ΣΤΗ ΜΕΤΑ-COVID εποχή, οι Έλληνες του εξωτερικού πλησιάζουν ξανά και αναζητούν –σε αριθμούς-ρεκόρ– να επισκεφθούν, να επενδύσουν, να ιδρύσουν επιχειρήσεις, να σπουδάσουν και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Ποτέ δεν υπήρξε πιο κρίσιμη περίοδος για την Ελληνική κυβέρνηση στο να βοηθήσει τη διευκόλυνση των γραφειοκρατικών διαδικασιών για τους απόδημους Έλληνες.

Η Ελληνική κυβέρνηση έχει αναφέρει μια ραγδαία αύξηση στον αριθμό των ατόμων που επέλεξαν να εγκαταστήσουν τις επαγγελματικές και επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στην Ελλάδα. Αυτή η μετάβαση ατόμων, οικογενειών και επιχειρήσεων απαιτεί υποστήριξη από την Ελληνική κυβέρνηση για την διευκόλυνση στην αντιμετώπιση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και συστημάτων.

Αν και η Ελλάδα φλερτάρει ενεργά τη Διασπορά, η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν εμπόδια για τους απόδημους Έλληνες να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις υποθέσεις τους στην Αθήνα. Αυτά τα εμπόδια συμπεριλαμβάνουν τη γλώσσα και τη γραφειοκρατική ορολογία, την ανεπαρκή διαθεσιμότητα επίσημης τεκμηρίωσης, τον περιορισμένο υπό διάθεση χρόνο και την πρόσβαση σε ηλεκτρονικά συστήματα και υπηρεσίες στο Διαδίκτυο – ένα ουσιαστικό ζήτημα για τους μετανάστες της πρώτης γενιάς.

Ένας πιθανός τρόπος ενίσχυσης και υποστήριξης των αποδήμων Ελλήνων του εξωτερικού είναι μέσω της δημιουργίας ενός ενιαίου κυβερνητικού χώρου που θα βοηθά αποκλειστικά τους απόδημους Έλληνες σε τομείς όπως των επενδύσεων, της δημιουργίας επιχείρησης, των σπουδών και της μετεγκατάστασης στην Ελλάδα.

Ένας ενιαίος χώρος ή ένας κεντρικός κόμβος στην Αθήνα για τους απόδημους Έλληνες θα μπορούσε να προσφέρει:

– Πληροφορίες που να είναι ειδικά προσαρμοσμένες στις ανάγκες των αποδήμων Ελλήνων.

– Υπηρεσίες που να σχετίζονται ειδικά με τις ανάγκες των απόδημων Ελλήνων.

– Βελτιωμένη γνώση για βασικά θέματα όπως η υγειονομική περίθαλψη, οι διαδικασίες εκπαίδευσης και εγγραφής, τα τα πανεπιστημιακά μαθήματα διαθέσιμα σε ξένες γλώσσες, τα προγράμματα ανταλλαγής νέων, τις αιτήσεις διαβατηρίων, τη στρατιωτική θητεία, τη ρύθμιση βασικών φορολογικών θεμάτων όπως η απόκτηση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου και οι επενδύσεις.

– Πρόσβαση και υποστήριξη σε διαδικτυακές πύλες και ηλεκτρονικές υπηρεσίες καθώς επεκτείνονται όλο και περισσότερο.

– Άμεση σύνδεση μεταξύ της Διασποράς και τοπικών Οργανισμών και Ιδρυμάτων όπως τα πανεπιστήμια, συνεταιρισμοί και επενδυτικοί φορείς.

– Σύνδεση της Διασποράς με τοπικούς Οργανισμούς και φορείς ή Νομούς, που αναζητούν επενδύσεις και εταίρους για την συγκέντρωση κεφαλαίων.

Εντέλει, ένας τέτοιος χώρος θα γινόταν αναπόσπαστο σημείο αναφοράς και κέντρο επίσκεψης για τους απόδημους Έλληνες και ειδικά για τις επόμενες γενιές, κάθε φορά που θα βρίσκονταν, ή που θα περνούσαν από την Αθήνα. Ένας χώρος/μια υπηρεσία αυτού του είδους, θα μπορούσε να γίνει κέντρο πληροφόρησης και δραστηριότητας –μια “κυψέλη”– που ανοίγει περαιτέρω το διάλογο και τις διασυνδέσεις μεταξύ των κοινοτήτων του εξωτερικού και της ελληνικής κυβέρνησης. Θα είναι ένας χώρος που θα παρέχει τις ευκαιρίας να ενισχυθεί η επιθυμία της διασποράς να επισκεφθεί, να εργαστεί, να επενδύσει και να σπουδάσει στην Ελλάδα.

Αναμφίβολα, υπάρχουν παραλείψεις σε αυτή την ιδέα. Μεταξύ άλλων, το κόστος, ο σκοπός και ο κίνδυνος επικάλυψης, είναι όλα ζητήματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Επεξεργάζοντας αυτήν την ιδέα, ανακάλυψα ότι υπήρξε μια προσπάθεια για την στελέχωση ενός τέτοιου γραφείου στην Αθήνα πριν από περίπου τρεις δεκαετίες. Για μια περίοδο, όντως υπήρχε Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) για τους Απόδημους Έλληνες, που στεγαζόταν στη στοά του κτηριακού συγκροτήματος της οδού Ακαδημίας, όπου εδρεύει ο εκάστοτε Υφυπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητα τον Απόδημο Ελληνισμό. Η εμβέλεια και οι λόγοι παύσης της λειτουργίας αυτού του ΚΕΠ δεν είναι γνωστοί. Ωστόσο, ο χρόνος είναι διαφορετικός τώρα. Οι ανάγκες των Ελλήνων του εξωτερικού είναι σίγουρα διαφορετικές πλέον.

Ένας αποδοτικός, υψηλής τεχνολογίας χώρος “drop-in centre” στην Αθήνα είναι σημαντικός και απαραίτητος για τους απόδημους Έλληνες. Ένας χώρος όπου οι μελλοντικές γενιές θα αισθάνονται ευπρόσδεκτες να εξερευνήσουν και να συνδεθούν με την Ελλάδα και τις υπηρεσίες της, τους οργανισμούς και τα προγράμματά τους –ειδικά τώρα που η σχέση με συγγενείς που ζουν στην Ελλάδα γίνεται λιγότερο άμεση.

* Η Τάμυ Ηλιού έχει εργαστεί στο χώρο των οικονομικών και κυβερνητικής διοίκησης, στην Καμπέρα, στη Μελβούρνη, την Αθήνα και στο Λονδίνο. Έχει υπηρετήσει σε διάφορα Διοικητικά Συμβούλια ελληνικών οργανώσεων στη Μελβούρνη για πάνω από δύο δεκαετίες, και σε κύριες διοικητικές θέσεις όπως αυτές της αντιπροέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και της συμπροέδρου του πολιτιστικού Φεστιβάλ “Αντίποδες”.