Χοντρικά, συμφωνώ με τα όσα έγραψε προτωχρονιάτικα ο Κώστας Καραμάρκος, για τον Χρήστο Τσίρκα.
Σημειώνοντας, όμως, ότι τον αδίκησε και δεν απένειμε τα δέοντα “εύσημα” στην άκρως ευαίσθητη (και πάντα παραπονιάρα…) καρδιά του Χρήστου.
Του γνωστού και ως Κάρλο (Μαρξ) του Lonsdale St., όπως τον αποκαλούσα εγώ, για τέσσερεις και πλέον δεκαετίες.
Και αυτό το όνομα, βέβαια, ήταν μια από τις πιο κόσμιες προσφωνήσεις μου…
Μιας και κάθε τόσο, τον “στόλιζα” με διάφορα επίθετα, το ένα… καλύτερο από το άλλο και όλα μαζί υποψήφια για δικαστικές προσφυγές και καταδίκες.
Και επειδή ο Κάρλος, ήταν μια ατελείωτη κατηγορία ανθρώπων από μόνος του, με μια πολύ μεγάλη και δεκτική καρδιά που χώραγε τα πάντα, τον χρησιμοποιούσα ως πηγή έμπνευσης…
Όταν κόλλαγα να βρω ένα ερέθισμα, για να αρχίσω να γράφω, μια από τις δύο στήλες που έγραφα για δεκαετίες κάθε βδομάδα, ο Χρήστος ήταν πάντα εκεί…
Δίπλα μου και πρόθυμος, ως συνήθως, να μου δώσει ένα χέρι να ξεκολλήσω από τον παροικιακό βούρκο των κοινοτοπιών, προκειμένου να σχολιάσω την τραγική ασημαντόητα.
Α ρε, Χρήστο, που νάσαι τώρα για να δεις πώς μπορεί να χειροτερέψει το χειρότερο!
Με δυο κουβέντες: χησιμοποιούσα τον Τσίρκα, όπως οι ζωγράφοι τον καμβά, για να ζωγραφίσω γράφωντας τα… αραβουργήματά μου, για τα τεκταινόμενα στην παροικία μας.
Μια παροικία, που έβραζε και συνεχίζει να βράζει (όπως πάντα…) στο ζουμί της, με αποτέλεσμα να χάνει η μάνα -από πλήξη- το παιδί και το παιδί -από βαραμάρα- τη μάνα.
Ο Κάρλος είχε καταλάβει ότι η παροικία μας, εκτός από Φεστιβάλ γιορτές και φουστανέλες, χρειαζόταν κάποιον, να λέει και δυό κουβέντες έξω από τα δόντια, να ταράζει, ρε παιδί μου, τα μουχλιασμένα λιμνάζοντα ύδατα.
Έτσι δέχθηκε να “συνεργαστεί” μαζί μου και να γίνει στη Σαββατιάτικη στήλη η μασκότ του “Αιθεροβάμωνα”.
Με τον Χρήστο πρωταγωνιστή, σκάρωνα διάφορες αλιγορικές και χιουμοριστικές ιστορίες, για διάφορα ευτράπελα των παροικιακών μας ηγετών, που πάντα ήταν κατώτεροι των ισχνών προσδοκιών μας.
Θυμάμαι, ότι τέτοιες μέρες, τα λησμονημένα εκείνα χρόνια, έγραφα και τον παροικιακό Καζαμία, εντρυφώντας στα φωτογραφικά κολάζ.
Με ορισμένα μάλιστα από αυτά γελούσε και το παρδαλό ορεινό κατσίκι της εποχής εκείνης.
Μια πρωτοχρονιά, πριν καμιά εικοσπενταριά χρόνια, είχα βάλει σε ένα τεραστίων διαστάσεων στρογγυλό τραπέζι, σε ενα Χολ, δυο φωτογραφίες του Κάρλου, την μια απέναντι στην άλλη, με τον έναν να λέει: “Ευτυχώς που ήλθες και συ Χρήστο, γιατί πάλι μόνος θα έκανα Πρωτοχρονιά και φέτος”.
Όταν, λοιπόν, προχθές την Πρωτοχρονιά μου είπε ο Χατζημανώλης ότι ο Τσίρκας πέθανε…
Την φωτογραφία και την λεζάντα αυτή, ανέσυρε το λογισμικό της μνήμης μου, ως τελευταίο αποχαιρετισμό στον Χρήστο…
Έτσι είναι, όμως, η ζωή: στιγμές και φωτογραφίες που χάνονται, όταν αποδημούν αυτοί που τις έζησαν και όσοι απ’ όσους έμειναν πίσω τις θυμούνται…
Υ.Γ.1: Αν ο Χρήστος Τσίρκας μου έκανε αγωγές και μηνύσεις για τα όσα του έγραφα συχνά-πυκνά, θα είχα τουλάχιστον πάνω από 10.000 καταδίκες!
Δεν το έκανε όμως. Δεν βάσταγε η καρδιά του να χαλάσει μια τέτοια φιλία και, προπαντός, να στερήσει από την παροικία μια στήλη που δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν και με την οποία γελούσαν πολλοί και ενίοτε μηδιούσαν και οι πολύ πικραμένοι…
Και πώς, άλλωστε, να το αντέξει, αφού πλησιάζοντάς με στο “Medallion” που έπινα καφέ, χαμογελούσαν και τα γένια του τα πρωινά του Σαββάτου.
Είχε διαβάσει ήδη τα όσα του έσερνα στον “Αιθεροβάμωνα” και εγώ τον… καλωσόριζα στο τραπέζι που καθόμουν λέγοντάς του: καλώς την πράσινη ντροπή της σοσιαλδημοκρατίας, ή καλώς το σήχαμα του μαρξισμού, ή κάτι τέλος πάντων πιο… βαρύ, που να ταίριαζε με τα όσα είχε διαβάσει τελευταία.
Υ.Γ. 2. Απαντώντας στον Χατζημανώλη, που κάθε φορά που διάβαζε τον Αιθεροβάμωνα μου έλεγε, ότι το παρακάνω με τον Χρήστο, του απαντούσα πως: “έχω το ελεύθερο από τον Κάρλο να γράφω ότι θέλω όπως μου γουστάρει”.
Υ.Γ. 3: Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι καιροί που οι άνθρωποι πίστευαν στη φιλία και στις πραγματικές προθέσεις των φίλων τους.
Γι’ αυτό και δέχονταν τα πειράγματα, την σκληρή και, ενδεχομένως, άδικη καμιά φορά, κριτική.
Στις μέρες μας που κυριαρχεί η χρησιμοθηρία και οι προσωρινές φιλίες αμοιβαίων συμφερόντων, υποπτεύονται οι περισσότεροι τους πάντες και δεν ανέχονται μύγα στο σπαθί τους το… μυγοχεσμένο!
Έτσι είναι, όμως, η ζωή: άλλοι άνθρωποι, άλλες ποιότητες φιλίας και άλλα ήθη και έθιμα…
Υ.Γ.4: Τέλος, ο Σωτήρης, που έχει ακόμα καλή μνήμη, μου θύμισε (και καλά έκανε, μιας και την ηλικία μας, εκτός τη σκιά της, την ακολουθεί και μια μικρή δόση Αλτσχάϊμερ…) ότι μια φορά ο Τσίρκας παραπονέθηκε και, μάλιστα, έντονα, για κάτι που έγραψα γι’ αυτόν.
Εγώ σταμάτησα να ασχολούμαι μαζί του δυο-τρεις βδομάδες, οπότε, πέρασε -θορυβημένος- από το γραφείο και λέει στον αρχισυντάκτη: “Καλά, είπαμε να μην μου τα χώνει συνέχεια άγρια, αλλά, πού και πού να γράφει και κάτι…”!
Καλό σου ταξίδι, ρε Χρήστο, και αν πού και πού γράφω καμιά αράδα, θα σε μνημονεύω…