Η πρόσφατη δημόσια παρέμβαση (με ανοιχτή επιστολή προς την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό, μέλη της ελληνικής κυβέρνησης, διπλωματικές Αρχές, τα μέσα ενημέρωσης) της Εθνικής Ομοσπονδίας Ελληνο Αυστραλιανών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων ήταν άλλη μια με επίκεντρο τις “περιοριστικές” γραφειοκρατικές προϋποθέσεις που θέτει το ελληνικό κράτος στην ελληνική διασπορά, και γενικότερα και στους/στις Ελληνοαυστραλους/ες, να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου στην Ελλάδα. Ομως υπάρχει μια εγγενής μεροληψία σε αυτή τη συζήτηση ότι τα γραφειοκρατικά εμπόδια από μόνα τους οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα, και όχι η απάθεια των ψηφοφόρων, αλλά αυτό το επιχείρημα σε καμία περίπτωση δεν βασίζεται σε ανάλυση στοιχείων και επομένως στερείται συνοχής.

Μπορεί τα ελληνικά πολιτικά κόμματα να μιλούν για brain gain με μακροσκελείς δηλώσεις, αλλά η θλιβερή αλήθεια είναι ότι ένα νέο κύμα μετανάστευσης είναι στον ορίζοντα για την Ελλάδα με βάση τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας του Ιδρύματος Heinrich Bell και της KAPA Research, επιπροσθέτως των 500.000 που μετακόμισαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ως αποτέλεσμα αποτυχημένων πρακτικών από την πολιτική ελίτ. Είναι μια τολμηρή απόφαση να εγκαταλείψεις την πατρίδα σου κόβοντας τον Γόρδιο δεσμό με περισσότερους από έναν τρόπους, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της διακοπής των δεσμών με το ελληνικό πολιτικό τοπίο. Επομένως, η απάθεια των ψηφοφόρων από την διασπορά, η οποία προκύπτει από την πρόσφατη προκήρυξη των εκλογών που θα διεξαχθούν στις 21 Μαΐου, πρέπει να αντιμετωπιστεί με ολιστικό και επαγγελματικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποχή είναι επίσης μια αξιοπρεπής επιλογή, μια δημοκρατική επιλογή, μια μέθοδος πρακτικής κριτικής και άσκησης πίεσης σε μια ψευδο-εξουσία και την προσχηματική επιδίωξή της για την ανάπτυξη δημοκρατικών θεσμών που αγκαλιάζουν την διασπορά. Εάν αισθανόμαστε ότι η ελληνική γραφειοκρατία συνέβαλε σε αυτό το αποτέλεσμα, τότε ως διασπορά οφείλουμε παράλληλα να ασκήσουμε την «καυστική» κριτική μας σε όλες τις πτυχές της γραφειοκρατίας που έχουν δημιουργηθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ πιο σημαντικό για την Εθνική Ομοσπονδία Ελληνο Αυστραλιανών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων να ασκήσει εποικοδομητική κριτική σε όλες τις πελατειακές οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα που διαχρονικά αντικατροπτίζονται σε διαφθορά και έλλειψη οικονομικής ελευθερίας. Επί τούτου, η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη η οποία συντάχθηκε το 2020 από τέσσερις διακεκριμένους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους με επικεφαλής τον βραβευμένο με Νόμπελ, οικονομολόγο του LSE, Κρις Πισσαρίδη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για την άσκηση εποικοδομητικής κριτικής. Η έκθεση εξέτασε τα κύρια χαρακτηριστικά και τάσεις της ελληνικής οικονομίας, από εθνική και παγκόσμια σκοπιά, και έκανε συστάσεις πολιτικής για τη βιώσιμη ανάκαμψη της, χωρίς τις ανισορροπίες, τις στρεβλώσεις και τα κενά της δημοσιονομικής πολιτικής που είχαν οδηγήσει στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009. Σύμφωνα με το Κέντρο Φιλελεύθερων Σπουδών, η παρούσα κυβέρνηση έχει εφαρμόσει ή έχει ξεκινήσει την εφαρμογή περισσότερων από τις μισές προτάσεις της έκθεσης μέχρι σήμερα. Αρκεί να πούμε όμως εδώ ότι οι συστάσεις ήταν ως επί το πλείστον γενικές και ανοιχτές στην ερμηνεία των υπευθύνων που ανέπτυξαν και υλοποιούν τις μεταρρυθμίσεις για την χάραξης πολιτικής, αλλά όχι χωρίς να δοθεί μεγάλη έμφαση στην αποφυγή του συνεναγόμενου «πολιτικού κόστους». Ως ελληνοαυστραλιανή διασπορά πρέπει επίσης να είμαστε σε θέση να συνεισφέρουμε σε αυτή τη συζήτηση και να παρέχουμε προτάσεις για μεταρρυθμίσεις πολιτικής που προέρχονται από τις εμπειρίες μας σε αυτήν τη χώρα.

*Ο Στηβ Μπακάλης είναι επισκέπτης ερευνητής στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο Οικονομικών και Οικονομικών στο Πεκίνο και Ισόβιο Μέλος HACCI (Vic) Life Member