ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ, όπου οι πολίτες ελληνικής καταγωγής είναι ένα σεβαστός αριθμός των κατοίκων της μεγαλούπολης, τα τελευταία δύο χρόνια έκλεισαν τις πόρτες τους για πάντα πέντε από τα σχολεία διδαχής της ελληνικής γλώσσας για διάφορους λόγους αλλά κυρίως για λόγους έλλειψης μαθητών και διδακτικού προσωπικού. Ενώ γνωστή καθηγήτρια της Μελβούρνης μιλούσε για «ευοίωνο μέλλον των ελληνικών στη Μελβούρνη» το 2019. Αν το κλείσιμο σχολείων και η μείωση των μαθητών στα ιδρύματα ελληνικών που παρατηρείται στις μέρες μας θεωρείται «ευοίωνη» τότε μόνο με τη φαντασία του κανείς μπορεί ν’ αντιληφθεί πού βρισκόμαστε.
Εκτός τούτων υπάρχει έλλειψη διδακτικού προσωπικού που θα πρέπει να είναι όχι μόνον ενθουσιώδεις για να διδάξουν και ν’ αναμεταδώσουν αυτό τον ενθουσιασμό αλλά άριστοι γνώστες της ελληνικής και αναγνωρισμένοι από το κράτος με αριθμό VIT. Η πρώτη γενεά έχει αποσυρθεί. Η δεύτερη και τρίτη γενεά ή δεν ενδιαφέρεται να κάνει καριέρα στη διδαχή των ελληνικών ή απλά δεν θέλει.
Αναφορικά με τους αριθμούς των μαθητών οι οποίοι συνεχώς φθίνουν, πώς θα διδαχτεί η ελληνική σε άδειες τάξεις; Με την πορεία που έχουμε πάρει σε άλλες δυο γενεές θα ψάχνουν εκείνοι που γνωρίζουν ότι η καταγωγή τους είναι ελληνική να βρουν έστω και έναν γνώστη της γλώσσας που θα μιλάει μερικές λέξεις αυτής της ιστορικής γλώσσας των γλωσσών. Τι να την κάνουμε τότε την τεχνολογία και τα προηγμένα προγράμματα διδασκαλίας όταν στην ουσία η τάξη θα αποτελείται από μαθητές που μετριούνται στα δάχτυλα ενός χεριού; Ως γνώστης της τεχνολογίας θα προβλέψω εδώ ότι ο τότε εκπαιδευτικός που θα διδάσκει ελληνικά στους νέους μάλλον θα είναι ρομπότ τεχνικής νοημοσύνης. Περιμένουμε δηλαδή ίσως και την κάθοδο των ρομπότ να συνεχιστεί η ελληνική να διδάσκεται;
Θα κάνω ακόμη μια πρόβλεψη στο σημείο αυτό, εφόσον προβλέπω την εισχώρηση της ρομποτικής τεχνολογίας στη ζωή μας, κάτι όπως την κινητή τηλεφωνία την οποία πλέον δεν αποχωριζόμαστε. Ποιος σήμερα δεν έχει κινητό τηλέφωνο; Σε κάθε επιχείρηση, κάθε εργασία μελλοντικά θα υπάρχει και το ρομπότ το οποίο θα αρρωσταίνει λιγότερο από τον άνθρωπο, θα ζει περισσότερα χρόνια, δεν θα χρειάζεται ημέρες διακοπών, δεν θα λειτουργεί μόνον οκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο και θα γνωρίζει τα πάντα στη δουλειά που εξασκεί. Αλλά υπάρχει και πιθανότητα χειρότερης, για μένα, εξέλιξης στο προβλεπόμενο μέλλον και είναι όταν αυτά τα ρομπότ θα μπορούν από μόνα τους ν’ αναπαράγονται εφόσον το ένα θα μπορεί να κατασκευάζει άλλα. Προβλέπω λοιπόν πως τα ρομπότ θα εισχωρήσουν και στην εκπαίδευση, είτε το θέλουμε είτε όχι, διδάσκοντας τους νέους οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής γλώσσας. Ποιος όμως τότε θα χρειάζεται την Ελληνική;
Στη συνέχεια, φεύγοντας από προβλέψεις του μέλλοντος, ας αναφερθούμε για λίγο στα σύγχρονα διαγωνίσματα του VCE. Οι καθηγητές που συντάσσουν το ετήσιο διαγώνισμα VCE της ελληνικής γλώσσας και με υπευθυνότητα του VCAA (Victorian Curriculum and Assessment Authority) παρ’ όλο που δεν γνωρίζω ποιοι είναι δηλώνω ότι κάνουν ένα σοβαρό λάθος. Θεωρούν ότι το διαγώνισμα πρέπει να είναι δύσκολο για τα παιδιά των αποδήμων σε αντίθεση με τα παραπλήσια διαγωνίσματα άλλων γλωσσών, κατά τα φαινόμενα. Φτάνουμε στο σημείο να είναι απροσπέλαστο για τους περισσότερους μαθητές ελληνομάθειας στην Αυστραλία. Το αποτέλεσμα ν’ αποκαρδιώνει τους νέους που θέλουν να μείνουν κοντά στην ελληνική γλώσσα και παράδοση. Σιγά σιγά κι όπως φθίνουν οι αριθμοί των μαθητών που επιλέγουν να καθίσουν στις εξετάσεις VCE, σε μια ή δύο ακόμη δεκαετίες, δεν θα χρειάζονται πλέον, εφόσον οι νέοι δεν θα το τολμούν. Δηλαδή στην πραγματικότητα οι εξεταστές οι ίδιοι προάγουν το διαγώνισμα αυτό στον αφανισμό. Η δικαιολογία που ακούω είναι πως έχουμε παιδιά που μόλις ήρθαν από την Ελλάδα και το επίπεδό τους είναι υψηλό. Το να τιμωρούμε τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Αυστραλία από τον πλούτο και την ιστορία της ελληνικής γλώσσας διότι ήρθαν μερικοί καλοί γνώστες μάλλον είναι τουλάχιστον αδικία.
Την εποχή που έφτασε η πρώτη γενιά στην Αυστραλία τα παιδιά των Ελληνο-Αυστραλών μιλούσαν κατά 80% τουλάχιστον πολύ καλά την Ελληνική. Καταλάβαιναν τα πάντα στη γλώσσα και μπορούσαν ν’ απαντήσουν πολύ εύκολα. Δυο γενεές αργότερα μετά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, που χάνουμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες της πρώτης γενιάς, τα παιδιά των Ελληνο-Αυστραλών κατά 80 μέχρι 90% δεν γνωρίζουν την Ελληνική. Δηλαδή συμπεραίνει κανείς (με λίγα απλά μαθηματικά) ότι παρ’ όλες τις προσπάθειές μας μέσα σε δύο γενεές καταφέραμε να εξαλείψουμε την ελληνική σκέψη των χιλιάδων ετών σ’ αυτή την παροικία που ζούμε. Και μην επαναπαύεστε στη σκέψη που ακούω συχνά: «τουλάχιστον μαθαίνουν ελληνικούς χορούς και συμμετέχουν στις ελληνικές εκδηλώσεις». Η παγκοσμιοποίηση θα κάνει κι εδώ το θαύμα της. Τα αίτια γνωστά…
Η τάση των γονέων, από τη μια πλευρά και το κύριο σκεπτικό που ζω καθημερινά στην ελληνική πατριά και οικογένεια ελληνικής καταγωγής της Μελβούρνης, είναι η δικαιολογία του δήθεν φόβου που υπαινίσσονται γονείς «να μη δυσκολέψουμε τα παιδιά μας» και τα στείλουμε στο ελληνικό σχολείο. «Να μην τα δυσκολέψουμε διδάσκοντάς τα μια γλώσσα που ίσως δεν θα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον», μας λένε. Έχουν άλλες ασχολίες τα παιδιά, μας προειδοποιούν οι γονείς, όπως ποδόσφαιρο, καράτε, πάρτι γενεθλίων κλπ. Αποτέλεσμα, από τις πενήντα περίπου χιλιάδες μαθητιώσας νεολαίας ελληνικής καταγωγής της Μελβούρνης λιγότερο από το 10% (μια αποκλειστικά προσωπική εκτίμηση) διδάσκονται την ελληνική γλώσσα! Δηλαδή λιγότερο από το 10% αισθάνονται υπερήφανα για την καταγωγή τους. Και αυτό το χρωστούν κυρίως στους γονείς τους.
Το 90% των Ελληνο-Αυστραλών, θεωρεί περιττή την τριβή στη γλώσσα των προγόνων που έμεινε αναλλοίωτη για χιλιάδες χρόνια με τα σχετικά επακόλουθα και στην κουλτούρα. Μέσα σε δυο μόνο γενεές καταφέραμε να την καταρρακώσουμε. Δεν βγάζω την ευθύνη και από πάνω μου όμως. Είμαι κι εγώ εντός αυτής της πατριάς και φέρω τη δική μου ευθύνη. Ήταν κοινός ο δρόμος που μας έφερε σ’ αυτά τα τραγικά αποτελέσματα. Όλοι μαζί τη γλώσσα μας χάνουμε.
Πριν τρία χρόνια περίπου, δημιουργήθηκε επιτροπή προώθησης της ελληνικής γλώσσας με το όνομα «Φάρος» από το Σύλλογο Εκπαιδευτικών Βικτωρίας, υπό την εποπτεία του καθηγητή ιταλικής καταγωγής Prof. Joseph Lo Bianco, του Πανεπιστημίου LaTrobe της πόλης και άλλων τεσσάρων ελληνόγλωσσων φορέων . Πολύ ευγενικές, συστηματικές και προγραμματισμένες σωστά οι προσπάθειες της επιτροπής αυτής τα αποτελέσματα των εργασιών της οποίας θα τα δούμε στα επόμενα χρόνια, ευχόμενοι πάντα για το καλύτερο. Ο άνισος αγώνας της ομογένειας που σκέφτεται και ενεργεί συνεχίζεται. Είναι άνισος όμως ο αγώνας γιατί δεν τον συμμερίζεται ολόκληρη η ελληνική παροικία. Επιλέγει να αγνοεί τις επίπονες, χρονοβόρες, πολυέξοδες προσπάθειες που κάνουν όσοι βλέπουν πέραν των ωραιοποιήσεων, των κομπασμών και των φανφάρων.
Οι προσπάθειες της ομάδας «Φάρος» όμως αποτελεί δείγμα της υπερμεγέθους προσπάθειας που κάνει ο μελετημένος Ελληνισμός εκτός Ελλάδας στη διατήρηση της γλώσσας, ενώ ημεδαποί στην πατρίδα με πρωτεργάτες τα εκεί ελληνικά ΜΜΕ και με τη σχετική ξενολαγνεία που τα διακρίνει ψάχνουν μανιακά ξενικές λέξεις και εκφράσεις. Εκφράσεις που θα σερβίρουν απερίσκεπτα ενώ γνωρίζουν άριστα ότι η Ελληνική γλώσσα όχι μόνον έχει τις κατάλληλες λέξεις, φράσεις και δομές, αλλά και υπερτερεί τρίτων γλωσσών στις οποίες θεωρείται μητρική.
Όσο για τους συνεταίρους της Ελλάδας στη Δύση, αφού κατέκλεψαν τον πολιτιστικό πλούτο της όταν και όσο ανενόχλητοι μπορούσαν, καθώς φαίνεται επωφελήθηκαν και από τον γλωσσικό της πλούτο εφόσον έχουν ανασύρει αμέτρητες λέξεις και τις προσέθεσαν στο λεξιλόγιό τους δίχως κανένα τίμημα, δίχως καμία τύψη εφόσον εμπλούτιζαν έτσι τη δική τους γλώσσα και τον κόσμο τους εντελώς δωρεάν. Η ελληνική γλώσσα τους άνοιξε νέους ορίζοντες, τους προσέφερε νέες ιδέες και στην πράξη τους βοήθησε να πλουτίσουν υλικά και κυρίως πνευματικά. Από την άλλη πλευρά αν η Ελλάδα σήμερα ζητήσει μια ισότητα και κατανόηση την θεωρούν ποταπή και ζητιανιά.
Γιατί έγινε κάτι τέτοιο από τους ξένους; Ίσως επειδή οι ίδιοι δεν είχαν το βάθος, το εύρος της ανάλυσης της σκέψης, τη συνοχή του Ελληνικού πολιτισμού, του ήθους και της γλώσσας. Θησαύρισαν ως αποτέλεσμα με το να εκθέτουν τα ελληνικά κλοπιμαία γλυπτά (βλ. Μουσείο Λούβρου, Μητροπολιτικό Νέας Υόρκης, Βρετανικό Μουσείο κ.ά), να δημιουργούν εταιρείες κατονομάζοντάς τες με ελληνικές λέξεις (βλ. Nike, Pepsi, Amazon και τόσες άλλες) ενώ ποτέ δεν προσέφεραν τίποτα για την τιμή ή τα δικαιώματα εφόσον χρησιμοποίησαν τα ελληνικά αυτά δημιουργήματα. Τα ελληνικά ονόματα και τη γλώσσα μας τα έκλεψαν σαν τα γλυπτά του Παρθενώνα και θησαυρίζουν δίχως να τους ενοχλεί κανείς. Ποιος να τους ενοχλήσει; Τα προσφέραμε ήδη όλα δίχως κανένα αντάλλαγμα.
Πάνε αρκετά χρόνια από τότε που το ελληνικό αρμόδιο υπουργείο σταμάτησε τη δωρεάν αποστολή βιβλίων διδαχής της ελληνικής στο εξωτερικό. Σε αντίθεση το Φεβρουάριο 2023, ο Υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για τον Απόδημο Ελληνισμό κ. Ανδρέας Κατσανιώτης σε μήνυμά του για την «Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας» ανέφερε τα εξής :
«Είναι η γλώσσα μας εκείνη η νοητή γραμμή που ενώνει τη μακραίωνη ελληνική σκέψη με τους προβληματισμούς του σήμερα. Είναι το κλειδί για την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. Είναι ένα παγκόσμιο αγαθό, υψηλής πολιτισμικής αξίας, που ανήκει σε όλους μας. Και εμείς προνομιούχοι, ως κοινωνοί μιας γλώσσας με αξιοθαύμαστη διαχρονικότητα και παγκόσμια ηχώ.
Έλληνες του εξωτερικού,
Φίλοι της Ελλάδας σε κάθε γωνιά της γης,
Η γλώσσα μας είναι ο κόσμος μας. Και εμείς φύλακες και υπερήφανοι προστάτες του, αποφασισμένοι να συνεχίσουμε να μιλάμε, να σκεπτόμαστε αλλά, ναι, και να ονειρευόμαστε στα ελληνικά…»
*Το Μέρος 3 θα δημοσιευθεί στην έκδοσή μας της Πέμπτης, 6 Απριλίου.
