Όσοι τον γνώρισαν μιλάνε με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν!

“Ήταν ένας σωστός άνθρωπος. Άψογος σε όλα του” μας λέει ο κουμπάρος του Δημήτρης Αποστολόπουλος για τον Μάκη Γυλοπίδη, έναν από τους πιο πολύτιμους και ακούραστους υπηρέτες της παροικίας μας που”έφυγε” για πάντα σε ηλικία 92 ετών.

Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Το θλιβερό μαντάτο τον βρήκε στην Ελλάδα και επιστρέφει στην Αυστραλία για τον ύστατο αποχαιρετισμό του Μάκη Γυλοπιδη.

Οι παλαιότεροι θα τον θυμούνται μπροστάρη τους αγώνες για τα ανθρώπινα και τον κοινοτικό θεσμό. Μεταξύ άλλων, για δεκαετίες υπηρέτησε την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης αλλά και την Κοινότητα Κλάϋτον με αυταπάρνηση.

Την ημέρα του γάμου του με την Αντωνία

Ένας πιο νέος συνεργάτης του, ο Θόδωρος Μάρκου, είπε στο “Νέο Κόσμο”:

“Με μεγάλη μου λύπη έμαθα για το θάνατο του Μάκη Γυλοπίδη παλαίμαχου υποστηρικτή του κοινοτικού θεσμού που υπηρέτησε για δεκαετίες την κοινότητα Clayton σαν μέλος, σύμβουλος και πρόεδρος.

Τον πρωτογνώρισα στην δεκαετία του 80 όταν μαζί με τους Γιάννη Δόλλη, Μπάμπη Προδρομίδη, Νίκο Μποσινάκη και Αριστείδη Λόλα πρωτοστατούσαν στους αγώνες που έκανε τότε η κοινότητα Clayton για την υπεράσπιση της ανεξαρτησία της.

Τον γνώρισα όμως καλύτερα, και θα έλεγα πως γίναμε και καλοί φίλοι, όταν συνεργαστήκαμε ως μέλη της εφορευτικής επιτροπής στις πολυτάραχες εκλογές της κοινότητας Μελβούρνης το 1990 όπου εκλέχτηκε ένα πολύμορφο ΔΣ που προερχόταν από τρεις διαφορετικούς συνδυασμούς. Ξημερώσαμε μαζί με το Μάκη μετρώντας τους ψήφους και χρειάστηκε να τους ξανά μετρήσουμε και άλλη μια φορά λόγω της περίπλοκης τότε κατάστασης.

 

Με την σύζυγό του όταν τα παιδιά τους ήταν μικρά

Από τότε και μετά τα λέγαμε σε τακτική βάση και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια μιας ακόμη περιπετειώδους περιόδου για την κοινότητα Μελβουρνης (2005-10) .

Πάντα ήρεμος, πάντα λογικός, πάντα συνεργάσιμος.

Του μίλησα για τελευταία φορά πριν μερικούς μήνες γνωρίζοντας πως η υγεία του δεν ήταν και η καλύτερη. Το ενδιαφέρον του όμως για τα κοινοτικά δεν είχε σβήσει. Δεν είχε πάψει να προβληματίζεται.

Ο Μάκης φεύγει σε μια στιγμή που είναι κρίσιμη για τον κοινοτικό θεσμό. Σε μια στιγμή που αναμφίβολα η ανεξαρτησία του βάλλεται από πολλά μέτωπα. Και ο Μάκης μια ζωή πάλευε για αυτή την ανεξαρτησία.

Στην αγαπημένη του Αντωνία που ήταν πάντα στο πλευρό του καθώς και στην υπόλοιπη οικογένειά του στέλνω τα πιο θερμά συλλυπητήρια μου.

Όλα συνεχίζονται”.

Με μέλη της οικογένειάς του

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ

Πριν δυο χρόνια η συνάδελφος Κλαίρη Γαζή είχε πάρει για λογιαριασμό του “Νέου Κόσμου” συνέντευξη από τον Μάκη Γυλοπίδη και μεταξύ άλλων έγραφε:

“Γνωρίζω τον κ. Μάκη Γυλοπίδη από τις αρχές του 1980, όταν άρχισε η δεύτερη θητεία μου ως εκπαιδευτικού στα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας. Ομολογώ ότι οσάκις αναφέρομαι στο όνομά του, αισθάνομαι σεβασμό. Γνώστης του Κοινοτικού Θεσμού και της διεξαγωγής των εκλογών της Κοινότητας, εκλεγόταν επί χρόνια προεδρεύων της Εφορευτικής Επιτροπής, τις πολυτάραχες τότε δεκαετίες. Θεωρώ ότι ως επιμελήτρια των εκλογών, μαθήτευσα κοντά του. Ωστόσο, τα τελευταία γεγονότα, με την ένταξη της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα, στο Bevan Avenue Clayton, όπου διαμένει, στους κόλπους της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, τον καθιστά και αξιόπιστο παράγοντα για μια κουβέντα εφ’ όλης της ύλης.

-Παροικιακός παράγοντας από το 1972. Ποια κατά τη γνώμη σας είναι τα γεγονότα που ξεχωρίζετε και που σημάδεψαν την πορεία της παροικίας μας;

-Θεωρώ ότι η παροικία όχι μόνο αναπτύχθηκε αλλά πρόκοψε. Χαίρομαι που βλέπω τη γενιά μας να παραδίδει νέους που διακρίνονται στις επιστήμες, την πολιτική και να διαδέχονται τους γονείς τους στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η παροικία μας ωρίμασε. Θετική είναι η πληθώρα των Συλλόγων Ηλικιωμένων που λειτουργούν ως τονωτική ένεση στα κουρασμένα γηρατειά, καθώς επίσης και η μέριμνα με την ίδρυση ευαγών ιδρυμάτων για την περίθαλψή τους.

-Απ’ ό,τι γνωρίζω, είχατε στενούς δεσμούς με την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και, ιδιαίτερα, με τον πρώην πρόεδρο κ. Γιώργο Φουντά. Από ποια πόστα υπηρετήσατε;

-Κατ’ αρχάς, να διευκρινίσω ότι ουδέποτε συμμετείχα σε Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας. Αφότου θυμάμαι, λάμβανα μέρος στις εκάστοτε Εφορευτικές Επιτροπές. Έλαβα μέρος στις εκλογές που επικράτησαν οι συνδυασμοί των Χρήστου Μουρίκη, Σάββα Παπασάββα, Δημήτρη Κτενά, Γιώργου Φουντά και Βασίλη Παπαστεργιάδη. Το θέμα των εκλογών ήταν μια θυελλώδης διαδικασία. Ειδικά με τους πρώτους, πολλές φορές κατέληγε και σε επεισοδιακή. Ξενύχτι με εντάσεις, αντιπαραθέσεις και, πολλές φορές, δεύτερη καταμέτρηση, παρουσία δύο αντιπροσώπων των αντιπολιτευόμενων συνδυασμών. Έφτασαν σε σημείο να με φωνάζουν «εκλογομάγειρα!» Με τον Γιώργο Φουντά έχω άψογες σχέσεις. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να τονίσω, ότι ο Γιώργος Φουντάς έχει προσφέρει πολλά στην Κοινότητα και αξίζει να αναγνωριστεί το έργο του.

-Πώς βλέπετε την αλλαγή στην Ελληνική Κοινότητα; Νομίζετε ότι το Πολιτιστικό Κέντρο στο κέντρο της πόλης εξυπηρετεί τις ανάγκες του Ελληνισμού;

-Θετικό. Είναι στο κέντρο της πόλης και πρακτικά εξυπηρετεί όλους τους ενδιαφερόμενος σε όποιο σημείο και αν διαμένουν. Το σημαντικότερο, διαιωνίζει την παρουσία των Ελλήνων στην Lonsdale Street στη Μελβούρνη. Όσον αφορά την αλλαγή φρουράς, θεωρώ ότι έπρεπε να γίνει. Η νέα τάξη πραγμάτων ζητούσε την αλλαγή. Ας ευχηθούμε, αν ποτέ κτιστεί το άλλο Πολιτιστικό Κέντρο, να υποστηριχθεί από τους νέους που, στο κάτω-κάτω, αυτοί αποτελούν τη συνέχεια.

-Πώς βλέπετε την ένταξη της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα στους κόλπους της Αρχιεπισκοπής;

-Θετικότατη. Πίστεψα στη δήλωση του σεβασμιότατου όταν ακόμα ήταν στην Κωνσταντινούπολη που είχε πει: «Έρχομαι στην Αυστραλία για να ενώσω το ποίμνιο και όχι να το διχάσω». Χαίρομαι που δεν έμεινε ρητορική, αλλά την έκανε πράξη. Έβαλε τέλος στον μακροχρόνιο αγώνα μας και μια τελεία στην ανωμαλία. Επιτέλους, έλαμψε η ανάσταση της ελπίδας στους κόλπους της Κοινότητάς μας! Χαίρομαι.

-Η καταγωγή σας;

-Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο χωριό Νέα Λιβερά κοντά στη Σπάρτη. Οι γονείς μου, Ιωάννης και Παρθένα, κατάγονται από τον Πόντο. Έμαθα το επάγγελμα του ράφτη. Τα τελευταία πέντε χρόνια πριν τη μετανάστευσή μου, τα πέρασα στην Αθήνα.

-Πότε πάρθηκε η απόφαση της μετανάστευσης; Μιλήστε μας για το ταξίδι σας, την πρώτη εγκατάσταση, την πρώτη δουλειά, κλπ.

-Το 1961. Δύσκολα χρόνια. Η Ελλάδα μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσπαθούσε να ορθοποδήσει και, συνάμα, ζούσε τα κατάλοιπα του εμφυλίου σπαραγμού. Δουλειές δεν υπήρχαν, οπότε αποδέχτηκα την πρόσκληση της Αντωνίας και σε τρεις μήνες παντρευτήκαμε. Αποκτήσαμε δυο γιους, τον Γιάννη και τον Ανδρέα, που μας χάρισαν 6 εγγόνια και 4 δισέγγονα. Ευλογία!

Ο Μάκης Γυλοπίδης πριν μερικές δεκαετίες