Κατά την προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας COVID-19 έγιναν «σημαντικά λάθη» επισημαίνει μία νέα ανεξάρτητη έρευνα, υπογραμμίζοντας ότι οι κοινωνικά πιο ευάλωτοι, όπως ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρία, γυναίκες, παιδιά, μετανάστες, ήταν αυτοί που πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα.
Πέρασε πλέον ένας χρόνος από τότε που το τελευταίο lockdown άρθηκε (ήταν μεσάνυχτα 21ης προς 22α Οκτωβρίου 2021), αλλά η Μελβούρνη είχε ήδη μετρήσει πάνω από 250 ημέρες εγκλεισμού συνολικά (από τον Μάρτιο του 2020 και έπειτα), ένα αρνητικό ρεκόρ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επιχειρήσεις και νοικοκυριά αντιμετώπισαν τεράστια οικονομικά προβλήματα, από τα οποία παλεύουν ακόμη να ανακάμψουν. Τα σχολεία παρέμειναν κλειστά για πολύ καιρό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για πολλές οικογένειες, ειδικά τις μητέρες, όπως αναφέρει και η νέα έρευνα.
Επίσης, ως γνωστόν και στην παροικία μας, το πλήγμα ήταν μεγάλο στην ψυχολογία, ειδικά για τους ηλικιωμένους μας, που έμειναν απομονωμένοι σε πολλές περιπτώσεις από τους δικούς τους ανθρώπους, να αγωνιούν. Πολλοί ήταν άλλωστε αυτοί που «έφυγαν» εντέλει μόνοι, ενώ αγαπημένα τους πρόσωπα δεν μπορούσαν να είναι παρών ούτε στο «τελευταίο αντίο».
Η έρευνα επισημαίνει ακόμη ότι ο περιορισμός της μεταφοράς ηλικιωμένων από τα γηροκομεία στα νοσοκομεία ενώ είχαν COVID-19 ήταν «λάθος που κόστισε ζωές», ένα ζήτημα που ταλάνισε και τη «Βασιλειάδα» κατά την έξαρση του 2020.
Οι αυστηροί περιορισμοί άρθηκαν πλέον, τα σύνορα είναι και πάλι ανοιχτά, η ζωή μοιάζει να έχει επιστρέψει στο κανονικό, αλλά οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η COVID-19 παραμένει εδώ και χρειάζεται προσοχή, κυρίως από αυτούς που αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα υγείας και έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό, όπως οι ηλικιωμένοι.
Συμπληρώθηκαν 1.000 ημέρες από τις 20 Ιανουαρίου 2020 όταν οι αυστραλιανές Αρχές επιβεβαίωσαν το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στην Αυστραλία. Έκτοτε έχασαν τη ζωή τους από ή με COVID-19 πάνω από 15.000 άνθρωποι στη χώρα, οι περισσότεροι φέτος, όταν η «Όμικρον» θέρισε ανά τη χώρα.
ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η ανεξάρτητη έρευνα για την προσπάθεια αντιμετώπισης της COVID-19 χρηματοδοτήθηκε από τα Paul Ramsay Foundation, John &d Myriam Wylie Foundation και Andrew Forrest’s Minderoo Foundation.
Επικεφαλής της ερευνητικής Επιτροπής ήταν ο Chancellor του Western Sydney University, Peter Shergold, με την επιχειρηματία, πρώην Chancellor του University of Wollongong, Jillian Broadbent, τον Chancellor του University of Queensland, Peter Varghese και την Isobel Marshall, 2021 Young Australian of the Year.
Στην έρευνα συμμετείχαν πάνω από 350 άτομα, ειδικοί Υγείας, δημόσιοι λειτουργοί, επιδημιολόγοι, ενώσεις, κοινοτικές ομάδες, επιχειρήσεις και οικονομολόγοι.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται στις 97 σελίδες της ότι κατά την προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας «κυβερνήσεις και δημόσιοι λειτουργοί λάμβαναν αποφάσεις σε ένα πέπλο αβεβαιότητας».
«Κανείς από τους ερευνητές δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα λάμβαναν καλύτερες αποφάσεις τότε. Αλλά κοιτάζοντας πίσω, είμαστε πεπεισμένοι ότι έγιναν σημαντικά λάθη».
«Εκ των υστέρων έχουμε πολλά διδάγματα για το μέλλον, αν είμαστε πρόθυμοι να εξετάσουμε, ανοιχτά, τι πήγε λάθος».
Βασική ανησυχία που εκφράζεται είναι ότι έγινε εφαρμογή μέτρων χωρίς να δοθεί η απαραίτητη σημασία στις «ανισότητες που ήδη υπήρχαν» στην κοινωνία.
Για κάποιους η COVID-19 θα είναι μία «ιστορία ψυχικού τραύματος, απομόνωσης και τρομακτικής αβεβαιότητας».
Ακόμη, θα είναι «μία ιστορία εγκλεισμού … απώλειας εργασίας και αποκλεισμού από την υποστήριξη των κυβερνήσεων».
«Μία ιστορία απώλειας και της βίαιης συνειδητοποίησης ότι δεν μπόρσα να πουν το ‘τελευταίο αντίο’ σε αγαπημένους».
Υπογραμμίζεται δε ότι κατά την πανδημία υπήρξε μεγάλη κλιμάκωση των ποσοστών ενδοοικογενειακής βίας, κατανάλωσης αλκοόλ, επιδείνωσης της σωματικής και της ψυχικής υγείας.
«Πρέπει να θέσουμε τους πιο ευάλωτους Αυστραλούς στο επίκεντρο του σχεδιασμού μας», δήλωσε ο καθηγητής Shergold.
Η έρευνα αναδεικνύει τέσσερις βασικούς τομείς στους οποίου η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει καλύτερες επιδόσεις:
1. Τα μέτρα θα έπρεπε να είναι πιο δίκαια και ισότιμα.
«Οι κανόνες διαμορφώνονταν και εφαρμόζονταν πολύ συχνά με τρόπους που στερούνταν δικαιοσύνης και συμπόνιας», ανέφερε η Επιτροπή.
«Επιχειρηματίες επιτρεπόταν συχνά να ταξιδεύουν … ενώ αυτοί που ήθελαν να δουν δικούς που πέθαιναν ή νεογέννητα μέλη της οικογένειας δεν είχαν την ίδια ευκαιρία».
«Σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι κυβερνητικοί κανόνες και η επιβολή τους ξεπέρασαν αυτό που χρειαζόταν για τον έλεγχο του ιού».
«Αυτή η αυστηρότητα υπονόμευσε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στους θεσμούς που ήταν ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης».
Η Επιτροπή επεσήμανε επίσης τον άδικο αντίκτυπο των lockdowns σε παιδιά και γονείς, ειδικά της μητέρες.
2. Τα lockdowns και τα κλεισίματα των συνόρων θα έπρεπε να είναι λιγότερα και «τελευταίο καταφύγιο».
«Πολλά lockdowns και κλεισίματα συνόρων στην Αυστραλία ήταν αποτέλεσμα αποτυχίας μέτρων στην καραντίνα, στην ιχνηλάτηση, στις εξετάσεις, στην παρακολούθηση της πορείας της νόσου, αλλά και της μη αποτελεσματικής επικοινωνίας της αναγκαιότητας μέτρων ατομικής προστασίας, όπως η χρήση μάσκας και η τήρηση αποστάσεων».
Από την Επιτροπή τέθηκε και το θέμα των αποφάσεων με πολιτική χροιά (politics) για την υγεία, με τα συμπεράσματα να αναφέρουν ότι οδήγησαν σε υπερβολικά lockdowns, που απέτυχαν να προστατέψουν τους ηλικιωμένους, αγνόησαν τους νέους και εγκατέλειψαν τους λιγότερο προνομιούχους.
«Οι πολιτικές αποφάσεις έπαιξαν ρόλο. Οι τοπικές εξάρσεις ήταν αναπόφευκτες. Οι εξάρσεις σε ολόκληρη Πολιτεία ή χώρα δεν ήταν».
Οι πολιτικοί «υπολογισμοί» σε σχέση με τις αποφάσεις για την υγεία «αποδυνάμωσαν την αποτελεσματικότητα του Εθνικού Συμβουλίου με τον καιρό».
«Οι πολιτειακοί ηγέτες επέμειναν να τραβούν το δικό τους δρόμο, ενθαρρυμένοι από τα συνταγματικά τους προνόμια».
«Η σκληρή γραμμή για την COVID-19, όπως η απόφαση για κλείσιμο των σχολείων, κρίθηκε πολιτικά δημοφιλής από πολλούς πολιτειακούς ηγέτες. Μέχρι που η δημοφιλία υποχώρησε και αυτά τα μέτρα χαλάρωσαν».
3. Τα σχολεία δε θα έπρεπε να μείνουν κλειστά.
Αν και το κλείσιμο στο σχολείων ήταν ενδεχομένως η σωστή απόφαση όταν κατανοούμαστε τον ιό, ήταν λάθος να κλείσει όλο το σχολικό σύστημα, ειδικά καθώς νέες στοιχεία έδειχναν ότι τα σχολεία δεν ήταν περιβάλλον υψηλής μετάδοσης».
«Για παιδιά και γονείς (ειδικά γυναίκες), αποτύχαμε να έχουμε μία ισορροπία μεταξύ προστασίας της (σωματικής υγείας) και επιβολής μακροπρόθεσμου κόστους στην εκπαίδευση, στην ψυχική υγεία, την οικονομία και στην αγορά εργασίας».
Οι γυναίκες, σημειώνεται, σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης στη φροντίδα παιδιών το διάστημα αυτό, καταγράφοντας επιπλέον 4 ώρες, κατά μέσο όρο, για τις «δουλειές του σπιτιού», άνευ πληρωμής.
Ήταν κατά 30% πιο πιθανό από τους άντρες να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας τους πρώτους μήνες της πανδημίας.
4. Οι ηλικιωμένοι θα έπρεπε να προστατευτούν καλύτερα.
Οι κυβερνήσεις έπρεπε να έχουν προσέξει περισσότερο τους ηλικιωμένους, δεδομένων των προϋπάρχοντων προβλημάτων στους οίκους ευγηρίας, ανέφερε η Επιτροπή.
«Η χρηματοδότηση ήταν ανεπαρκής. Το προσωπικό περιορισμένο. Η διόρθωση των προβλημάτων στη φροντίδα ηλικιωμένων απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας».
Ο περιορισμός της μεταφοράς ηλικιωμένων από τα γηροκομεία στα νοσοκομεία ενώ είχαν COVID-19 ήταν «λάθος που κόστισε ζωές», υπογραμμίζεται.
Ακόμη οι περιορισμοί στις επισκέψεις στους οίκους ευγηρίας αφού τα χειρότερα της πανδημίας είχαν περάσει, λέγεται ότι προκάλεσαν «αχρείαστο πόνο και αγωνία».
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή έκανε 6 συστάσεις για μελλοντικές υγειονομικές κρίσεις.
1. Δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κέντρου για τον Έλεγχο και την Αποτροπή Ασθενειών (Australian Centre for Disease Control and Prevention), το οποίο θα βασίζεται στα δεδομένα.
2. Σαφή αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων του Εθνικού Συμβουλίου και τις εξουσίες του εν μέσω κρίσης.
3. Δημοσιοποίηση των προσομοιώσεων/μοντέλων που χρησιμοποιούνται για τη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων.
4. Τακτικές ασκήσεις για σενάρια πανδημίας.
5. Διαμοιρασμό και διασύνδεση δεδομένων μεταξύ Πολιτειών και Περιοχών.
6. Δημιουργία Γραφείου Γενικού Αξιολογητή (Office of the Evaluator General) για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας μέτρων, σε πραγματικό χρόνο, κατά τη διάρκεια μίας κρίσης.
«Είναι επιτακτική ανάγκη να λάβουμε υπόψη μας αυτά τα διδάγματα και να αναλάβουμε δράση για να διασφαλίσουμε ότι είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για οποιαδήποτε επόμενη κρίση υγείας – γιατί ξέρουμε ότι θα υπάρξει και άλλη», δήλωσε ο καθηγητής Shergold.
«ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ»
Η Επιτροπή, σημειώνεται, έκανε αναφορά επίσης στο υπέρογκο χρέος που «χτίστηκε» κατά την πανδημία, αναφέροντας ότι μπορεί να περάσουν 20 χρόνια μέχρι να φτάσει σε επίπεδο προπανδημίας.
«Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αποφασίσουν ποιος θα επωμιστεί το κόστος της διόρθωσης του προϋπολογισμού και πόσο μεγάλο βάρος θα πέσει στους νέους».
Η Επιτροπή επέκρινε και την αποτυχία της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα μηχανισμό για την επιστροφή χρημάτων από επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν από το JobKeeper σε περίπτωση που εντέλει δεν κατέγραφαν οικονομικές απώλειες.
Γίνεται λόγος για «λάθος στο σχεδιασμό».
Αναφέρεται δε ότι «ήταν δημοσιονομικά ανεύθυνο και άδικο για άλλες ομάδες της κοινωνίας να αποκλειστούν από την οικονομική στήριξη».
Τονίζεται ακόμη ότι σε σχέση με την COVID-19 πάντα, το ποσοστό θνησιμότητας αυτών που γεννήθηκαν στο εξωτερικό ήταν 2,5 φορές μεγαλύτερο από αυτούς που γεννήθηκαν στην Αυστραλία.
Οι κάτοικοι Αυστραλίας που είναι στο χαμηλότερο 20% επίπεδο (κοινωνικόοικονομικά) ήταν τρεις φορές πιο πιθανό να πεθάνουν από ή με COVID-19 από αυτούς που είναι στο υψηλότερο 20%.
To 2020 πάνω από 75% των θανάτων στην Αυστραλία ήταν σε οίκους ευγηρίας.
Το ποσοστό σοβαρής νόσησης ήταν 40% υψηλότερο για Ιθαγενείς Αυστραλούς κατά τη διάρκεις του κύματος της «Όμικρον».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟ ANDREWS
Ο πρωθυπουργός της Βικτώριας, Daniel Andrews, υπερασπίστηκε τις αποφάσεις που έλαβε η κυβέρνησή του κατά την πανδημία.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της νέας ανεξάρτητης έρευνας είπε πως «ήταν πολλά που ευχόμαστε να μην είχαμε κάνει, πολλές αποφάσεις που ευχόμαστε να μην είχαμε λάβει».
«Γι’ αυτό … σας λέω ότι αυτές οι αποφάσεις δεν ελήφθησαν με ελαφρά την καρδιά και αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης και πολύ προσεκτικής εξέτασης».
«Και η πρόκληση ήταν να ‘ζυγίσουμε’ αυτές τις συνέπειες σε σχέση με το να έχουμε ποσοστά θνησιμότητας όπως στην Ιταλία, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο».