Στον τρέχοντα προεκλογικό διάλογο, από την μια μεριά είναι ο Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μη-τσοτάκης, ο οποίος προβάλλει στους πολίτες την ανάγκη να υπερψηφίσουν το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ώστε ο ίδιος να μπορέσει να σχηματίσει ξανά αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το λογικό υπόβαθρο της προτροπής του είναι να εξασφαλίσει την απαραίτητη κυβερνητική σταθερότητα ώ-στε να προχωρήσει τα επόμενα τέσσερα χρόνια στην υλοποίηση του προγράμματος κυβερνητικής πολιτικής που παρουσιάζει ως συνέχεια εκείνου που εφάρμοσε την προηγούμενη τετραετία. Από την άλλη μεριά, ο μεν αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης κ. Αλέξης Τσίπρας ζητάει από τους ψηφοφόρους να υπερψηφίσουν το κόμμα του Σύριζα, προκειμένου να απαλλάξει την χώρα από τα «δεινά» που της επεφύλαξε η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, ενώ οι αρχηγοί των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης ζητούν την ψήφο των πολιτών για να εκπροσωπήσουν στην επό-μενη βουλή τις προτιμήσεις τους και ίσως τα συμφέροντα τους, αν τους δοθεί η ευκαιρία να συμ-μετέχουν σε κάποια συμμαχική κυβέρνηση, Στο πεδίο της αχρείαστα οξείας κομματικής αντιπα-ράθεσης γίνεται τόσο θόρυβος που ιδέες και προτάσεις πολιτική χάνονται και το μόνο που επι-κρατεί είναι ένα κλίμα αβεβαιότητας για την κυβερνησιμότητα της χώρας. Έτσι, μετά τις επώδυ-νες συνέπειες της μεταπτωχευτικής περιόδου και των μνημονίων, φοβούμεθα ότι στήνεται ένα πολιτικό σκηνικό για μια νέα οπισθοδρόμηση, και γι’ αυτό αποφασίσαμε να τοποθετηθούμε.
Όντας απόμακροι, αλλά όχι ουδέτεροι, μελετητές της δημοκρατίας ως μοναδικού θεσμού δια-τήρησης του ελεύθερου τρόπου ζωής, έχουμε διατυπώσει δημόσια σοβαρές επιφυλάξεις για τα πλεονεκτήματα και των αυτοδύναμων κυβερνήσεων και των πολιτικών που διαχρονικά εφαρμό-ζουν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας. Εντελώς πρόσφατα, από τον παγκόσμιο δείκτη της ελευθερίας που δημοσιεύθηκε, διαπιστώσαμε ότι η Ελλάδα, η χώρα του Κάλβου και του Σολω-μού, κατατάσσεται στη θέση 108, μαζί με πιο ελεύθερες αρκετές άλλες χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Απογοητευθήκαμε. Κάτι δεν πάει καλά. Άλλα περιμέναμε στο μέτωπο της ελευθερίας και της αξιοκρατικής διακυβέρνησης από τον κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του και άλλα πο-λύ δυσάρεστα προέκυψαν υπό την ηγεσία του. Οπότε τώρα αμφιταλαντευόμαστε: Δικαιολογείται οι φιλελεύθεροι να ψηφίσουμε υπέρ της Νέας Δημοκρατίας; Η απάντηση μας ελπίζουμε ότι προ-κύπτει φυσιολογικά από την ψυχρή συγκριτική ανάλυση που ακολουθεί.
Την προηγούμενη τετραετία, ο κ. Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του επεδίωξαν λίγες ιδέες μακρόπνοης πολιτικής και πολλές που αποσκοπούσαν στην βελτίωση της καθημερινότητας. Στις πρώτες ήταν η αλλαγή των αμυντικών ισορροπιών στο Αιγαίο, η υπεράσπιση των συνόρων, η ανάκτηση της Ευρωπαϊκής και διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας, και η βελτίωση της εφαρμογής των νόμων και της τάξης. Στις δεύτερες περιλαμβάνονταν η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η επαναφορά αποτελεσματικότερων όρων λειτουργίας στα πανεπιστήμια, στην υγεία, στην τοπική αυτοδιοίκηση, κλπ. Πέτυχαν; Η εκτίμηση μας είναι ότι το ισοζύγιο των αποτελεσμάτων υπήρξε θετικό, ιδιαίτερα στους τομείς των στρατηγικών επιδιώξεων της χώρας, παρά τις μείζονες εξωγε-νείς αντιξοότητες που προέκυψαν. Τούτου λεχθέντος, χρειάζεται επίσης να σταθμίσουμε τι προ-τείνει η Νέα Δημοκρατία για την νέα τετραετία. Σ’ αυτό το μέτωπο κομβική είναι η δέσμευσή του κ. Πρωθυπουργού να επιδιώξει την αύξηση των εισοδημάτων κατά 25%. Αυτή είναι εντελώς πρωτόγνωρη γιατί εξ’ επαγγέλματος γνωρίζουμε ότι, ενώ οι κυβερνήσεις καταναλώνουν πλούτο, η συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη μέσω βελτίωσης των θεσμών λαμβάνει χώρα στο μακρύ χρόνο. Συνεπώς, αφαιρετικά τεκμαίρουμε ότι πρέπει να έχει στο μυαλό του κάτι άλλο το οποίο δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από την απελευθέρωση της οικονομίας και της επιχειρη-ματικότητας, καθώς και των μεγάλων διαθρωτικών αλλαγών που εκκρεμούν. Αλλά αμφιβάλουμε γιατί η Νέα δημοκρατία δεν είναι φιλελεύθερο κόμμα και η εν λόγω δέσμευση μπορεί να μείνει στη ιστορία ως μια προεκλογική φαντασίωση. Γι’ αυτό, ενώ ευχόμαστε στον κ. Πρωθυπουργό τα καλύτερα στις εκλογές, ελπίζουμε ότι στην πρώτη ευκαιρία θα εξηγήσει στους πολίτες πως σκο-πεύει να την υλοποιήσει.
Σε σύγκριση με τα πιο πάνω, τα ιστορικά δεδομένα, η ποιότητα της αντιπολίτευσης που ά-σκησε κατά την παρελθούσα τετραετία, και οι προτάσεις πολιτικής που προβάλλει για την νέα τετραετία, μας οδηγούν στην εκτίμησή ότι, αν υπερψηφιστεί η αξιωματική αντιπολίτευση και σχηματίσει είτε αυτοδύναμη είτε συμμαχική κυβέρνηση, δεν αποκλείεται σύντομα να ξαναμπού-με σε τροχιά για μια νέα πτώχευση. Ο λόγος είναι ότι και τα προγράμματα των άλλων συγγενών προς αυτήν αριστερών κομμάτων πλειοδοτούν σε προτάσεις που ανατρέπουν και δεν κτίζουν ε-πάνω στο μεταρρυθμιστικό έργο μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, κάτι βέβαιο που εί-ναι χαρακτηριστικό των εύρωστων δημοκρατιών.
Για του λόγου το αληθές, ας πάρουμε για παράδειγμα τις προτάσεις του Σύριζα για το συντα-ξιοδοτικό. Αν επανακάμψουν στην κυβέρνηση, δεσμεύονται για την άμεση επαναφορά της 13η σύνταξης, την επιστροφή σε 2,5 εκατομμύρια συνταξιούχων και σε βάθος τετραετίας των ανα-δρομικών που τους στέρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, και τη χορήγηση αύξησης 7,5% για το 2023 σε όλους τους συνταξιούχους. Αγνοώντας την πρότερη πικρή εμπειρία από την κυβέρνηση του κ. Τσίπρα το 2015-2019, ας δεχθούμε ότι η νέα κυβέρνηση της «αριστεράς και της προόδου» θα είναι αυτή τη φορά, αφενός αποφασισμένη να τηρήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, και αφετέρου ότι θα μπορέσει να τα βρει με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς που παρακολουθούν την εκτέλεση του δημόσιου προϋπολογισμού. Οι συνταξιούχοι προς τους οποίους απευθύνονται αυ-τές οι ελκυστικές παροχές θα πειστούν και θα ψηφίσουν θετικά χωρίς να έχουν μια σοβαρή ανά-λυση των συνεπειών για τους ίδιους, τα παιδιά τους, και τα εγγόνια τους; Πιστεύουμε ότι, με βά-ση τα δεδομένα που επαναλαμβάνουμε σύντομα πιο κάτω, θα προτάξουν το Εθνικό συμφέρον και δεν θα ταχθούν υπέρ μιας κυβερνητικής αλλαγής.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, το διάστημα 2017/2019, η δημόσια δαπάνη για συντάξεις στην Ελλάδα ανερχόταν σε 15.5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Συ-γκρινόταν δε με 3.7% στην Ιρλανδία, 4% στην Αυστραλία, 5.6% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 7.9 στις χώρες του ΟΟΣΑ, και 11.1 στις χώρες της ζώνης του Ευρώ. Επομένως, αν η λογική των ε-θνικών προτεραιοτήτων για άμυνα και ανάπτυξη επιβάλλει την μετάβαση κατ’ ελάχιστο στο πρό-τυπο της κάλλιστης διεθνούς πρακτικής, το οποίο αντιστοιχεί στο μέσο ποσοστό των χωρών του OΟΣΑ, η κρατική επιδότηση των συντάξεων στην Ελλάδα θα πρέπει να μειωθεί από 15.5% σε 7.9% του ΑΕΠ ή, σε απόλυτα μεγέθη με βάση το ΑΕΠ του 2019, κατά περίπου 14.3 δις Ευρώ κατ’ έτος. Αν δεν γίνει αυτό τα χρόνια που έρχονται, η ανάπτυξη θα περιοριστεί μεσοχρόνια στη γειτονία του 2%, η φορολογική επιβάρυνση και η έλλειψη συνταξιοδοτικού μέλλοντος θα σπρώ-χνει όλο και περισσότερους προικισμένους Έλληνες στη μετανάστευση, ο πληθυσμός θα φθίνει, και οι Εθνικοί κίνδυνοι θα μεγαλώνουν. Οι τάσεις αυτές επείγει να αναστραφούν και το συντα-ξιοδοτικό δεν πρέπει να γίνει η αιτία μιας νέας χρεοκοπίας.
Εν κατακλείδι, με βάση τα σταθμισμένα επιτεύγματα της τελευταίας τετραετίας και τις προο-πτικές που διανοίγονται από τις προγραμματικές του δεσμεύσεις, ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτά-κης εύλογα δικαιούται να ζητά την ανανέωση της εντολής του από την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Το ίδιο ισχύει για τους φιλελεύθερους, οι οποίοι είναι σκόπιμο να σκεφτούν ότι, συνή-θως, την δεύτερη τετραετία οι πρωθυπουργοί έχουν την ευχέρεια να αποφασίζουν περισσότερο σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους και λιγότερο δεσμευόμενοι από τους περιορισμούς των κομμά-των τους. Σε ότι αφορά το ρόλο της αντιπολίτευσης, αυτός ταυτίζεται με εκείνο που ασκούν στις εύρωστες δημοκρατίες, όπου κατά κανόνα προτείνουν οριακές μεταρρυθμιστικές αλλαγές με βάση την ανάλυση των δεδομένων και χτίζουν στο έργο των απερχόμενων κυβερνήσεων.