«Με εξαίρεση την Σλοβενία δεν θα μπορέσει μακροπρόθεσμα κανένα από τα κράτη που προέκυψαν από την Γιουγκοσλαβία του Τίτο να εκπληρώσει τους όρους της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε τους πολιτικούς, αλλά ούτε και τους οικονομικούς. Σε καμιά περίπτωση η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα πρέπει να ενσωματώσει τις βαλκανικές εστίες αναταραχής».
Helmut Schmidt, H Αυτοδυναμία της Ευρώπης, Μόναχο 2000, ελληνική μετάφραση Αθήνα 2003, σ. 169
Ι. Γεγονότα και φρόνημα στην επίσημη ιστοριογραφία του γειτονικού κράτους
«Τον Αύγουστο του 1904 συμμορίες που εκπαιδεύθηκαν και εξοπλίστηκαν στην Ελλάδα εισέβαλαν στην Μακεδονία με τουφέκια και μαχαίρια με σκοπό να πραγματοποιήσουν το πρόγραμμα του Μακεδονικού Κομιτάτου σχεδιασμένο στο πλαίσιο ενός τρομοκρατικού κινήματος. Η δράση τους ήταν περισσότερο σκληρή στο σαντζάκι της Θεσσαλονίκης και στις περιοχές Κοστούρ (Καστοριάς), Λερίν (Φλώρινας) και Βίτολα (Μοναστηρίου), δηλαδή σε μέρη που βρίσκονταν πλησιέστερα στην Ελλάδα και στρεφόταν εναντίον των χριστιανών κατοίκων που αρνούνταν να προσχωρήσουν στην ελληνική εκκλησία (Πατριαρχείο), να δηλώσουν ελληνικό φρόνημα και να στείλουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία: Ή θα αλλάξετε ή θα σκορπιστούν γύρω τα νεκρά κορμιά σας έγραφαν σε προκηρύξεις οι συμμορίτες … Οι Έλληνες συμμορίτες διέπρατταν δολοφονίες και σφαγές σχεδόν σε κάθε χωριό της Μακεδονίας». Ακολουθούν παρόμοιες αναφορές σε διάφορα περιστατικά. Την ευθύνη για όλα αυτά είχαν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο αξιωματικός Παύλος Μελάς, ο δημοσιογράφος Δημήτριος Καλαποθάκης και ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς. Αυτά και άλλα παρόμοια γράφονται σε άρθρο με θέμα τον Μακεδονικό Αγώνα στο συλλογικό έργο Η Μακεδονία και οι Μακεδόνες κατά το παρελθόν (La Macédoine et les Macédoniens dans le passé) που εκδόθηκε από το Ινστιτούτο της Εθνικής Ιστορίας των Σκοπίων το 1979 (Dr. K. Bitoski, «Armed action as means of Greek propaganda in Macedonia, 1904-1908», σ. 241-255).
Το ίδιο Ινστιτούτο εξέδωσε επίσης (και στα αγγλικά) το 2008 την Ιστορία του Μακεδονικού Λαού (History of the Macedonian People). Στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η κατάσταση στην Μακεδονία υπό ελληνική κυριαρχία» η κυριαρχία αυτή χαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα-ακαδημαϊκό ως «πολιτιστική γενοκτονία» (cultural genocide). «Από το 1919 ως το 1928 οι Έλληνες άλλαξαν τα μακεδονικά-σλαβικά τοπωνύμια σε πόλεις, χωριά, όρη και ποτάμια της Μακεδονίας του Αιγαίου, εξαφάνισαν ο,τιδήποτε θύμιζε ότι η περιοχή δεν ήταν ελληνική, δηλαδή ό,τι ανήκε σε άλλο λαό». Σε ό,τι αφορά τον λαό αυτόν, δηλαδή τον «μακεδονικό» σλαβικό πληθυσμό, αναφέρεται ότι σύμφωνα με τις μαρτυρίες Ιταλών διπλωματών το 1927 ζούσαν στη «Μακεδονία του Αιγαίου» 140 έως 150 χιλ. Σλαβομακεδόνες και κατόπιν ότι σύμφωνα με πληροφορίες από το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα το 1935 ο σλαβομακεδονικός πληθυσμός ανερχόταν σε 240 έως 280 χιλ. Ο συγγραφέας θεωρεί εξάλλου πολύ πιθανό ότι στις αρχές του 2ου παγκοσμίου πολέμου στο αιγαιακό τμήμα της Μακεδονίας υπό ελληνική κυριαρχία κατοικούσαν 250 έως 300 χιλ. «Mακεδόνες» (Ivan Katardziev, «The situation of the Makedonia under the role of Greece», σ. 219-223).
Με την πολιτική της «κρατικής τρομοκρατίας» (state terror) δημιουργήθηκε στη «Μακεδονία του Αιγαίου», όταν εγκαταστάθηκαν εκεί οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία ένα «νέο ελληνικό έθνος». Αυτό υποστηρίζεται στο βιβλίο Η Μακεδονία και οι σχέσεις της με την Ελλάδα (Μacedonia and its Relations with Greece) που δημοσιεύθηκε από την Ακαδημία Επιστημών το 1993 στο τοπικό ιδίωμα και μεταφράστηκε κατόπιν στα αγγλικά [ως συγγραφείς αναφέρονται τέσσερις ακαδημαϊκοί και έξι διδάκτορες-επιστημονικοί συνεργάτες]. Στο ιδιαίτερο κεφάλαιο με τον τίτλο «Αλλαγή τοπωνυμίων» («Change of Toponyms») τα σλαβικά τοπωνύμια που αντικαταστάθηκαν στο διάστημα 1918-1970 ανέρχονται σε 1966. Ακολουθούν παραδείγματα όπως: Βοδενά (Έδεσσα), Λιμπάνοβο (Πέλλα), Όστροβο (Αρναία), Λαρίγκοβο (Αιγίνιον), Βαλοβίστα (Σκύδρα), Κούτλες (Βεργίνα), Βιστρίτσα (Αλιάκμων), Βαρδάρ (Αξιός), Βαλοβίστα (Σιδηρόκαστρο), Κουζνίκα (Παγγαίον).
Από την Ακαδημία Επιστημών εκδόθηκαν επίσης στο διάστημα 2007-2013 διάφορα έργα για την πολιτιστική και πολιτική ιστορία της «Μακεδονίας». Από τα τελευταία, το περιεχόμενο των οποίων γίνεται ευρύτερα γνωστό με τις αγγλικές περιλήψεις των δημοσιευμένων σε αυτά ανακοινώσεων, αναφέρονται εδώ τα πρακτικά δύο διεθνών συνεδρίων: «Εκατό χρόνια από τους Βαλκανικούς πολέμους» (Σκόπια 3 έως 4 Δεκεμβρίου 2012, εκδόθηκε το 2013) και «Η Ειρήνη του Βουκουρεστίου-Η Μακεδονία και τα Βαλκάνια» (Σκόπια 31 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 2013, εκδόθηκε το 2014). Στην ανακοίνωση με θέμα: «Η τύχη του άμαχου πληθυσμού της Θεσσαλονίκης κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων» από την Ν. Κotlar-Τραίκοβα (καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας) στο πρώτο περιγράφονται οι βαρβαρότητες που διέπραξαν στην πόλη κατά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους εις βάρος των αμάχων κατοίκων (Ιουδαίων, Μουσουλμάνων και Χριστιανών) Έλληνες και Βούλγαροι. Με τον βουλγαρικό στρατό φαίνονται όμως ότι πολέμησαν στον πρώτο όπως και στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο το 1912 και 1913 «Μακεδόνες» εθελοντές από την Θεσσαλονίκη, την Έδεσσα, την Καστοριά, τα Σκόπια, την Αχρίδα, το Κουμάνοβο και αλλού (περίπου 16000 άνδρες σε ιδιαίτερες μονάδες του τακτικού στρατού και 2174 ως άτακτοι) σύμφωνα με την ανακοίνωση του Alex. Trajanovski, καθηγητού στο Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας, 75000-100000 σύμφωνα με ανακοίνωση του Alex. Stoichev, διδάκτορα της ιστορίας στο Εθνικό Μουσείο, με την εξής τελευταία παράγραφο της αγγλικής περίληψης που παρατίθεται εδώ στο πρωτότυπο:
«Some sources emphasize the contribution of the Macedonian people as an ally in the Balkan wars by the statement: „The occupied peoples of the Balkan with their military actions, within the allied war against Turkey, substantially contributed to the victory of the allied forces. The most numerous were the Macedonians, who actively participated in the fight on the side oft he allies, strongly believing that it was not for the interest of the Balkan monarchies, but for their own national liberation”» (αγγλικές περιλήψεις, σ. 169,193,202).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το συνέδριο με την άποψη που διατυπώνεται στην εισαγωγική ομιλία («Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στη Βαλκανική Ειρήνη–Η μακεδονική θεώρηση») του ακαδημαϊκού Βλάντο Καμπόβσκι: «Η έναρξη του πρώτου Βαλκανικού πολέμου αποτελεί ένα αποφασιστικής σημασίας γεγονός στη μακεδονική ιστορία. Με τον πόλεμο αυτό άρχισε η τραγωδία του Μακεδονικού λαού και κρίθηκε η τύχη του που επισφραγίσθηκε με την ειρήνη του Βουκουρεστίου το 1913 -ειρήνη που διέσπασε τον Μακεδονικό λαό ως σύνολο και καθιέρωσε τα υφιστάμενα ως τώρα σύνορα μεταξύ της Μακεδονίας του Βαρδάρη (σήμερα Δημοκρατία της Μακεδονίας) που κατέλαβε η Σερβία, την Μακεδονία του Πιρίν που κατέλαβε η Βουλγαρία και την Μακεδονία του Αιγαίου που κατέλαβε η Ελλάδα». Ακολουθούν η διαπίστωση ότι η συνθήκη αυτή δεν συνέβαλε στην σταθερότητα της περιοχής με το λάθος να μην αναγνωρισθεί η ενότητα και η εθνική ταυτότητα του Μακεδονικού λαού και τρία ιστορικά διδάγματα στο δεύτερο μέρος της αγγλικής περίληψης τα οποία έχουν ως εξής (οππ.σ.21-22)
«The first and foremost is that sustainable peace can not be secured by war or any violent solution of the type striving for greater national states or similar concepts still circulating in the Balkans. Neither war nor a violent or imposed solution provide a lasting peace but a temporary truce, if it does not resolve the basic contradictions that have contributed to its initation.
The next lesson is that the consequences of any war cause a severe pressure on the collective memory of the people and burden the relations between people and nations for tens and even hundreds of years after the war. On this basis, ideas and feelings of vulnerability, distrust and even mutual fear develop, which has a long-term negative impact on the relations between states.
And the third, in my opinion the most important lesson concerning the common future of the Balkan peoples is that the search for solutions for lasting and stable peace can never be associated with the retaining and strengthening of the ethno-centric concept of state, which emphasizes the dominance of one nation or religion over the other national, ethnic, racial or religious groups. Lasting peace can only be provided by the development of societies based on the principles of the democratic constitutional state, based on the respect of the equal natural rights and freedoms of citizens, the equal position of national, ethnic, racial and religious groups, tolerance and dialogue in a multicultural society. These postulated values should represent not only the fundamentals of the internal organization of the Balkan states, but also of their mutual inter-state-relations.
We should work all together, through a stronger network of progressively oriented intellectuals, artists, writers, politicians, in the Balkan Union of cultural nations, on the realization of such postulates, through the process of Euro-Atlantic integration of the countries, as well as through intensive direct communication of all the basic structures of our societes: science, culture and economy».
Εξίσου αποκαλυπτικά είναι όσα γράφονται στην ανακοίνωση του ίδιου με τίτλο: «Η Μακεδονία στους Βαλκανικούς πολέμους και οι συνέπειες της Συνθήκης του Βουκουρεστίου» στο δεύτερο συνέδριο: «Είναι λοιπόν αναμφισβήτητο ότι η κατοχή και ο διαμελισμός της Μακεδονίας έγιναν αφού προηγήθηκε η βίαιη ματαίωση της συγκρότησης του κράτους του Μακεδονικού Έθνους και η απόρριψη του νομίμου δικαιώματος της αυτοδιάθεσης από τις δυνάμεις που υπέγραψαν την ειρήνη. Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές για διαρκή ειρήνη και συνεργασία στην σύγχρονη εποχή είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι με την ειρήνη του Βουκουρεστίου παγιώθηκε το βαλκανικό μοντέλο του εθνoκεντρικού κράτους. Σε αντίθεση όμως προς τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, το μοντέλο αυτό δεν προήλθε από την συμβίωση της ιδέας της ατομικής ελευθερίας με εκείνη του κοινωνικού συμβολαίου ως βάση της κρατικής εξουσίας… Νέες προοπτικές μπορούν να προκύψουν μόνο με την ιδέα μιας εθνικής και πνευματικής επανάστασης που θα καταστήσει δυνατή την μετάβαση στο δημοκρατικό κράτος της κυριαρχίας του νόμου και στην πολυπολιτισμική κοινωνία που σέβεται τα δικαιώματα του πολίτη στην βάση του συνταγματικού πατριωτισμού» (αγγλική περίληψη, σ. 20-21).
«Macedonias’ division in 1913 was the final tear of the already tattered cultural and national fabric of the Macedonian people … Separation from the motherland, creating in a foreign language, and on top of that a myriad of other pressures and conditions, brought about changes in the psychodrama of the Macedonian literary creator» είναι μερικές από τις χαρακτηριστικές φράσεις με τις οποίες περιγράφονται οι δυσμενείς συνέπειες που είχε για την λογοτεχνία της «Μακεδονίας» η συνθήκη του Βουκουρεστίου σε σχετική ανακοίνωση στο ίδιο συνέδριο (N. Radiceski, αγγλική περίληψη, οππ. σ. 298).
ΙΙ. Η ρεαλιστική μετριοπάθεια του Κίρο Γκλιγκόροφ
Διαφορετική είναι η αφετηρία της πολιτικής σκέψης του Κίρο Γκλικόροφ, πρώτου προέδρου της γειτονικής χώρας και κορυφαίου πολιτικού στην Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία. Την γνωρίζουμε από τα «Απομνημονεύματά» του που φρόντισε να μεταφραστούν στα ελληνικά (Αθήνα 2001), μια εκτενή συνέντευξη στην εφημερίδα «Το Βήμα» (που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Ο γείτονας» στις 29 Ιουνίου 1997) και την ίδια την πολιτική πράξη. Στο παρόν σημείωμα παρατίθενται δυο παραθέματα από τα «Απομνημονεύματα», δύο από την συνέντευξη και ένα παράδειγμα από την πράξη.
«Άλλο ένα σημείο που μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα ήταν και ο κίνδυνος να εμφανιστεί και στην Μακεδονία ο εθνικισμός, όπως συμβαίνει και με όλες τις άλλες Δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Πρέπει να πω με αίσθημα ικανοποίησης ότι ξεπεράσαμε αυτούς τους κινδύνους, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, παρόλο που έγιναν προσπάθειες, ιδιαίτερα εκ μέρους των συμπατριωτών μας του εξωτερικού αλλά και από συγκεκριμένες οργανώσεις εντός της χώρας να θέτουν τα ερωτήματα: Τι θα γίνει με την Μακεδονία του Αιγαίου, τι θα γίνει με την Μακεδονία του Πιρίν, τι θα γίνει με τα εδάφη και τον πληθυσμό μας στην Αλβανία και άλλα παρόμοια. Πρέπει να ειπωθεί ότι αυτές οι βλέψεις προς τα έξω δεν είχαν ακόμη πεταχτεί στην χωματερή της ιστορίας».
Ενδεικτικό είναι επίσης το δεύτερο παράθεμα για την συγκεκριμένη αναφορά σε πρόσωπα της πολιτικής ηγεσίας της χώρας του: «Από τις πρώτες κιόλας μέρες μετά την εκλογή μου, βρεθήκαμε στο γραφείο μου ο Πρόεδρος της Βουλής Στογιάν Άντοφ, ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ειδημόνων Νικόλα Κλιούσεφ, ο Αντιπρόεδρος Λιούπτσο Γκεοργκιέφσκι και κάποιος άλλος υπουργός. Τότε τους είπα: Πρέπει ξεκάθαρα να πούμε ότι δεν έχουμε εδαφικές διεκδικήσεις προς κανένα γείτονά μας. Υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις. Μήπως μπορούμε να παραιτηθούμε από την ιδέα για την ένωση της Μακεδονίας; Σαν να μου έλεγαν: Αν απαρνηθείς αυτό το πράγμα, καλύτερα να επιστρέψεις στο Βελιγράδι. Και άλλα αυτού του ύφους … Αλλά εγώ συνέχισα να τους εξηγώ: δεν θα απαρνηθούμε την ιδέα, μόνο που δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε κάτι τέτοιο μέσω άμεσης διεκδίκησης εδαφών και αλλαγής συνόρων. Πρέπει να βγάλουμε διδάγματα από την ίδια μας την ιστορία, όπως και από την βαλκανική ιστορία, πρέπει να δούμε τις πραγματικότητες στον κόσμο».(οππ.σ.106,470)
Εντυπωσιακή είναι επίσης η ρεαλιστική μετριοπάθεια του σπουδαίου πολιτικού με την οποία απαντά σε σχετικές ερωτήσεις του δημοσιογράφου στην συνέντευξή του στην εφημερίδα: «Θεωρώ από την πλευρά μας ότι έχει προταθεί ένας συμβιβασμός στο πρόβλημα του ονόματος που βοηθά και τις δυο πλευρές. Και εμείς να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας και την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και το ελληνικό Κοινοβούλιο να πεισθούν ότι ως το τέλος κράτησαν την υπόσχεσή τους και δεν αναγνώρισαν την χώρα μας με όνομα που περιέχει τον όρο Μακεδονία. Με αυτή την πρόταση σκεφτήκαμε ρεαλιστικά, δεν μπορούμε να εξαναγκάσουμε την Ελλάδα να μας αναγνωρίσει ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» αν η ίδια δεν το επιθυμεί, ούτε και καμία άλλη χώρα. Εσείς μπορείτε να ονομάσετε την χώρα μας, όπως θέλετε. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Την Γερμανία. Σύμφωνα με το σύνταγμα ονομάζεται Ντοιτσλαντ. Η διεθνής κοινότητα όμως την ονομάζει Γερμανία… Το ξέρετε ότι υπάρχουν 4-5 διαφορετικές ακόμη ονομασίες της Γερμανίας διεθνώς; Αφότου επέστρεψα από την Αμερική και δημοσιοποίησα ότι κατετέθη αυτή η γραπτή πρόταση στον πρέσβη σας κ. Ζαχαράκη, όλες οι εφημερίδες μας τάχθηκαν εναντίον της. Χρειαζόταν γενναιότητα όμως για μια τέτοια πρόταση, αλλά ταυτόχρονα χρειαζόταν και ένας ρεαλισμός. Πρέπει να ζήσουμε μαζί… Στον λαό μας έπρεπε να περάσουμε το μήνυμα ότι δεν τον χωρίζει τίποτε από τον ελληνικό λαό. Έχουμε στο κάτω-κάτω ίδια πίστη, ίδια ήθη και έθιμα. Και δεν υπάρχει λόγος να δημιουργηθεί μίσος και έλλειψη ανοχής μεταξύ μας».
Το παράδειγμα από την πράξη: Κατά την συνάντηση εκπροσώπων χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που έγινε στα Σκόπια στις 8 Απριλίου 1997, η γειτονική χώρα εκπροσωπήθηκε με τον χαρακτηρισμό «φιλοξενούσα χώρα» και όχι ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Στην οξύτατη κριτική από ηγέτες πολιτικών κομμάτων εναντίον του Γκλιγκόροφ, ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιόρνταν Πάνοφ απάντησε ότι προτιμήθηκε ο χαρακτηρισμός αυτός «χάριν των καλών γειτονικών σχέσεων» (εφ. «Μακεδονία», 11/4/1997).
ΙΙΙ. Η πρόταση για το όνομα: το κράτος, το έθνος, η γλώσσα
Στο σχετικά εκτενές κεφάλαιο των Απομνημονευμάτων του με τον τίτλο «Ο αγώνας για το όνομα Μακεδονία» (σ. 262 κε.) ο Γκλικόροφ δίνει διεξοδικές περιγραφές των διαφόρων φάσεων του ζητήματος-περιγραφές που εξακολουθούν να είναι και στην παρούσα περίσταση χρήσιμες Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα (σ. 317): «Δύσκολο είναι να απαριθμηθούν οι διάφορες προτάσεις και οι αμέτρητοι «νονοί» που με διάφορους τρόπους και αφορμές εξέθεταν πιθανές λύσεις για το όνομα του κράτους μας, με διάφορα γεωγραφικά, ιστορικά, εθνικά και άλλα συμπληρώματα στην λέξη Μακεδονία ή με ολοκληρωτική παράλειψή της. Προτείνονταν ποικίλες διπλές, τριπλές κ.ο.κ. φόρμουλες. Μια από αυτές, αμερικανικής προέλευσης, ανεπίσημα διέρρευσε με τον χαρακτηρισμό: Οι Μακεδόνες να ονομάζουν το κράτος τους Δημοκρατία της Μακεδονίας, οι Έλληνες Δημοκρατία των Σκοπίων, ενώ στη διεθνή επικοινωνία να χρησιμοποιείται το Νέα Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και τέτοιες προτάσεις είχαμε κατά δεκάδες, ένας συνεργάτης μου ισχυρίζεται ότι έχει συλλογή με πάνω από 100 τέτοια παραδείγματα».
Στα «συμπληρώματα» που εννοεί ο Γκλικόροφ ανήκουν επίσης οι προσδιορισμοί «Βόρεια», «Σλαβομακεδονία», «Σλαβική Μακεδονία», «Μακεδονία του Βαρδάρη», «Σλαβική Μακεδονία του Βαρδάρη» (198-221) όπως και η ονομασία «Κεντρική Βαλκανική Δημοκρατία»· τις συζητεί και τις απορρίπτει όλες, διότι συνεπάγονται την αποσταθεροποίηση του κράτους, θεωρώντας ως την μόνη αποδεκτή για γενική, δηλ. διεθνή, χρήση την συνταγματική ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (σ. 197, 224, 284). Η κατά την γνώμη μου πληρέστερη και από διάφορες απόψεις περισσότερο ενδιαφέρουσα εξήγηση έχει ως εξής: (σ. 222): «Υπογραμμίζαμε πως δεν πρόκειται μόνο για το όνομα ενός κράτους, αλλά για την ιστορία μας διότι σε ένα μακρόχρονο ιστορικό πλαίσιο αυτά τα εδάφη ονομάζονταν πάντα Μακεδονία. Από εκεί προέκυψε η ανάγκη αυτός ο λαός, ως ένας από τους σλαβικούς λαούς της περιοχής, να βρει την θέση που του ανήκει ως ξεχωριστό έθνος και από εκεί προέρχεται το όνομά μας «Μακεδόνες», αφού εδώ μένουμε, εδώ είναι η μοίρα μας κ.λ.π. Το να απαρνηθείς κάτι τέτοιο ή να κάνεις συμβιβασμό δεν ισοδυναμεί με τους συμβιβασμούς που γίνονται καθημερινά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν ξέρω που αλλού, όπου ένας διεκδικεί περισσότερα και ο άλλος πληρώνει λιγότερα -τέτοια συμβαίνουν κάθε μέρα στη ζωή. Εγώ είχα πλήρη επίγνωση ότι ο μακεδονικός λαός ποτέ δεν θα εγκατέλειπε το όνομα της χώρας του και ότι κάθε λογής παραβίαση αυτής της αρχής, ακόμη και αν γίνει με τις ευλογίες των ισχυρών της ημέρας, θα προκαλέσει πολιτικούς κραδασμούς και εσωτερικές εντάσεις».
– Στην επιχειρηματολογία αυτή παραβλέπεται ο αλυτρωτικός «Μακεδονισμός» των συμπατριωτών του, τον οποίο ο Γκλικόροφ αλλού κατηγορηματικά απορρίπτει.
– Παραβλέπεται το λάθος ότι το γειτονικό κράτος αποτελεί ένα μικρό μόνο μέρος της περιοχής που καλύπτει ο όρος Μακεδονία.
– Παραβλέπεται η ιστορική πραγματικότητα κατά την οποία η περιοχή κατοικήθηκε από ένα ελληνικό φύλο με ιδιαίτερα σημαντική θέση στην ελληνική ιστορία.
– Παραβλέπεται το γεγονός ότι ο «Μακεδόνας» των Σκοπίων δεν έχει την συλλογική μνήμη και γενικά το συλλογικό αίσθημα του Μακεδόνα της Θεσσαλονίκης, της Φλώρινας, της Κοζάνης και άλλων πόλεων ή χωριών που συνδέονται με την ελληνική προέλευση του ονόματος και την ιστορική παρουσία του αρχαίου φύλου των Μακεδόνων.
– Παραβλέπεται ακόμη η εσφαλμένη σύνδεση της ονομασίας του έθνους με την ονομασία του κράτους εφόσον, από την μια μεριά υπάρχουν μεγάλα, μεσαία ή μικρά κράτη τα ονόματα των οποίων για διαφορετικούς κατά περίπτωση λόγους δεν εμφαίνουν το έθνος και από την άλλη ότι το γειτονικό κράτος είναι πολυεθνικό με τους Σλάβους κατοίκους του να αποτελούν το 65% του πληθυσμού του.
Η πρώτη έκδηλη (και γι’ αυτό αναμφισβήτητη) πραγματικότητα, που θα έπρεπε και θα μπορούσε να αποτελεί την βασική αφετηρία για την επίλυση του προβλήματος, είναι ακριβώς αυτή η πληθυσμιακή ιδιομορφία του γειτονικού κράτους, όπου οι Αλβανοί κατά την τελευταία απογραφή του 2002 αποτελούν με το 25% εθνική συνιστώσα. Συνδυαζόμενη με την επίσης αυτονόητη ανάγκη να δηλώνεται η ενότητά του ως πολιτικής οντότητας, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό -ενότητα που απαιτεί η σταθερότητα της περιοχής και επιθυμούν εκτός από τους κυβερνώντες σε αυτό, ιδιαιτέρως η Ελλάδα και ο διεθνής παράγων- η αφετηρία αυτή οδηγεί στην ονομασία «Ενωμένη Δημοκρατία Makedonija” (αγγλιστί United Republic of Makedonija), με το ακρωνύμιο UROM, όπου με Makedonija εννοείται μόνο η σλαβική περιοχή. Η σλαβική απόδοση ανταποκρίνεται μόνη αυτή στην προσιδιάζουσα και καθιερωθείσα από το γειτονικό κράτος χρήση περιγράφοντας την καθορισμένη στα γνωστά σύνορα ύπαρξή του. Χωρίς την δήλωση αυτού του ιδιαίτερης σημασίας χαρακτηριστικού σλαβικού στοιχείου, οποιαδήποτε άλλη σύνθετη ονομασία είναι για την ευρύτερη περιοχή, αλλά και για το ίδιο το κράτος λίγο-πολύ προβληματική. Γι’ αυτόν τον λόγο προφανώς οι μεσολαβητές Βάνς και Όουεν είχαν προτείνει τον Μάρτιο του 1993 την ονομασία Nova Makedonija, την οποία δέχθηκαν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Μ. Παπακωνσταντίνου [Το ημερολόγιο ενός πολιτικού – Η εμπλοκή των Σκοπίων, Αθήνα 1994, σ. 386, 460] και τέσσερεις κορυφαίοι Έλληνες διπλωμάτες (Β. Θεοδωρόπουλος – Ε. Λαγάκος – Γ. Παπούλιας – Ιω. Τζούνης) με την επισήμανση ότι η πρόταση αυτή είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Γραμματέως του ΟΗΕ, ο οποίος δεν είχε παραλείψει να συμβουλευθεί και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας [Σκέψεις και Προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική, Αθήνα 1995, Κεφ. ΙΙΙ: Σκόπια, σ. 38]. Την αμετάφραστη ονομασία «Republica Macedonija” είχε προτείνει εξάλλου προσφάτως από την «Διεθνή Δεξαμενή Σκέψης» (International Crisis Group) ο συνεργάτης της Ε. Τζότζεφ, σύμφωνα με μαρτυρία του Υπουργού των Εξωτερικών Ν. Ντιμιτρώφ, που δημοσιεύθηκε σε άρθρο της εφ. «Καθημερινή», 7/10/2018 με τίτλο «Απόρρητα πρακτικά των αρχηγών της ΠΓΔΜ».
Η αποδοχή της ονομασίας «Βόρεια Μακεδονία» και λανθασμένη είναι, επειδή προκαλεί επιβλαβείς συνειρμούς (Βόρεια και Νότια Κορέα), επειδή ενισχύει συνειρμούς που επιτρέπουν την διατήρηση του αλυτρωτικού ιδεολογήματος αλλά και επειδή δεν συμφέρει στο ίδιο το γειτονικό κράτος, εφόσον δεν δηλώνεται ο χαρακτήρας του ως ενιαίας πολιτικής οντότητας, αλλά και επειδή προκαλεί την δίκαιη αντίδραση της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Μεγάλη Βρετανία είχε δεχθεί μετά από απαίτηση της Γαλλίας (εξαιτίας της γαλλικής Βρετάνης) την μετονομασία της σε «Ηνωμένο Βασίλειο» με την οποία σήμερα είναι γνωστή και η οποία θα μείνει και μετά την αποχώρησή της από την Ε.Ε. Στο διεθνές περιβάλλον η χρήση του ονόματος Μακεδονία (Macedonia, Macédoine, Mazedonien) πρέπει και μπορεί να αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα της χώρας μας και για τον λόγο ότι η μέχρι τούδε διαφορετική πρακτική αναγκάζει τους Έλληνες του εξωτερικού στις ΗΠΑ, στον Καναδά και ιδιαιτέρως στην Αυστραλία να διακρίνονται στις ονομασίες των συλλόγων τους ως «Έλληνες Μακεδόνες» ή «Μακεδόνες Έλληνες».
Από τις ονομασίες της εθνότητας, αναγκαίας επίσης για την πολιτική σταθερότητα του γειτονικού κράτους, η μόνη που ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, δηλαδή την τεκμηριωμένη με τις εκατοντάδες επιγραφές και άλλα πολιτιστικά στοιχεία ελληνική παρουσία σε όλη σχεδόν την περιοχή του ως τον 4ο-5ο αι. μ.Χ είναι “Σλαβομακεδόνες” που σημαίνει ότι οι γείτονες είναι Σλάβοι (Έλληνες-Μακεδόνες). Αυτό αφήνουν να εννοηθεί Σκοπιανοί επιγραφολόγοι που χαρακτηρίζουν τα ονόματα Επιγένης και Δημοκράτης ως «Greek, i.e.Macedonian» ή «greco-makedonskom» αντιστοίχως [A. Keramitčiev, Živa Antika 23 (1973) σ. 147. B. Dragojević-Josifovska, Živa Antika 33 (1983, σ.23].
Η ονομασία της ιθαγένειας (για την οποία ο Μ. Παπακωνσταντίνου πρότεινε τον όρο Novomakedonski, όπως και για την γλώσσα) μπορεί να είναι «Μακεδονίτης» σύμφωνα με άλλα ελληνικά παράλληλα, η ονομασία για την γλώσσα «Μακεδονίτικα».
IV. Η Συμφωνία των Πρεσπών: Ιδεολογικές προκαταλήψεις και πολιτικές συνέπειες
Η διαπραγμάτευση με τους γείτονες με το πνεύμα της κατανόησης, με την οποία την εννοούσε ο Γκλιγκόροφ θα πρέπει πρώτα-πρώτα να αφορά ό,τι είναι απαράδεκτο ή επιβλαβές και για τα δύο μέρη και γραφόταν και εξακολουθεί να γράφεται από την Ακαδημία Επιστημών και το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας του γειτονικού κράτους:
* Ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν ελληνικό φύλο και ότι εξέλειπαν από τον 2ο αι. π.Χ.
* Ότι οι Έλληνες άσκησαν μια πολιτιστική γενοκτονία μεταξύ των άλλων αλλάζοντας και τα σλαβικά τοπωνύμια στην χώρα τους.
* Ότι ο μακεδονικός αγώνας ήταν μια ένοπλη προπαγάνδα με λεηλασίες και εγκλήματα.
* Το ποικιλοτρόπως προβαλλόμενο και στο Εξωτερικό ιδεολόγημα της διαμελισμένης με την συνθήκη του Βουκουρεστίου Μακεδονίας [βλ. σχετικά A. Rossos, Macedonia and the Macedonians, Stanford-California 2008, H. Pulton, Who are the Macedonians, Λονδίνο 1999] δεν προβληματίζει μόνο εξαιτίας των αναφορών στην ιδέα της αναθεώρησης της συνθήκης, αλλά και βλάπτει την γειτονική χώρα και μειώνει το επιστημονικό κύρος των υπεύθυνων για την προβολή του ιδεολογήματος υποστηρικτών του εξαιτίας των εσφαλμένων ιστορικών προϋποθέσεων: Το ότι «Μακεδόνες» εθελοντές συμπολέμησαν με τον βουλγαρικό στρατό δικαιολογεί το γεγονός ότι υπέστησαν τις συνέπειες της ήττας, αλλά και επιτρέπει την εκδοχή που θέλει τους Μακεδόνες αυτούς να αισθάνονται Βούλγαροι. Την εκδοχή αυτή υπονοούν δυο Αλβανοί ιστορικοί στο συνέδριο του 2012 (αγγλική περίληψη σ. 215). Την προβάλλει όμως με έμφαση ο R. Kaplan στο βιβλίο Τα φαντάσματα των Βαλκανίων (= Balkan Ghosts, Nέα Υόρκη, 1993) με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλεί την φορτισμένη αντιπαράθεση από διδάκτορα ιστορικό του Πανεπιστημίου στο ίδιο συνέδριο (αγγλική περίληψη σ. 460).
Η συμφωνία των Πρεσπών με τα γνωστά πολιτικά γεγονότα που συνόδευσαν και στις δυο χώρες την υπογραφή της βλάπτει για συγκεκριμένους λόγους, εκτός από τα δυο μέρη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ διότι με ό,τι καθορίζει και ό,τι παραβλέπει δυσχεραίνει αντί να διασφαλίζει την σταθερότητα της περιοχής.
* Ένα προξενείο της «Βόρειας Μακεδονίας» είναι αδιανόητο στη Θεσσαλονίκη ή στην Φλώρινα όπως είναι αδιανόητες και οι επισκέψεις αξιωματούχων του γειτονικού κράτους στους Περιφερειάρχες της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.
* Οι επισκέπτες από το γειτονικό κράτος που διάβασαν στο πρωτότυπο και οι ξένοι που διάβασαν στα αγγλικά ό,τι γράφεται στο γειτονικό κράτος ή στο εξωτερικό για τους απηνείς διωγμούς των Μακεδόνων του Αιγαίου που διέπραξαν οι Έλληνες θα φεύγουν από την χώρα μας με εντυπώσεις που συνιστούν φαινόμενο μοναδικό στην εποχή μας.
* Το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη θα αποτελεί πρόκληση για τους επισκέπτες από το γειτονικό κράτος που θα βλέπουν σε αυτό ότι άτεγκτοι εγκληματίες συμμορίτες στη χώρα τους είναι στη δική μας οι τιμώμενοι Μακεδονομάχοι.
* Η «αναγκαστική προσαρμογή» των εμπορικών σημάτων και εμπορικών ονομασιών ελληνικών επιχειρήσεων που επιβάλλει η συμφωνία, αποτελεί επίσης αρνητική μοναδικότητα σύμφωνα με την παραστατική περιγραφή της στο ακόλουθο σχετικό σχόλιο: «Είναι αδιανόητο για την επιχειρηματική κοινότητα της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας γενικότερα να κληθούν οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη Μακεδονία και παράγωγά της σε ονομασίες προϊόντων ή εταιρικές επωνυμίες ή εμπορικά σήματα, να κάνουν τροποποιήσεις σε αυτά. Την ίδια θέση θα έπαιρνε νομίζω κάθε επιχειρηματίας σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Φαντάζεται κανείς ότι θα δεχόταν μια επιχείρηση από την Βαυαρία, παραδείγματος χάριν, μια αυτοκινητοβιομηχανία ΄ή μια ζυθοποιία ή κάποια επιχείρηση παραγωγής τυριού ή οινοποιία από επαρχίες της Γαλλίας, που κάνουν χρήση εμπορικών ονομάτων και σημάτων με γεωγραφικό προσδιορισμό, να τις υποχρεώσουν να βγάλουν τη χρήση του γεωγραφικού όρου από την εμπορική επωνυμία τους ή την ονομασία των προϊόντων τους; Υπάρχουν ελληνικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία και παράγωγά του εδώ και πολλές δεκαετίες ίσως μάλιστα και πριν σκεφτεί το γειτονικό κράτος να κάνει χρήση αυτού του όρου…Εξετάζοντας λοιπόν μόνο την οικονομική διάσταση και μάλιστα στην δύσκολη συγκυρία όπου η οικονομία μας βλέπει τις εξαγωγές σαν μια από τις ελάχιστες πηγές εισροής κεφαλαίων στη χώρα μας, εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε οποιαδήποτε σκέψη για ενέργεια που θα βλάψει ανεπανόρθωτα τις εξαγωγές μας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει η χώρα μας να είναι απόλυτη και να μην κάνει καμία απολύτως υποχώρηση». (Από την δήλωση του Προέδρου του Εμπορικoύ και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης για το ζήτημα των εμπορικών σημάτων και των εμπορικών ονομασιών Ιωάννη Μασούτη, Δελτίο ΕΒΕΘ, Μάιος-Αύγουστος 2018, σ. 64-65).
Ποια ιδιαίτερη σημασία μπορεί να έχει η επιδίωξη της γειτονικής χώρας (ή ακριβέστερα της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας της μετά τον Κ. Γκλιγκόροφ) να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει το βιβλίο του κορυφαίου Σκοπιανού διπλωμάτη Victor Gaber, Αναγνώριση και άρνηση. Η Ελλάδα και οι Μακεδόνες μετά τις Βερσαλλίες (Recognition and Denial. Greece and the Macedonians after Versailles) που εκδόθηκε πρώτα στα Σκόπια (το 1986), στα αγγλικά στην Αυστραλία (όπου ο συγγραφέας υπηρετούσε ως πρέσβυς από το 2004) το 2008 και στα αγγλικά πάλι στα Σκόπια το 2009. Από την περίληψη παρατίθενται τρεις παράγραφοι με αναφορά στο εύλογο ενδιαφέρον της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και της «Μακεδονικής Διασποράς» για την τύχη της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, ενδιαφέρον που συνδέεται και με την αναθεώρηση της συνθήκης του Βουκουρεστίου και εκείνης των Βερσαλλιών (!) [σελ. 170-171]:
«Ιn understanding the practical and civilized needs for the „exploitation” of minorities as an irreplaceable „bridge of cooperation” in one’s own and mutual development with the neighbor, one might also justly inquire whether there is any legal argument to sustain the right of the Republic of Macedonia and Macedonians in the Diaspora to express interest in the destiny of the Macedonian national minority in Greece?
The answer to this question should be sought in the international communication of the Greek State, or rather its official representatives with other international subjects. Needless to say, the facts in the matter are the obligations it had assumed with the endorsement of a series of international treaty and convention provisions and statements made before international organization bodies, as well as other sovereign countries and their representatives.
However, in reality, such facts expressed in the decisions of the constitution of a Macedonian State by the Macedonian nation itself, is a factual negation of international agreement solutions that formulated Macedonians’ destiny without their direct consent. As a Result, one might also justly claim that the decisions brought at ASNOM in 1944, the Referendum of September 8, 1991 and the prospective membership of the Republic of Macedonia in the European Union, are all links of a chain of events, in the process of overcoming the circumstances imposed upon this nation, by the Peace Treaties of Bucharest and Versailles».
Η Συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε για τον ένα ή τον άλλο λόγο να υποστηριχθεί και για τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επικυρωθεί· δύσκολα όμως θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν οι επιφυλάξεις που με περισσή σαφήνεια εκφράζει ένας σπουδαίος Ευρωπαίος πολιτικός, όπως ήταν ο Γερμανός καγκελάριος Helmut Schmidt.
Στον κατάλογο των δωρητών με τις αντίστοιχες χρηματικές συνδρομές για την ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας από το βιβλίο του T. Mionski, “Makedonians in Western Australia ( Σκόπια 1999, Παράρτημα 4ο), από τα 716 πρόσωπα 210 έχουν ελληνικά επώνυμα και από αυτά αρκετά ελληνικά ονόματα. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: Αδάμος Κώστας, Γεωργιάδης Χρήστος, Γεωργίου Δημήτριος, Ευαγγέλου Βασίλειος, Κυριακίδης Σίμος, Ματράκης Μανόλης, Μάδρος Παναγιώτης, Νικόπουλος Δημήτριος, Παράσχος Κώστας, Παπαδόπουλος Δημήτριος, Πετρόπουλος Νικόλαος.
Από πού ακριβώς προέρχονται αυτοί οι ελληνογενείς συμπατριώτες των Σλάβων μεταναστών της Αυστραλίας, πώς και γιατί διατήρησαν επί δύο τουλάχιστον γενιές τα ελληνικά ονόματα και τι τους συνδέει ακόμη με αυτούς και ποια είναι η φρονηματική τους σχέση με την Ελλάδα, είναι ερωτήματα που μπορούν να απαντηθούν μόνο αφού προηγουμένως έχουν συγκεντρωθεί σχετικά δεδομένα από άλλες εκδηλώσεις. Μια- ίσως η περισσότερο ενδιαφέρουσα- είναι η περιγραφόμενη στην έγκυρη γερμανική επισκόπηση των συγχρόνων κρατών “Fischer Weltalmanach” του 2010 (“Mazedonien”, σ.356): Τον Ιούλιο του 2007 κατά την 60η επέτειο της “εκδίωξης” που υπέστησαν παιδιά τότε από την Ελλάδα 6000 “Μακεδόνες του Αιγαίου” που συγκεντρώθηκαν στα Σκόπια, ζήτησαν να τους αποδοθεί η ελληνική υπηκοόητητα και η περιουσία των ιοκογενειών τους στην Ελλάδα. Το αίτημα διαβιβάσθηκε μάλιστα από τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας στην ελληνική κυβέρνηση (από την οποία ευλόγως απορρίφθηκε.
Σε αυτούς τους “Μακεδόνες του Αιγαίου” που ζητούν την πολιτογράφηση στην Ελλάδα και την απόδοση περιουσιών ανήκουν πιθανότατα πολλοί από τους συμπατριώτες τους με τα ελληνικά ονόματα στο Πέρθ της Αυστραλίας. Από τις περιγραφές που δίνει ο Γκλικόροφ στα “Απομνημονεύματα” του (βλ. Παράρτηαμ 6ο) είναι οι σφοδρότεροι υποστηρικτές του αλυτρωτισμού στο γειτονικό κράτος. Από την ενδεχόμενη εισδοχή του κράτους αυτού στην Ευρωπαική Ένωση είναι πολύ πιθανόν να προβληθούν από οποιαδήποτε κυβέρνηση και τα δυο αιτήματα- μια άλλη συνέπεια, ίσως η σοβαρότερη της Συμφωνίας των Πρεσπών (βλ. Σχεετικά και το άρθρο του υπογράφοντος “Η Ελλάς και το κράτος των Σκοπίων” στην εφημερίδα “Εθνικός Κήρυξ” της Νέας Υόρκης, 15 Σεπτεμβρίου 2009).
Ιωάννης Τουλουμάκος
Ομότιμος Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ