Τέτοιοι καιροί με ζυγώνουν αλλόκοτοι συναισθηματισμοί.
Πάντα αρχίζω τα χρονογραφήματά μου κάπως καυστικά… σχεδόν υβριστικά θα έλεγα. Αυτόματη γραφή το λένε οι ποιητές. Έλα όμως που στην επεξεργασία με μπερδεύει ο ορθολογισμός μου. Βλέπεις, η επιμέλεια, εκ των πράγματων, απαιτεί μετριοπάθεια! Πάμε παρακάτω.
«ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» λοιπόν. Το σύνθημα μιας γενιάς επανήλθε προνοητικά στην προσοχή μου παντελώς απροσδόκητα. Εκεί που έβαλα το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» σε κάτι σκονισμένες κούτες, μαζί με τόσες άλλες αναμνήσεις, μου σκάει ο πάτος και ξεχείλισε διάπλατα στο πάτωμα μια παλιά κασέτα. Που την παίζω και… ξαφνικά και αναπάντεχα, ακούγεται, ακόμη κροταλισμένα, ωσάν καταδιωκόμενος, ο σκουριασμένος απόηχος μιας αλλότριας εποχής:
«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων … Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Ελληνικέ λαέ, το Πολυτεχνείο θα μείνει το προπύργιο και η εστία του αγώνα. Όλος ο λαός να συσπειρώνεται γύρω από τους χώρους του Πολυτεχνείου, να παραμείνει στους δρόμους της Αθήνας και να κατέβει στους δρόμους κάθε μεγάλης πόλης της Ελλάδας. Το Πολυτεχνείο είναι οχυρωμένο με τα στήθη των φοιτητών… Ο αγώνας μας είναι κοινός. Είναι αγώνας αντιχουντικός. Είναι αγώνας αντιδικτατορικός. Είναι αγώνας αντιιμπεριαλιστικός. Κάτω η δικτατορία. Ζήτω η Δημοκρατία…».
Οι αλέγρες φωνές της Μαρίας Δαμανάκη και του Δημήτρη Παπαχρήστου, πλαισιώνονται από τα τραγούδια «Είμαστε δυό, είμαστε τρεις», «Ένα το χελιδόνι», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Το γελαστό παιδί», «Ο δρόμος», «Ο στρατιώτης», «Το μεγάλο μας τσίρκο» και «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Με ορμή επίσης ξεχύνονται και τα ξεθωριασμένα φέιγ βολάν μιας Επιτροπής Γιορτασμού Πολυτεχνείου που συνδέθηκα κάπου, κάποτε. Με το πέρασμα του χρόνου, το μόνο που τους απέμειναν είναι οι πηχυαίοι τίτλοι: «Κάτω η Χούντα», «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», «Εδώ Πολυτεχνείο», «Όλοι ενωμένοι». Ακολουθούν, σαν συνεπής συνέχεια, κάτι περιοδικά της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ Σίδνεϊ των μέσων της δεκαετίας του 1980. Ανάμεσά τους και μια συνέντευξή του Δημήτρη Παπαχρήστου –ενός από τους εκφωνητές του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Πολυτεχνείου, που μαζί με τον Λάμπρο Παπαδημητράκη επισκέφθηκαν την Αυστραλία. Ρέει σαν χίμαιρα η νοσταλγία, που κάποτε υπηρέτησα ολοκληρωτικά με τόση σιγουριά και ένταση κάποια ιδεώδη, κάποιους αγώνες, κάποιες ιδεολογίες, κάποια πιστεύω. Πάθος και αφοσίωση, που βρήκα τόσο συναρπαστικά στα νιάτα μου. Όσο γερνούσα, όμως, αντιλήφθηκα ότι η απόλυτά τους ήταν πιο διφορούμενη από ό,τι νόμιζα.
Τέλος πάντων, μεσολάβησαν ήδη 49 χρόνια από εκείνο το τριήμερο του Νοέμβρη 1973 στην Πατησίων. Ναι, αυτό το φοιτητικό ξεσήκωμα, με τον αυτοσχέδιο ραδιοπομπό, που μέσα από τις ρωγμές του χουντικού «γύψου» μετέδιδε τραγουδο-μηνύματα που τώρα ακούγονται τόσο μακρινά. Συνθήματα και συναισθήματα μιας άλλης απονήρευτης εποχής. Και πριν μας αποτρέψει η επετειακή δίνη του μισού αιώνα και παραγκωνιστούμε από τη μνημειακή υπερβολή, αναρωτιέμαι γιατί το «ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ», στο κυνικό μου γίγνεσθαι, ακόμη με συνεπαίρνει.
Και επειδή η πολιτική είναι προσωπική, για μένα το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» διακινείται σε τρεις πράξεις – που τις συνεπαίρνουν τρεις διαφορετικές αφηγήσεις και ενδόμυχα, εγκυμονούν, και τρεις παραλήψεις.
Η Πρώτη Πράξη, με πηγαίνει στην πρώιμη εφηβεία μου, όπου η πολιτική δεν ήταν τα εξουσιαστικά κουφώματα, στείρα χωρίς ιδεαλιστικό αντίκρισμα, αλλά αντίσταση ζωής. Το 1973 δεν ήμουν στην Αθήνα αλλά στην πικρόγλυκη Κύπρο, όπου με την γυμνασιακή αποφοίτηση η χουντική διείσδυση σε περίμενε «με την ψιλή». Η εκδικητική εκφύλιση μιας αντιπαλότητας όπου το παρασκήνιο και το προσκήνιο θα παίξουν ένα ολισθηρό παιχνίδι που σε 9 μήνες θα μας δει απάτριδες και καθ’ οδόν προς τους αντίποδες, την Αυστραλία. Σαφής η ανάμνηση του πατέρα μου που ήταν κολημένος, καθόλη τη διάρκεια των τριών μερόνυχτων, στο ραδιόφωνο ακούγοντας πότε το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου) πότε το BBC για τις εξελίξεις. Η διάθεσή του να διακυμαίνεται από ενθουσιαστική πεποίθηση ότι σήμανε το τέλος της Ελλαδικής δικτατορίας σε πατρική έγνοια για τα παιδιά της αντίστασης.
Δεύτερη Πράξη. Στο παροικιακό μεταίχμιο της δεκαετίας του 1980, μνημονεύοντας και συνάμα γιορτάζοντας, το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» είναι ο ύστατος αντιστασιακός σταθμός πριν μας συνεπάρει η κυπριακή ενοχή του πραξικοπήματος – της εισβολής – της κατοχής. Στη διττή αφήγηση που διέπει τη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία, το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ», ως επετειακό σύμβολο, κατέχει μια, θά ‘λεγα, υστερόβουλη ιδεολογική θέση. Παραμερίστηκε από τους φιλελεύθερους και εγκλωβίστηκε από τους αριστερούς. Η μυθοποίηση του είναι εξίσου ατυχής, και κινδυνεύει να σμικρύνει την ιστορικότητά του σε ένα υποχωρητικό κλισέ.
Τρίτη Πράξη. Για δεκαετίες, με κάθε επέτειο, το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» υποχωρούσε στη μνημειακή μου ύπαρξη. Προέκταση, τρόπον τινά, της ευρύτερης απόσυρσής μου απ’ τα κοινά. Ο κυνισμός εν εξελίξη, με κάθε γενιά που σε προσπερνά να πλάθει το δικό της πεπρωμένο. Μέχρι που —τελείως ανεπάντεχα— ξαναβρέθηκα κοντά στον συνδικαλισμό και μέσα από την σύμπραξη και την ενότητα σκοπού, αφυπνίστηκε η ριζοσπαστική μου τάση. Τούτη τη φορά —θέλω να πιστεύω— πιο στωικά και πιο κριτικά, αλλά με γνώμονα τις νεότερες γενιές και η αναζήτηση της σημασίας του «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ» —και κάθε «Πολυτεχνείου»— μέσα από τις σημερινές αντίξοες συνθήκες. Αναζητώντας τον ρόλο του πώς λειτουργεί το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» μέσα στο ελληνικό (εθνικό) αφήγημά, καλά κάνουμε να το δούμε ως αντίβαρο —αν θες— προς μια ανίδεη εθνικοφροσύνης που θέλει την ιστορία επιβαλλόμενη, μονόδρομο και οδοστρωτήρα.
Βλέπεις, για κάποιους το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» ακόμη… ξενίζει. Έχουν πρόβλημα με το νά ‘ναι εθνική εορτή, διότι δεν καταφέρεται ενάντια σε κάποιο «άλλον»-εχθρό. Οπότε σιγή στις 17 Νοέμβρη. Όπως αποσιωπούμε —από διαφορετικές σκοπιές— την 15η Ιουλίου (1974), την 21η Απριλίου (1967), την 3η Δεκεμβρίου (1944), την 4η Αυγούστου (1936), την 15η Νοεμβρίου (1922), ακόμη και την 3η Σεπτέμβρη (1843). Στην ιδεολογική κόπωση, που θέλει το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» συνιδιοκτησία, καλά κάνουμε να προβληματιστούμε την έννοια του «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ» στην Αυστραλία του 21ου αιώνα.
Εν Μελβούρνη
17 Νοεμβρίου 2022