Το Ανώτατο Δικαστήριο του Νεπάλ διέταξε την αποφυλάκιση του Γάλλου, Σαρλ Σομπράζ (Charles Sobhraj), του κατά συρροή δολοφόνου, που έγινε γνωστός με το προσωνύμιο «Ερπετό» (The Serpent), και ευθύνεται για μια σειρά φόνων σε χώρες της Ασίας τη δεκαετία του 1970.
Ο 78χρονος σήμερα Σομπράζ, που κρατείται στις φυλακές του Νεπάλ από το 2003, καταδικασμένος για τον φόνο δύο Αμερικάνων τουριστών εκεί, θα αποφυλακιστεί για λόγους υγείας.
«Εάν δεν υπάρχουν άλλες κατηγορίες σε βάρος του ώστε να παραμείνει στη φυλακή, το δικαστήριο διατάζει να αποφυλακιστεί σήμερα και (…) να επιστρέψει στη χώρα του μέσα σε 15 ημέρες», ανέφερε η δικαστική απόφαση.
Ο Σομπράζ, από Ινδό πατέρα και Βιετναμέζα μητέρα, είχε δύσκολη παιδική ηλικία στη Γαλλία και κατέληξε πολλές φορές στη φυλακή για μικροαδικήματα.
Τη δεκαετία του 1970 άρχισε τα ταξίδια στον κόσμο και βρέθηκε στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης, την Μπανγκόκ.
Συνήθιζε να προσεγγίζει τα θύματά του, να γίνεται φίλος τους και στη συνέχεια να τα ναρκώνει, να τα ληστεύει και να τα σκοτώνει.
Στις περισσότερες περιπτώσεις επρόκειτο για τουρίστριες από δυτικές χώρες.
«Ήταν καλλιεργημένος, ευγενικός», δήλωσε η Nadine Gires, η οποία έγινε φίλη με τον Σομπράζ όταν μετακόμισε στην πολυκατοικία της στην Μπανγκόκ εκείνη τη χρονιά.
Αλλά σύντομα άρχισε να φοβάται τον γείτονά της, ο οποίος μεταμφιεζόταν σε έμπορο πολύτιμων λίθων για να προσελκύσει ταξιδιώτες με μετρητά πριν τους επιτεθεί.
«Πολλοί άνθρωποι αρρώσταιναν στο σπίτι του», δήλωσε η κα Gires στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) πέρυσι. «Δεν ήταν μόνο ένας απατεώνας … ένας ληστής τουριστών, αλλά και ένας σατανικός δολοφόνος».
Το πρώτο του θύμα πιστεύεται ότι ήταν μια νεαρή Αμερικανίδα που βρέθηκε νεκρή το 1975, φορώντας μόνο το μπικίνι της, σε μια παραλία της Πατάγια.
Το όνομα του Σομπράζ συνδέεται με περίπου 20 φόνους.
Συχνά χρησιμοποιούσε τα διαβατήρια των ανδρών που σκότωνε για να ταξιδεύει στον επόμενο προορισμό του.
Το προσωνύμιο «Ερπετό» -από την ικανότητά του να αλλάζει ταυτότητα για να ξεφεύγει από τις Αρχές- έδωσε τον τίτλο και σε μια επιτυχημένη σειρά του BBC και του Netflix που βασίστηκε στη ζωή του.
Ο Σομπράζ συνελήφθη στην Ινδία το 1976 και καταδικάστηκε για τον φόνο ενός Γάλλου τουρίστα σε ένα ξενοδοχείο στο Δελχί.
Η παραμονή του πίσω από τα κάγκελα ήταν «πολυτελής». Δωροδοκούσε φρουρούς με πολύτιμους λίθους και μεγάλα χρηματικά ποσά και έδινε εξωφρενικές συνεντεύξεις σε δυτικούς δημοσιογράφους, στις οποίες περιέγραφε λεπτομερώς τους φόνους και τα εγκλήματά του.
Το 1986, κατάφερε να αποδράσει για λίγο διοργανώνοντας ένα πάρτι στην «πολυτελή πτέρυγα» του, όπου νάρκωσε τους φρουρούς. Η Αστυνομία τον συνέλαβε τελικά στη Γκόα και επέστρεψε στη φυλακή.
Αφέθηκε ελεύθερος το 1997 και επέστρεψε στο Παρίσι, όπου ζούσε μια επιδεικτική ζωή, χρεώνοντας τεράστια ποσά για συνεντεύξεις.
Το 2003 αποφάσισε να επιστρέψει στο Νεπάλ, ωστόσο εκεί εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του.
Εντοπίστηκε έξω από ένα καζίνο στο Κατμαντού από έναν δημοσιογράφο, ο οποίος έγραψε σχετικά.
Συνελήφθη λίγο αργότερα και καταδικάστηκε σε ισόβια το 2004 για τη δολοφονία της Connie Jo Bronzich, μιας 29χρονης Αμερικανίδας, το 1975.
Καταδικάστηκε το 2014 για τη δολοφονία του Laurent Carrière, ενός 26χρονου Καναδού, το 1975.
Ο Lok Bhakta Rana, δικηγόρος του Σομπράζ, δήλωσε ότι ο πελάτης του «δεν έχει δικαίωμα να φύγει από τη χώρα», αλλά «θα απελαθεί εντός 15 ημερών. Από τη φυλακή, θα τον στείλουν στο γραφείο μετανάστευσης, το οποίο θα είναι ένα κελί. Επεξεργάζονται την απέλασή του και θα μπορούσε να φύγει πολύ νωρίτερα».
Το 2008, ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ο Σομπράζ παντρεύτηκε την κόρη του δικηγόρου του, Nihita Biswas, που είναι 44 χρόνια νεότερή του.
*Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP, Reuters