Μια προτεινόμενη Συμφωνία Διπλής Φορολογίας (Double Tax Treaty – DTT) μεταξύ της Αυστραλίας και της Ελλάδας θα είχε σημαντικές οικονομικές και νομικές συνέπειες και για τις δύο χώρες. Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε το σκεπτικό μιας τέτοιας συμφωνίας, τις πιθανές επιπτώσεις στα φορολογικά συστήματα και των δύο χωρών, καθώς και τα εμπόδια και τις δυνατότητες που μπορεί να προκύψουν κατά τη διαπραγμάτευση και την εφαρμογή μιας τέτοιας συμφωνίας.
Θα μιλήσουμε επίσης για τις φορολογικές πολιτικές που πρέπει να εξετάσουν η Αυστραλία και η Ελλάδα ως μέρος της διαπραγματευτικής διαδικασίας και πώς θα πρέπει να προχωρήσουν και οι δύο χώρες προκειμένου να αποκομίσουν τα περισσότερα οφέλη από μια τέτοια συμφωνία.
Πρώτον, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε γιατί η Αυστραλία και η Ελλάδα έχουν μια συμφωνία διπλής φορολογίας. Οι συνθήκες διπλής φορολογίας αποσκοπούν στην απαγόρευση της φορολόγησης του ίδιου εισοδήματος ή κεφαλαίου και στις δύο χώρες, μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση για άτομα και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα επωφελές για χώρες με ισχυρούς εμπορικούς και επενδυτικούς δεσμούς, όπως η Αυστραλία και η Ελλάδα.
Μια συμφωνία διπλής φορολογίας μεταξύ της Αυστραλίας και της Ελλάδας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ωφελούσε τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα άτομα και στις δύο χώρες. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μειώσει τον φορολογικό συντελεστή στα διασυνοριακά έσοδα, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν περισσότερα από τα κέρδη τους και, ενδεχομένως, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει απαλλαγές ή πιστώσεις για φόρους που καταβάλλονται σε μια χώρα, μειώνοντας τη συνολική φορολογική επιβάρυνση για άτομα και εταιρείες.
Ωστόσο, η καθιέρωση μιας συμφωνίας διπλής φορολογίας μεταξύ της Αυστραλίας και της Ελλάδας έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει τα υφιστάμενα φορολογικά καθεστώτα και των δύο χωρών. Μια συμφωνία διπλής φορολογίας με την Ελλάδα, για παράδειγμα, θα μπορούσε ενδεχομένως να μειώσει τον φορολογικό συντελεστή σε ορισμένες κατηγορίες εισοδήματος, όπως μερίσματα, τόκους και δικαιώματα, επηρεάζοντας το ποσόν των φορολογικών εσόδων που εισπράττει η εκάστοτε κυβέρνηση. Ομοίως, μια συμφωνία διπλής φορολογίας με την Αυστραλία ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στους φορολογικούς συντελεστές και τις απαλλαγές που είναι προσβάσιμες σε ελληνικές επιχειρήσεις και πολίτες.
Η διαπραγμάτευση και η εφαρμογή μιας συμφωνίας διπλής φορολογίας Αυστραλίας-Ελλάδας θα δημιουργούσε, επίσης, μια σειρά προβλημάτων και δυνατοτήτων. Μια πιθανή ανησυχία είναι η φοροδιαφυγή, κατά την οποία εταιρείες/επιχειρήσεις ενδέχεται να επιδιώξουν να εκμεταλλευτούν τις διατάξεις της συμφωνίας προκειμένου να μειώσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση. Για την επίλυση αυτού του ζητήματος, η συμφωνία θα πρέπει να προβλέπει ισχυρά μέτρα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των δύο χωρών, καθώς και κατάλληλες μεθόδους επίλυσης διαφορών.
Μια άλλη πιθανή ανησυχία είναι η τιμή μεταφοράς (transfer pricing), η οποία σχετίζεται με τη διαδικασία καθορισμού των τιμών για προϊόντα και υπηρεσίες που ανταλλάσσονται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων σε διαφορετικές χώρες. Οι εταιρείες ενδέχεται να χειραγωγήσουν τις τιμές μεταβίβασης για να μεταφέρουν παράνομα τα κέρδη σε χώρες με χαμηλή φορολογία, μειώνοντας τη συνολική φορολογική τους υποχρέωση εάν δεν υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις. Για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, η συμφωνία θα πρέπει να περιέχει διατάξεις που να επιτρέπουν στις χώρες να επιλύουν τέτοιου είδους προβλήματα σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης από κοινού.
Υπάρχουν ορισμένα πρόσθετα πιθανά εμπόδια και προβλήματα που μπορεί να προκύψουν εάν η Αυστραλία και η Ελλάδα υιοθετήσουν μια συμφωνία διπλής φορολογίας (DTT).
Ακολουθούν ορισμένα τέτοια παραδείγματα:
Προκλήσεις:
– Διαπραγμάτευση και συμφωνία για τους όρους της DTT: Αυτή μπορεί να αποβεί μια περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία, καθώς οι δύο κυβερνήσεις πρέπει να συμφωνήσουν σχετικά με τους φορολογικούς συντελεστές που θα ισχύουν για διάφορες κατηγορίες εισοδήματος καθώς και τα συστήματα για την αποτροπή της διπλής φορολογίας.
– Διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη συμφωνία: Και οι δύο χώρες θα πρέπει να εφαρμόσουν διαδικασίες που να εγγυώνται ότι εφαρμόζονται οι υποχρεώσεις που απορέουν από τη συμφωνία, κάτι που μπορεί να είναι δύσκολο από άποψη πόρων και υποδομών.
– Ξεπερνώντας πολιτιστικά και γλωσσικά εμπόδια: Οι πολιτισμικές διαφορές και οι γλωσσικές δυσκολίες ενδέχεται να εμποδίσουν την επικοινωνία και την κατανόηση μεταξύ των δύο χωρών, καθιστώντας δυσκολότερη τη διαπραγμάτευση και την εκτέλεση της συμφωνίας.
Παρά τα εμπόδια αυτά, η πιθανή καθιέρωση μιας συμφωνίας διπλής φορολογίας μεταξύ Αυστραλίας-Ελλάδας ενδέχεται να δημιουργήσει και πολλές ευκαιρίες.
Αυτές είναι οι εξής:
– Μπορεί, για παράδειγμα, να δημιουργήσει πρόσθετες εμποριές συναλλαγές και επενδύσεις μεταξύ των δύο χωρών, με αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Θα μπορούσε, επίσης, να ενισχύσει το επιχειρηματικό κλίμα παρέχοντας καλύτερη σαφήνεια και προβλεψιμότητα για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και στις δύο χώρες.
– Μπορεί επίσης να καταστήσει το διασυνοριακό εμπόριο και τις επενδύσεις πιο απλές και πιο ελκυστικές: Μια τέτοια συμφωνία μπορεί να καταστήσει ευκολότερη και ελκυστικότερη για τις επιχειρήσεις και στις δύο χώρες να συναλλάσσονται και να επενδύουν μεταξύ τους, μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση για αυτές τις δραστηριότητες.
– Προώθηση της οικονομικής συνεργασίας: Η υιοθέτηση μιας τέτοιας συμφωνίας μπορεί να χρησιμεύσει στην ανάπτυξη οικονομικών διασυνδέσεων μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδας, οδηγώντας ίσως σε διευρυμένη συνεργασία σε άλλους τομείς.
– Παροχή νομικής και φορολογικής ασφάλειας: Η συμφωνία μπορεί να προσφέρει σαφήνεια και βεβαιότητα σε εταιρείες και άτομα όσον αφορά τις φορολογικές τους ευθύνες ενώ δραστηριοποιούνται σε άλλη χώρα, μειώνοντας τη σύγχυση και καθιστώντας ευκολότερο τον προγραμματισμό και την επιτυχή τους λειτουργία.
Υπάρχουν πολλοί κύριοι τομείς φορολογικής πολιτικής που η Αυστραλία και η Ελλάδα θα πρέπει να διερευνήσουν ως μέρος της διαδικασίας διαπραγμάτευσης για τν υιοθέτηση μιας συμφωνίας διπλής φορολογίας. Για παράδειγμα, και οι δύο χώρες πρέπει να αξιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίο η συνθήκη θα επηρεάσει τις αντίστοιχες φορολογικές τους βάσεις, ενώ επιβάλλεται να τεθούν σε εφαρμογή διατάξεις για την πρόληψη τυχόν αρνητικών επιπτώσεων. Θα πρέπει επίσης να ανατυχθεί σκεπτικό του πώς η συμφωνία θα επηρέαζε τη φορολογική αντιπαλότητα μεταξύ των δύο εθνών και εάν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή οποιεσδήποτε διασφαλίσεις για τη διατήρηση δίκαιου ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και στις δύο χώρες.
Επιπλέον, και οι δυο χώρες θα πρέπει να διερευνήσουν το ζήτημα της φοροδιαφυγής και να εγγυηθούν ότι η συμφωνία έχει δημιουργήσει μηχανισμούς ανταλλαγής πληροφοριών και αμοιβαίας βοήθειας σε φορολογικά ζητήματα. Αυτό μπορεί να βοηθήσει στην εγγύηση ότι οι επιχειρήσεις και οι άνθρωποι και στις δύο χώρες εκπληρώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και καταβάλουν το κατάλληλο ποσό φόρου.
Άλλα βασικά ζητήματα φορολογικής πολιτικής:
* Καθορισμός του ποιοι φόροι (όπως φόροι εισοδήματος, φόροι υπεραξίας και φόροι προστιθέμενης αξίας) θα περιλαμβάνονται στη συνθήκη.
* Προσδιορισμός της φορολογικής κατοικίας (tax residency) των ατόμων και των εταιρειών ώστε να εξακριβωθεί ποια χώρα φορολογεί το εισόδημά τους.
* Θέσπιση προτύπων για τον καταμερισμό των φορολογικών δικαιωμάτων μεταξύ των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών «διακοπής ισοπαλίας» («tie-breaker») για τον προσδιορισμό της φορολογικής κατοικίας των προσώπων.
* Διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη συμφωνία, μέσω θέσπισης διαδικασιών για τη διαβίβαση φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των δύο χωρών.
* Παροχή δικαιώατος απαλλαγής από τη διπλή φορολόγηση, είτε με εξαιρέσεις είτε με πιστώσεις, ώστε να αποτραπεί η πολλαπλή φορολόγηση του ίδιου εισοδήματος.
* Εξέταση λήψης μέτρων για την επίλυση διαφωνιών, όπως διαδικασίες που βασίζονται σε αμοιβαία συμφωνία ή διαιτησία.
· Periodically review and revise the pact to guarantee its continued effectiveness and relevance.
* Περιοδική επανεξέταση και αναθεώρηση της συμφωνίας ώστε να διασφαλιστεί η συνεχής αποτελεσματικότητα και συνάφειά της.
Κοντολογίς, η θέσπιση μιας συμφωνίας διπλής φορολογίας (DTT) μεταξύ Αυστραλίας-Ελλάδας θα μπορούσε να φέρει πολλές ευκαιρίες, καθώς και προκλήσεις. Οι πολιτισμικές διαφορές και οι γλωσσικές δυσκολίες μπορεί να εμποδίσουν την επικοινωνία και την κατανόηση μεταξύ των δύο εθνών, καθιστώντας δυσκολότερη τη διαπραγμάτευση και την εφαρμογή της DTT. Η υιοθέτηση μιας συμφωνίας διπλής φορολογίας (DTT) μεταξύ της Αυστραλίας και της Ελλάδας θα μπορούσε να βοηθήσει στην ενίσχυση των οικονομικών και επιχειρηματικών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών. Μια τέτοια συμφωνία μπορεί επίσης να παρέχει σαφή πληροφόρηση σε εταιρείες/επιχειρήσεις και άτομα σχετικά με τις φορολογικές τους ευθύνες ενώ δραστηριοποιούνται σε άλλη χώρα, μειώνοντας τη σύγχυση και καθιστώντας ευκολότερο τον προγραμματισμό και την επιτυχή τους λειτουργία.
*Ο Tony Anamourlis, είναι δικηγόρος ειδικευμένος σε φορολογικά ζητήματα (Tax Lawyer).