Γουάιτ χειρίζεται τη Σμύρνη ως πρωταρχικό γεγονός, αφετηρία και αυγή μιας νέας εποχής, ξεκινώντας την αφήγηση της ιστορίας της ερωμένης του κύριου πρωταγωνιστή του, με τη φυγή της από την πόλη: «Μετά την Καταστροφή – της Σμύρνης – καταφύγαμε στη Χίο».
Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο ο Έντουαρντ Γουίτμορ έγραψε ότι η Σμύρνη ήταν «η πρώτη πράξη, το προοίμιο των πάντων». Το να κοιτάς πίσω σημαίνει να εμπλέκεσαι σε χρονική αμφιθυμία. Όταν στο ποίημά της «Το Νησί», η Λουίζ ΜακΝής αναφέρεται σε έναν «φουρνάρη, από το χρόνο/ Καμμένος στη Σμύρνη, [που] φουμάρει τον ναργιλέ του», αυτό το άτομο υπάρχει εκτός χώρου και χρόνου και είναι αμφίβολο αν έχει κάποια πραγματική ύπαρξη εκτός του ολοκαυτώματος που τον κατέκαψε. Οι αλληγορίες πληθαίνουν, τόσο μάλλον από το γεγονός ότι τώρα κατοικεί στην Ικαρία, τη χώρα θανάτου της μυθολογικής μορφής που πέταξε κοντά στον ήλιο και, όπως συμβολίζει ο ναργιλές, τα τραύματα εκείνου του γεγονότος συνεχίζουν να χοχλάζουν ενώ ο καπνός ακόμη να διαλυθεί.
Για άλλους συγγραφείς, εμποτισμένους από τη λογοτεχνική παράδοση των ρομαντικών, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα μετά από τη Σμύρνη.
Αντίθετα, το ολοκάυτωμά της κατατρώει την ίδια τη ζωή. Στο διήγημα «Είσελθε ο Έλλην», του Άντονυ Γκιμπ, ο βασικός πρωταγωνιστής του, ο θεατρικός συγγραφέας Τόνυ Σάδερλαντ, έχει πατέρα από τη Σμύρνη και Αγγλίδα μητέρα. Ζει στο Λονδίνο και ταυτίζεται ως Άγγλος.
Ωστόσο, η είδηση της «σφαγής στις αποβάθρες» ξυπνά μέσα του μία αίσθηση συγγένειας με τα θύματα, έστω κι αν αυτή η αίσθηση συγγένειας δεν είναι αυθεντική, εφόσον βασίζεται περισσότερο στα βυρωνικά φιλελληνικά στερεότυπα του δέκατου ένατου αιώνα παρά σε οποιαδήποτε έμπρακτη εμπειρία ή επαφή με τον ελληνικό κόσμο, αισθήματα που μας ενδιαφέρουν, διότι σχετίζονται με τα πρότυπα αυτοπροσδιορισμού και εφάπτονται τα ταυτοτικά ζητήματα των μεταναστευτικών κοινοτήτων των Αντιπόδων και χρησιμεύουν στο να δημιουργήσουν μια αίσθηση του εξωπραγματικού: «Τον ειρωνεύονταν ένα όραμα του εαυτού του ως τον πιο τέλειο εραστή του κόσμου, ως κάτι βγαλμένο από τον δέκατο ένατο αιώνα – ως Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, ως Κάρολο Άλτζερνον, ως Βύρωνα… Βύρωνα… Βύρωνα… Οι Τούρκοι προέλαυναν στη Σμύρνη».
Με παρόμοιο τρόπο, η διηγηματογράφος Κάθεριν Γκάβιν θα κάνει την ηρωίδα της, την Έβελυν Άντερσον, να συνδέσει την Καταστροφή της Σμύρνης με τα φιλελληνικά ρεύματα της Δύσης αναφωνώντας στην αγκαλιά του εραστή της, του Κεμάλ Ατατούρκ: «Έρχεστε αντιμέτωποι με έναν ολόκληρο αιώνα προκατάληψης. Από τότε που οι Βρετανοί ενθουσιάστηκαν με τον Ελληνική Επανάσταση, θεωρώντας τους Έλληνες ήρωες, όπως ο Έκτορας ή ο Αχιλλέας».
Έτσι, στο «Είσελθε ο Έλλην», ο Τόνυ Σάδερλαντ, εμποτισμένος από τα φιλελληνικά αισθήματα της κοινωνίας του Λονδίνου, βρίσκεται στη Σμύρνη και όταν ο καπετάνιος του σκάφους που ταξιδεύει αρνείται να πλησιάσει την προκυμαία, ξεντύνεται και κολυμπάει προς την ακτή για να μοιραστεί τη μοίρα των υποτιθέμενων συμπατριωτών του. Μπορούμε να θεωρήσουμε την πράξη της αφαίρεσης των ενδυμάτων του πρωταγωνιστή ως συμβολική μιας απόρριψης των εξαρτημάτων, των παραδειγμάτων, των ιδεολογιών και των υποθέσεων της εποχής του; Είναι μια αλληγορία της απώλειας της ταυτότητάς όλων των ανθρώπων της οικουμένης; Αποτελεί η κατάδυσή του συμβολικός θάνατος και βάπτισμα σε μία νέα πραγματικότητα; Ο αναγνώστης ωθείται να συλλογιστεί τόσο αυτά, όσο και το αλλόκοτο της φαινομενικά ανούσιας θυσίας του Σάδερλαντ. Εισέρχεται στον κόσμο του θάνατο οικειοθελώς, πιθανόν ως Έλληνας αλλά πολύ περισσότερο ως ρομαντικός ήρωας, αναδεικνύοντας την ειρωνεία της απώλειας της ζωής του, που δεν επηρεάζει κανέναν παρά μόνο τον εαυτό του. Τι σημαίνει αυτό και τι μπορεί να συμβεί από αυτό το σημείο και πέρα παραμένει αδιευκρίνιστο. Όλα, όπως και η Σμύρνη η ίδια, είναι νεκρά.
Στα έργα άλλων συγγραφέων, η Σμύρνη δεν χρησιμεύει ως σύμβολο της απώλειας και του θανάτου, αλλά μάλλον ως έκκληση για αυξημένη εγρήγορση, κραυγή για την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων και ως κριτική κατά των ιμπεριαλιστών των οποίων οι πολιτικές προκαλούν τόσα δεινά στην ανθρωπότητα. Στο διήγημά του «Mις Σμιθ», μέρος της συλλογής «Μικρά Σύγχρονα Μυθιστορήματα», ο συγγραφέας Φίλιπ Γκιμπς, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς της Καταστροφής, παρατηρώντας όπως έγραψε, «τη φρίκη της προκυμαίας στη Σμύρνη» και ακούγοντας την: «κραυγή αγωνίας που πάγωσε την ψυχή του κόσμου», παρουσιάζει την Αμερικανή ευεργέτιδα πρωταγωνίστριά του να μέμφεται εκείνους που σχεδίασαν: «την παράλογη συνθήκη», οι συνέπειες της οποίας θα επιφέρουν «μια μεγάλη τραγωδία εδώ». Παρακινούμενη από καθαρά ανθρωπιστικές ανησυχίες, ρωτά έναν βρετανό δημοσιογράφο: «Οι βρετανικές δυνάμεις θα έρθουν να υπερασπιστούν αυτόν τον άμοιρο πληθυσμό πριν κατατροπωθεί ο ελληνικός στρατός, ή μετά;».
Τα γραφόμενα του Γκιμπς διακατέχονται από μια αίσθηση επείγουσας ανάγκης. Στην εισαγωγή του στο έργο του, αναφέρεται σε μια ανθρωπότητα που «δύσκολα μπορεί να ξεφύγει από τα συντρίμμια των ελπίδων στη ζωή της Ευρώπης… Ο ίδιος ο πολιτισμός απειλείται…. και… υπάρχει μια αίσθηση επικείμενης πτώσης».
Ωστόσο, παρ’ όλο αυτόν τον ακτιβισμό και την σθεναρή της υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων των Ελλήνων που βρίσκονται υπό την προστασία της, η Μις Σμιθ και Ελληνόπουλα του σχολείου της, χάνονται. Οι Τούρκοι πυρπολούν το σχολείο όπου έχουν καταφύγει, αφού ο βασιλιάς της Ελλάδας είχε προηγουμένως αγνοήσει την έκκλησή της να εκκενώσει τα γυναικόπαιδα της περιοχής και να τα λυτρώσει από την επικείμενη καταστροφή. Είτε από εξαχρείωση, αδιαφορία ή καθαρή ανευθυνότητα, τα αθώα αυτά πλάσματα χάνονται σ’ αυτήν την πυρκαγιά που σίγουρα προϊδεάζει για τη ύστατη πυρκαγιά που μέλλει να δώσει τέλος σε όλα. Εκτός όμως από το να θρηνεί τη μοίρα τους και να εκφράζει την ευσεβή ελπίδα ότι τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα δεν πρέπει να επαναληφθούν ποτέ ξανά, ο συγγραφέας αδυνατεί να προτείνει στο διήγημά του καμία εναλλακτική λύση, κανέναν δρόμο που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε για να μας οδηγήσει μακριά από όλα τα δεινά που προορίζονται για τα άμοιρα θύματα της Καταστροφής. Δεν θα υπάρξει καμία σωτηρία, καμία αποκατάσταση και καμία επιστροφή. Όπως η Σμύρνη, η Μις Σμιθ και τα αθώα μαθητούδια της, έτσι κι αυτός έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Όσο και να προσπαθήσει, δεν μας παρέχει τίποτα που να μας πείσει να εναποθέσουμε την ελπίδα μας σε κάποια ανάσταση ή αναγέννηση.
Στο ποίημά του: «Επίκληση στην Κοινωνική Μούσα», γραμμένο το 1932 ο Αρχιβάλδος ΜακΛης δηλώνει: «Σενιόρα, είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες είναι νεκροί». Όπως αναφέρει στη μελέτη του ο Δαβίδ Ρωσέλ: «Στη σκιά του Βύρωνος: Η σύγχρονη Ελλάδα στον αγγλικό και αμερικανικό πολιτισμό», «ενθέτοντας αναφορές στο… 1922… στα μοντερνιστικά έργα,… οι συγγραφείς εξασφάλισαν όχι μόνο ότι η μοίρα της Σμύρνης και η κατάρρευση των εδαφικών φιλοδοξιών της Ελλάδας δεν θα ξεχνιόταν, αλλά και ότι το νόημα της μοίρας αυτής θα συνυφαίνονταν με αυτό που μπορεί να ονομαστεί μεταπολεμικό «τέλος του νοήματος».
Έναν αιώνα αργότερα, καθώς στρέφουμε την προσοχή μας στα τραγικά αυτά γεγονότα και πασχίζουμε να βρούμε νόημα στην Καταστροφή του 1922, εντός του πλαισίου μιας παγκόσμιας κληρονομιάς της συνεχούς βαρβαρότητας και κοινωνικής ανισότητος που ακολούθησε, δεν θα ήταν άτοπο να αναλογιστούμε, όπως ο Έζρα Πάουντ στο Canto XXIII του: «καλά, την κατάντησαν αυτή την πόλη ένα αιματηρό χάος», τόσο μάλλον, ολόκληρο τον κόσμο.