«Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είναι εθνική στιχουρχός και κάθε τραγούδι της είναι σαν εθνικός ύμνος για τον Έλληνα»

Η κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός του Καρόλου Κουν, Αννίτα Σαντοριναίου, μιλά στον «Νέο Κόσμο» για τον ρόλο της στην παράσταση «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου»

Όταν η κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός του Καρόλου Κουν, Αννίτα Σαντοριναίου που ζει και μεγαλουργεί τα τελευταία 37 χρόνια στην Κύπρο «συνάντησε» στην Μεγαλόνησο την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, την στιχουργό που έχει γράψει τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια, οι κριτικές των Κυπριακών μέσων μαζικής ενημέρωσης ήταν διθυραμβικές. Πρόκειται για μία πολυπαράσταση με τον ίδιο τίτλο σε πρωτότυπο θεατρικό κείμενο της Χριστιάνας Αρτεμίου, σκηνοθεσία Γιώργου Μουαΐμη, με 60 συντελεστές, ζωντανή μουσική από επαγγελματίες μουσικούς και τραγουδιστές και χορευτικά από την επαγγελματική ομάδα της σχολής χορού ΜΑΜΒΟ.

Το κοινό αγάπησε πολύ το έργο. Υπάρχουν δεκάδες θεατές που το ξαναείδαν και τρείς και πέντε φορές. Το προφίλ της κ. Σαντοριναίου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατακλύστηκε από εξαιρετικά σχόλια για τη «μοναδική», «συγκινητική», «καθηλωτική», « συγκλονιστική» και «ανεπανάληπτη» ερμηνεία της. Μέσα στο 2018 έγιναν τρεις κύκλοι παραστάσεων στα μεγαλύτερα θέατρα και αμφιθέατρα της Κύπρου και το Φεβρουάριο του ερχόμενου έτους προετοιμάζεται ο 4ος.

Η αφίσα της παράστασης

Η Αννίτα Σαντοριναίου μίλησε στον «Νέο Κόσμο» για το ρόλο της στην «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», μια γυναίκα μύθο, ένα ψηφιδωτό που εμπεριέχει τις μικρές αφηγήσεις από όπου άντλησε εκείνη στη ζωή της , αφηγήσεις από ένα σώμα Ελλάδας που κατακερματιζόταν.

Ποια ήταν η βαθύτερη ανάγκη σας να συμμετέχετε σε αυτήν την παράσταση;

ΑΣ: «Κάθε ηθοποιός που τιμά το επάγγελμά του και σέβεται τον εαυτό του θέλει να ερωτευτεί να ονειρευτεί το ρόλο που θα αναλάβει. Όταν η Χριστιάννα Αρτεμίου μου έδωσε να διαβάσω το κείμενο που είχε γράψει για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και με μεγάλη αγωνία περίμενε αν θα αποδεχόμουν να το παίξω, το διάβασα μονορούφι. Η γυναίκα αυτή άσκησε πάνω μου μεγάλη γοητεία και θέλησα να μάθω όλα όσα πιο πολλά μπορούσα. Διάβασα γι’ αυτήν κυρίως από τα δύο βιβλία που υπήρχαν και εξιστορούσαν τη ζωή της, το ένα που έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και το άλλο που η εγγονή της η Ρέα Μανέλη. Το δύσκολο οδοιπορικό της, τη στάση της στη ζωή, την εσωτερική της δύναμη, τον τρόπος που είχε να ενεργοποιεί δυνάμεις τέτοιες ώστε να μη γονατίσει στις δυσκολίες, τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή της ο έρωτας, γενικότερα την αντισυμβατικότητα αυτής της γυναίκας σε εποχές και συνθήκες πολύ δύσκολες. Όλα αυτά με έθελξαν αφάνταστα. Και με συναντούσαν σε αρκετά σημεία. Ένιωσα την ανάγκη να την καταλάβω. Να την ερμηνεύσω. Να την συμπονέσω, να την συναντήσω σε όλα. Ίσως μάλιστα να ένιωθα βαθύτερα ότι ίσως με αυτόν τον τρόπο να ανακάλυπτα και να ερμήνευα πράγματα που αφορούσαν και μένα την ίδια».
Ποιες προσωπικές σας αναμνήσεις ανέσυρε η τριβή σας με το ρόλο;

Σκηνή από την παράσταση

Μοιραστείτε μαζί μας την πιο σημαντική εάν θέλετε.

«Μία γυναίκα στην ηλικία μου είναι γεμάτη από βιώματα ζωής πολλά, όπως είναι φυσικό. Δεν είναι απλές αναμνήσεις. Είναι μετάγγιση, είναι σαν κέντημα ζωής πάνω στην ψυχή μου, στο αίμα μου. Είναι σαν τατουάζ ανεξίτηλο στον ψυχισμό και στο πετσί μου. Τα παιδικά μου χρόνια στην μεταπολεμική και στην μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν ξέγνοιαστα, αλλά δύσκολα. Η στάση ζωής των γονιών μου, των θείων μας. Ο αγώνας τους για επιβίωση, αλλά πιο σημαντικό ο αγώνας τους για υποστήριξη αρχών και αξιών με πολύ βαρύ τίμημα με σφράγισε. Η δικαιοσύνη και η ισότητα και ο αντιρατσισμός τους εγγράφηκαν μέσα μου. Η αυτοθυσία και ο αλτρουισμός τους πρωταγωνιστούσαν στις πράξεις τους. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση για να βάλει τις δικές της εικόνες και τις δικές της αρχές σε εισαγωγικά. Τα ντοκιμαντέρ και οι ταινίες των παιδικών και νεανικών μου χρόνων ήταν οι διηγήσεις των μεγάλων. Οι ιστορίες του αγώνα τους σε δύσκολους, ύπουλους και παράλογα σκληρούς καιρούς, ο τρόπος που ζούσαν ήταν φάρος φωτεινός και πρότυπο για μας τους μικρούς. Αν σου αφηγηθώ μία από τις χίλια και μία ιστορίες που η μια θα έλεγε της άλλης εγώ είμαι η σημαντικότερη θα αδικούσα τις υπόλοιπες χίλιες. Γι’ αυτό θα σου αφηγηθώ την ιστορία ενός πουλιού. Ο δικός μου πατέρας στα πέτρινα εκείνα χρόνια ήταν πολιτικός εξόριστος στην Ικαρία, δύο χρόνια σχεδόν. Πείνα μεγάλη, τροφή πουθενά, έφτιαξε μία σφεντόνα αυτοσχέδια για να ρίξει σε κανένα πουλί, να το ψήσει για να φάει κάτι. Χτύπησε ένα και έτρεξε να το πάρει. Όταν το είδε κάτω ξεψυχισμένο το πήρε στα χέρια του πεινασμένος, άνοιξε ένα μικρό λάκκο στο χώμα και το έθαψε με φροντίδα και μετάνοια και ορκίστηκε να μην ξανασκοτώσει πια πουλί. Η σφεντόνα του από κείνη την ημέρα κυνηγούσε τα πιο ψηλά αμύγδαλα και τα πιο ψηλά κλαδιά των αμυγδαλιών που δεν έφταναν να τα μαζέψουν .Έτσι χόρταινε μια χαρά την πείνα του δίχως να βλάψει ούτε μία ψυχούλα του Θεού. Χρόνια μετά κάποιο άλλο πουλί του ανακοίνωσε, εγώ, δηλαδή, ότι αποφάσισα να φύγω για την Κύπρο ακολουθώντας την καρδιά μου. Με κοίταξε πολύ σοβαρός εμένα το μοναχοπαίδι του και μου είπε «Παιδί μου, δεν μπορώ να σε εμποδίσω. Να σε συμβουλέψω μόνο μπορώ. Αλλά δεν έχω το δικαίωμα να σου απαγορεύσω να ανοίξεις τα φτερά σου, να πετάξεις».

Ποια ήταν τελικά η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου;
«Ήταν ένας άνθρωπος με τα όλα του. Από ελληνικό πηλό φτιαγμένος. Στο πρόσωπο της συναντάς την σύγχρονη ιστορία του Ελληνισμού. Βρίσκεις το καλό και το κακό. Την πονηριά και την ευθύτητα. Την λεβεντιά και το ραγιαδισμό. Την παθιασμένη και την παραδομένη. Την ανεύθυνη και την υπεύθυνη. Την ερωτική και την ανέραστη. Το σατανά και την Αγία. Πρόσωπο μεγάλο η «γριά» του ελληνικού τραγουδιού. Χάραξε με τρόπο ανεξίτηλο γενιές και γενιές Ελλήνων που τους τραγούδησε τα πάθη και τα λάθη τους. Κι αυτοί την τραγουδούν και θα την τραγουδούν γιατί μίλησε κατευθείαν μέσα στην καρδιά τους. Όπως λέει και η ίδια το λαϊκό τραγούδι είναι η εθνική ψυχή. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και ύστερα με την τεχνική. Πιστεύω ότι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δεν είναι πρόσωπο πια. Είναι μύθος».

Γιατί πιστεύετε ότι είχε τόσο μεγάλη απήχηση η παράσταση στο κοινό της Κύπρου;
«Απλώς γιατί ο Κύπριος Έλληνας είναι. Τον αγγίζει ως το μεδούλι του ό,τι μυρίζει Ελλάδα και Ελληνισμό. Με αυτά τα τραγούδια χόρεψε, γέλασε, γλέντησε, έκλαψε, τραγούδησε για χρόνια πολλά. Στην παράστασή μας τα ακούει αυτά τα τραγούδια και βλέπει να τα χορεύουν κιόλας. Και τα βλέπει να ζωντανεύουν μέσα από τη συγκλονιστική διήγηση αυτής της γυναίκας που ερμηνεύω και είναι φυσικό να τον συνεπαίρνει και η ιστορία και τα τραγούδια και ο χορός που γεννιέται. Ο ζεϊμπέκικος, παραδείγματος χάρη, από ένα τραγούδι ρεμπέτικο της Παπαγιαννοπούλου. Η παράσταση είναι μία πολυπαράσταση, θα έλεγα, που ο θεατής θα συγκινηθεί, θα γελάσει μέχρι δακρύων, θα κλάψει θα σιγοτραγουδήσει, θα ακούσει και θα ξανακούσει τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα, τον Καζαντζίδη, τον Ξαρχάκο, τον Ζαμπέτα , τον Χιώτη. Θα θυμηθεί την ιστορία των τελευταίων 100 χρόνων του Ελληνισμού να ξετυλίγεται μπροστά του.

Το έργο αυτό και ως κείμενο και τα τραγούδια του, συγκινούν τον κάθε Έλληνα του απανταχού Ελληνισμού. Γιατί το οδοιπορικό της Παπαγιανοπούλου είναι και η δική τους δύσκολη και μακριά πορεία. Πιστεύω, μάλιστα, ότι οι Έλληνες της Αυστραλίας κρατούν σαν φυλακτό τις μνήμες της πατρίδας. Πατάνε πάνω στην παράδοση και προχωράνε . Και όπως λέει και ο Σαββόπουλος “Κι ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις ο έξω Ελληνισμός θα προχωρεί και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί”.

Θα ήθελα να αναφέρω κάτι πολύ χαρακτηριστικό. Κάποια φίλη και αγαπημένη συνάδελφος, η Τζένη Γαϊτανοπούλου, μου είπε ότι θα ήθελε να βλέπει αυτήν την παράσταση κάθε μέρα…»

Ποια από τα τραγούδια της σας αγγίζει περισσότερο και γιατί;

«Ποιο από τα εκατοντάδες να ξεχωρίσω αφού ευθύς έρχεται στο μυαλό μου και κάποιο άλλο της. Θα σου απαντήσω , όπως θα απαντούσε η ίδια. Όλα τα αγαπάω. Όλα με αγγίζουν. “Είμαι αητός χωρίς φτερά”, “Δύο πόρτες έχει η ζωή”, “Σε εκείνο το παλιόσπιτο”, “Στα ξένα χέρια”, “Δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα”, “Από τα ψηλά στα χαμηλά και από τα πολλά στα λίγα”, “Πάρε το δάκρυ μου” , “Μαντουβάλα”, “Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε για να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε”, “Αντιλαλούνε τα βουνά σαν κλαίω εγώ τα δειλινά”, “Ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό”, “Μα ποιο είναι εκείνο το όνειρο που βγαίνει πάντα αλήθεια”, “Ανάθεμά σε θάλασσα”, “Τι έχει και κλαίει το παιδί” και άλλα. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είναι εθνική στιχουργός και κάθε τραγούδι της είναι σαν εθνικός ύμνος για τον Έλληνα».