Το «τσουνάμι» της πανδημίας του κορονοϊού έφερε στα όρια αντοχής του -και- το σύστημα Υγείας.
Προβλήματα προϋπήρχαν, σε όλη την Αυστραλία, κυρίως με την έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, ωστόσο ειδικά κατά τις περιόδους μεγάλων εξάρσεων της COVID-19, πολλά δημόσια νοσοκομεία «πνίγηκαν».
Τα κρούσματα, αν και σε αύξηση τελευταία, δε βρίσκονται στα επίπεδα που ήταν φέτος τον χειμώνα, ή πέρυσι τέτοια εποχή, όταν η «Όμικρον» ξεκινούσε να σαρώνει. Αλλά, ο κορονοϊός παραμένει στη ζωή μας.
Την ίδια ώρα, πολλές εξετάσεις που αναβλήθηκαν εν μέσω πανδημίας… εκκρεμούν, οι υγειονομικές υπηρεσίες τελούν ακόμη υπό πίεση, οι GPs είναι δυσεύρετοι -ειδικά αυτοί που δέχονται ασθενείς για τους οποίους πληρώνει μόνο το Medicare (bulk-billing)- και η αναμονή στα νοσοκομεία ξεπερνά τις «λίγες ώρες».
Σε αυτόν τον κυκεώνα, αρκετοί ομογενείς μας, νιώθουν πιο τυχεροί καθώς έχουν τους «δικούς τους» γιατρούς εδώ και χρόνια, τους οποίους γνωρίζουν καλά και εμπιστεύονται. Η κατάσταση δεν είναι όμως «ρόδινη» για όλους.
Κάποιοι συνταξιούχοι, ήδη αναγκάζονται να περιορίσουν τις επισκέψεις σε GPs ακόμη και για σημαντικές εξετάσεις, καθώς το «bulk-billing» μόνο, περικόπτεται από αρκετές κλινικές, που χρεώνουν και «κάτι παραπάνω» στην προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν επίσης στις οικονομικές πιέσεις που υπάρχουν για τη λειτουργία τους.
Και δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι, αλλά και νεότερα άτομα, που χρήζουν ιατρικής φροντίδας σε πιο τακτική βάση, όμως δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος ή οικογένειες με μικρά παιδιά, με το άγχος να τους καταβάλει.
Ο κλάδος της Γενικής Ιατρικής (GP), είναι στα πρόθυρα κατάρρευσης. Σύμφωνα με τις προβλέψεις εάν η κυβέρνηση δε λάβει ουσιαστικά μέτρα άμεσα, η Αυστραλία θα έχει έλλειψη 11.500 οικογενειακών ιατρών σε δέκα χρόνια.

«Υπήρξε ένα 10ετές πάγωμα της επιδότησης του Medicare, το οποίο έπληξε βαθιά τη Γενική Ιατρική. Το εισόδημά μας είναι άμεσα συνδεδεμένο με την επιδότηση αυτή (rebate) του Medicare», επεσήμανε τον περασμένο Οκτώβριο η Δρ Magdalena Simonis*, μιλώντας στον «Νέο Κόσμο» και την Ίριδα Παπαθανασίου.
Ανέφερε δε, ότι παρότι οικονομικά πλέον δε συμφέρει τους GPs, εκείνοι τείνουν να μη χρεώνουν ασθενείς τους την επίσκεψη τους (πέρα από την κάλυψη του Medicare) από συμπόνοια.
Αν και οι GPs αγαπούν αυτό που κάνουν, τόνισε η Δρ Simonis, αισθάνονται ότι δεν υποστηρίζονται, ούτε αναγνωρίζονται από την κυβέρνηση. Ιδίως σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Και εάν η προληπτική φροντίδα είναι ελλιπής, εάν οι ασθενείς, δεν έχουν πρόσβαση στους οικογενειακούς γιατρούς τους, θα μεταβούν στα Επείγοντα ενός δημόσιου νοσοκομείου, που δεν είναι σε θέση, πάντα, να ανταπεξέλθουν στον «φόρτο».
«Υπήρξε ρεκόρ χαμηλής επίδοσης των δημόσιων νοσοκομείων, με τους ασθενείς να περιμένουν περισσότερο καθώς το σύστημα έχει ‘μπλοκάρει’», υπογραμμίζει η Δρ Simonis, σε νέο άρθρο της, στην Αγγλόφωνη έκδοση του «Νέου Κόσμου».
«Υπάρχουν πολλαπλοί παράγοντες που επηρεάζουν … με αποτέλεσμα σχεδόν το 40% των ασθενών να χρειάζεται να περάσει περισσότερες από τέσσερις ώρες σε ένα τμήμα Επειγόντων σε εθνικό επίπεδο».
«Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση που έχει καταγραφεί στα τμήματα Επειγόντων εδώ και 20 χρόνια…».
«Ορισμένοι από τους παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό είναι ότι τα νοσοκομειακά συστήματα δε χρηματοδοτούνται ώστε να λειτουργούν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους για παρατεταμένες περιόδους. Τα μοντέλα στελέχωσης τους δεν έχουν σχεδιαστεί για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες, όπως η ταχεία εισαγωγή (ασθενών) λόγω της πανδημίας COVID, τα υπερφορτωμένα τμήματα Επειγόντων και οι πόροι που έχουν ανακατευθυνθεί από τα υπάρχοντα τμήματα για να καλύψουν τις ανάγκες σε προσωπικό».
«Τα μοντέλα χρηματοδότησης πρέπει να αλλάξουν, καθώς το σύστημα Υγείας χρηματοδοτείται για να λειτουργεί σχεδόν στο μέγιστο δυναμικό, όταν δεν υπάρχει πανδημία, όχι εν μέσω πανδημίας. Το σημερινό μοντέλο χρηματοδότησης … δεν είναι κατάλληλο για τον σκοπό του … δε λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον αυξανόμενο και γηράσκοντα πληθυσμό της Αυστραλίας με πιο σύνθετες ανάγκες υγείας».
«Το μοντέλο δεν παρέχει επαρκή χρηματοδότηση για να κρατήσει τους ανθρώπους μακριά από τα νοσοκομεία μέσω της προληπτικής και κοινοτικής φροντίδας. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε περισσότερους γενικούς ιατρούς (GPs), να παρέχουμε επιπλέον υποστήριξη στους GPs και χρειαζόμαστε καλύτερες κοινοτικές υπηρεσίες και υποστήριξη για τις χρόνιες παθήσεις».
«Οι GPs εργάζονται πέρα από τις μέγιστες δυνατότητές τους εδώ και πολλά χρόνια και τώρα που οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να επιστρέφουν για τις καθυστερημένες τακτικές εξετάσεις και τις εξετάσεις τους, η καθυστέρηση πρέπει να αντιμετωπιστεί, μαζί με τα τρέχοντα ζητήματα COVID».
«Η COVID δεν έχει εξαφανιστεί. Αυτή τη στιγμή βιώνουμε το τέταρτο κύμα COVID. Πολλοί άνθρωποι είναι άρρωστοι, ενώ εκτιμάται ότι 1 στους 2 Αυστραλούς έχει προσβληθεί από αυτό μέχρι στιγμής».
«Είχαμε φυσικές καταστροφές με πλημμύρες σε Βικτώρια, Νέα Νότια Ουαλία και Κουίνσλαντ. Κάποια ιατρεία έκλεισαν λόγω των πλημμυρών, στα μέρη που επλήγησαν περισσότερο, όπου ήδη υπάρχουν μακροχρόνιες ελλείψεις γιατρών».
«Συχνά ξεχνάμε ότι οι γενικοί γιατροί και οι νοσηλευτές είναι άνθρωποι. Οι ίδιοι και το προσωπικό τους πρέπει να έχουν χρόνο για ξεκούραση, λόγω ανάρρωσης από ασθένεια ή λόγω υποχρεώσεων φροντίδας. Οι νοσοκομειακοί γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό αρρωσταίνουν λόγω του COVID, ορισμένοι υποφέρουν από επαγγελματική εξουθένωση, και ως εκ τούτου οι υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν τίθενται σε σοβαρό κίνδυνο».
«Η μακρά COVID (long COVID) είναι εδώ και είναι πραγματικότητα. Περίπου το 6,2% του πληθυσμού έχει συμπτώματα μακράς COVID, κάτι που σημαίνει ότι τρεις μήνες μετά τη νόσηση με COVID, πάσχουν από δυσφορία/αδιαθεσία και συμπτώματα που απαιτούν τακτική ιατρική φροντίδα και διερεύνηση. Αυτό το διαχειρίζονται οι ήδη υπερφορτωμένοι γενικοί γιατροί στην κοινότητα».
«Οι λίστες αναμονής των νοσοκομείων για ραντεβού στα εξωτερικά ιατρεία έχουν επεκταθεί στους 12 και 18 μήνες, και αυτοί που περιμένουν συνεχίζουν να βλέπουν τον GP τους για τις τρέχουσες παθήσεις τους».
«Οι GPs πρέπει στη συνέχεια να προσπαθήσουν πολύ για να δουν τους ασθενείς τους νοσοκομειακοί γιατροί, κάτι που επίσης απαιτεί χρόνο».
«Το επάγγελμα του GP έχει υποτιμηθεί για χρόνια από τις διαδοχικές κυβερνήσεις. Το ‘πάγωμα’ (της χρηματοδότησης) του Medicare έχει μειώσει το ενδιαφέρον των πτυχιούχων ιατρικής για τη Γενική Ιατρική, κάτι που σημαίνει ότι λιγότεροι εκπαιδευόμενοι ‘περνούν από το σύστημα’, με αποτέλεσμα να υπάρχει επικίνδυνη έλλειψη Γενικών Ιατρών σε ορισμένες περιοχές».
«Το μεγαλύτερο μέρος του υπάρχοντος πληθυσμού Γενικών Ιατρών είναι έμπειροι και μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά επίσης εργάζονται σκληρά επί δεκαετίες. Κάποιοι έχουν επιλέξει να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα μετά την πίεση που τους άσκησε η COVID, τα επακόλουθά της και τα χρόνια του ‘παγώματος’ του Medicare, και ο συλλογικός αντίκτυπος όλων αυτών δεν έχει ακόμη κορυφωθεί».
«Άνθρωποι που δεν έχουν δει το γιατρό τους για πολύ καιρό λόγω των περιορισμών της COVID, ‘επιστρέφουν’ τώρα (για εξετάσεις) δημιουργώντας έτσι μεγαλύτερες λίστες, με μεγαλύτερες ανάγκες και με ασθένειες που έχουν προχωρήσει. Όλα αυτά σημαίνει ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος ή χρειάζονται περισσότερες επισκέψεις».
«Η ψυχική υγεία του γενικού πληθυσμού έχει επιδεινωθεί για πολλούς λόγους, όπως ο πληθωρισμός, η COVID, η εργασιακή ανασφάλεια και οι τιμές των κατοικιών. Οι GPs παρέχουν την πιο φθηνή και προσιτή συμβουλευτική υπηρεσία στους πολίτες σε όλη την Επικράτεια και αυτό είναι επιπλέον της εργασίας που ήδη κάνουν».
«Στις αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές της Αυστραλίας οι γιατροί και τα ιατρεία αγωνίζονται να κρατήσουν τις πόρτες τους ανοιχτές και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα».
«Όσον αφορά στην ‘εμπλοκή’ στα νοσοκομεία και τις κακές επιδόσεις τους, τα στοιχεία του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Υγείας και Πρόνοιας (Australian Institute of Health and Welfare) αποκαλύπτουν ότι οι χρόνοι αναμονής για ορισμένες βασικές χειρουργικές επεμβάσεις (essential elective surgery) μειώθηκαν την περίοδο 2021-2022, αλλά αυτό είναι πιθανότατα αποτέλεσμα της προσθήκης λιγότερων ασθενών στη λίστα αναμονής για να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση…».
«…Η μείωση του όγκου οφείλεται πιθανότατα σε ασθενείς που έχουν ‘κολλήσει’ στη λίστα αναμονής … ή αναζητούν περίθαλψη μέσω του ιδιωτικού συστήματος Υγείας επειδή δεν μπορούν να περιμένουν άλλο. ‘Επιστρέφουν’ και αυτοί στους GPs τους.
«Πρέπει να ενισχύσουμε τη στήριξη των GPs και να παρέχουμε καλύτερα μοντέλα χρηματοδότησης για το σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης και το νοσοκομειακό σύστημα. Δεν μπορούμε να αντέξουμε αυτό το επίπεδο πίεσης εάν το πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας μας, οι γενικοί γιατροί μας, δεν είναι σε θέση να κάνουν αυτό στο οποίο είναι καλύτεροι».
*Η Δρ Magdalena Simonis, εκτός από τα καθήκοντά της ως GP, είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Γενικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, εκλεγμένη εκπρόσωπος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου Γενικής Ιατρικής του Αυστραλιανού Ιατρικού Συλλόγου (Australian Medical Association-AMA), και μέλος της Ειδικής Επιτροπής για την Ποιότητα της Φροντίδας του RACGP (Βασιλικού Κολεγίου Γενικών Ιατρών Αυστραλίας).