Μπορεί οι ιδιοκτήτες σπιτιών να βλέπουν την αξία των ακινήτων τους να υποχωρεί τους τελευταίους μήνες -ας όψεται ο πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων από την RBA- αλλά αυτοί που δεν «καίγονται» να πουλήσουν, φαίνεται ότι δε θα χάσουν μακροπρόθεσμα.

Καθώς ο πληθυσμός της Μελβούρνης θα αυξάνεται τα επόμενα χρόνια -αναμένεται να καταστεί η μεγαλύτερη πόλη της Αυστραλίας έως το 2030- εκτιμάται ότι η ζήτηση για, τις ήδη περιορισμένες διαθέσιμες, κατοικίες θα εκτιναχθεί περαιτέρω.

Κάτι που σημαίνει και άνοδο στις τιμές, σε επίπεδα μάλιστα που παραμένει απορίας άξιος το πόσοι θα μπορούν να αντέξουν οικονομικά την αγορά στέγασης.

Πρόσφατα η CoreLogic ανέφερε ότι οι αξίες των σπιτιών σε Μελβούρνη, Σίδνεϊ και Χόμπαρτ, σχεδόν πενταπλασιάστηκαν τα τελευταία 30 χρόνια. Την περίοδο αυτή, καταγράφηκαν και πτώσεις στις τιμές, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν βραχείες, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε σταθεροποίηση και μετά ανάπτυξη.

Επί της παρούσης, μετά από διαδοχικές αυξήσεις των αξιών σε επίπεδα ρεκόρ εν μέσω της κλιμάκωσης της πανδημίας, καταγράφεται υποχώρηση, καθώς το χρήμα καθίσταται πιο «ακριβό», λόγω της ανόδου των επιτοκίων της RBA, που έχει ως συνέπεια και τη μείωση της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια.

Αλλά έως το 2030, σύμφωνα με πρόβλεψη της επικεφαλής οικονομολόγου της PRD, Δρ Diaswati Mardiasmo, οι τιμές των ακινήτων στη Μελβούρνη από σχεδόν 1 εκατ. δολ. -κατά μέσο όρο- μπορεί να φτάσουν τα 2 εκατ. δολ.

Όπως προειδοποιεί η Δρ Mardiasmo, «απλά» δεν υπάρχουν αρκετά σπίτια για την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης και η αξία τους εκτιμάται ότι θα «εκτοξευτεί» σε επίπεδα μη προσιτά για ακόμη περισσότερους.

Μάλιστα, όπως δήλωσε στην Herald Sun, μπορεί να δούμε «οικογενειακά δάνεια» για την αγορά κατοικίας, με αδέλφια ή ξαδέλφια να αγοράσουν μαζί ένα σπίτι, το οποίο θα μοιράζονται οι οικογένειές τους. Η πρακτική αυτή είναι ήδη σχετικά διαδεδομένη στις πιο ακριβές πόλεις της Ασίας, όπως η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ.

Η Δρ Mardiasmo εκτιμά ότι η μέση αξία ενός σπιτιού στη μητροπολιτική περιοχή της Μελβούρνης θα φτάσει κατά μέσο όρο τα 2,048 εκατ. δολ. έως το 2030. Για ένα διαμέρισμα η τιμή προβλέπει ότι θα είναι 1,143 εκατ. δολ.

Ανά περιοχές, ενδεικτικά, εκτιμά ότι: στο Brighton η αξία ενός σπιτιού θα φτάσει τα 7,051 εκατ. δολ., στο Broadmeadows τα 1,453 εκατ. δολ., στο Dandenong τα 1,794 εκατ. δολ., στο Melton τα : 1,258 εκατ. δολ., στο Reservoir τα 2,313 εκατ. δολ., στο Toorak τα 7,926 εκατ. δολ. (και σε πολλές περιπτώσεις να ξεπερνά τα 10 εκατ. δολ.), στο Werribee τα 1,563 εκατ. δολ.

Πιο συντηρητική είναι πάντως η εκτίμηση του επικεφαλής οικονομολόγου της PropTrack, Cameron Kusher. Ωστόσο, κι αυτός προβλέπει μέση αύξηση σχεδόν 600.000 δολ. σε σχέση με σήμερα, από το 1 εκατ. δολ. σχεδόν στα 1,6 εκατ. δολ.

Ο κ. Kusher δήλωσε πάντως ότι η μεγάλη αύξηση των αξιών, σχεδόν 70% τα προηγούμενα οκτώ χρόνια, είναι απίθανο να επαναληφθεί έως το 2030, αν δε μειωθεί το επιτόκιο της RBA, αντίστοιχα με το 2011. Ως γνωστόν το επιτόκιο της RBA αυξάνεται σήμερα με τον ταχύτερο ρυθμό από τη δεκαετία του 1990 και από το ιστορικά χαμηλό του 0,10% στις αρχές Μαΐου είναι πλέον στο 2,85%.

«Συνολικά, αναμένουμε ότι η ανάπτυξη θα είναι πιο αργή τα επόμενα οκτώ χρόνια, ιδίως για τα σπίτια», δήλωσε στην Herald Sun ο κ. Kusher, σημειώνοντας ότι:

«Τα διαμερίσματα μπορεί ενδεχομένως να αυξηθούν σε αξία περισσότερο από ό,τι τα τελευταία οκτώ χρόνια, λόγω της σχετικά προσιτής τιμής τους, της επιθυμίας (των αγοραστών) για τοποθεσίες κοντά στο κέντρο (στις περισσότερες περιπτώσεις) και της ελκυστικότητάς τους για τους επενδυτές, με τη στενότητα της αγοράς ενοικίων να αναμένεται να διατηρηθεί τα επόμενα χρόνια».

Παρά το γεγονός ότι πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν σημαντική πτώση της αξίας των κατοικιών τους επόμενους μήνες, η Δρ Mardiasmo, η οποία είναι και λέκτορας Queensland University of Technology, δήλωσε ότι η Μελβούρνη απλώς δεν έχει αρκετή προσφορά για να καλύψει τη ζήτηση και είναι πιθανό αυτό να αποτελέσει έναυσμα για αυξήσεις ταχύτερα, παρά την αύξηση του κόστους των ενυπόθηκων δανείων.

«Είμαι βέβαια ότι θα δούμε παρόμοια ανάπτυξη με την προηγούμενη δεκαετία», δήλωσε. «Και αυτό οφείλεται στην υστέρηση της προσφοράς και στους πολλούς νέους μετανάστες που έρχονται στη Μελβούρνη. Και δε βλέπω αυτό το ζήτημα της προσφοράς να αντιμετωπίζεται ή να διορθώνεται πλήρως μεταξύ τώρα και του 2030».

Επεσήμανε ότι είναι πιθανό να υπάρξουν νέες εξάρσεις COVID, ένα βαθύτερο από το αναμενόμενο οικονομικό πλήγμα στην ευημερία της Αυστραλίας (ύφεση) και μια κλιμάκωση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πρόβλεψή της.

Σε κάθε περίπτωση, τόνισε, το μεγαλύτερο ερωτηματικό παραμένει, κατά πόσο οι αγοραστές θα είναι σε θέση να δανειστούν τα ποσά που απαιτούνται για να κρατήσουν την αγορά σε «κίνηση».