Έχουν περάσει 62 χρόνια από τότε που η Ιωάννα Γκέντη (το γένος Πάζιου) πάτησε το πόδι της στην Αυστραλία για να σμίξει ξανά με τον πρώτο της έρωτα, αλλά τα γεγονότα του Εμφυλίου, που έζησε στα βουνά της Ευρυτανίας, στοιχειώνουν ακόμα τη μνήμη της και η καρδιά της θρηνεί την οικογενειακή θαλπωρή που έχασε σε τρυφερή ηλικία.
Αυτά που θυμάται πιο έντονα, καθώς εξιστορεί στον «Νέο Κόσμο» τη ζωή της και τις τραυματικές της εμπειρίες από εκείνα τα χρόνια, είναι η αναπάντεχη καλοσύνη κάποιων ανθρώπων που τους βοήθησαν και τους φρόντισαν όταν βρέθηκαν σε απόγνωση και, από την άλλη, πόσο απάνθρωποι και σκληροί μπορεί να γίνουν άλλοι, εν καιρώ πολέμου.
Η ήρεμη ζωή της άλλαξε για πάντα ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1948 όταν ήταν μόλις δέκα χρόνων. Ήταν την ημέρα που μαζί με τους γονείς της και τα οκτώ αδέλφια της εγκατέλειψαν το σπίτι τους στα Τοπόλιανα και κατέφυγαν στα βουνά για να σωθούν, στο αποκορύφωμα του Εμφυλίου.

Ο πατέρας της, Νίκος Πάζιος, ήταν ο παντοπώλης του χωριού και, ως εκ τούτου, μάθαινε όλα τα νέα, συναναστρεφόταν με όλους, και αριστερούς και δεξιούς, εξηγεί η Ιωάννα. Όποιος επισκεπτόταν το χωριό, είτε αντάρτης ήταν είτε από τον κανονικό στρατό, στο σπίτι τους θα κοιμόταν.
«Αλλά μπερδεύτηκε. Τον έμπλεξαν δηλαδή». Θέλοντας να ειδοποιήσει τον μπατζανάκη του, από το χωριό απέναντι, τον Βάλτο, να πάει να κρυφτεί όταν θα περνούσαν οι αντάρτες, κάποιοι υπέθεσαν ότι για να γνωρίζει τα σχέδια των ανταρτών πρέπει να ήταν και ο ίδιος μαζί τους.
«Υπήρχαν σ’ εκείνο το χωριό κάποιοι που δεν το είχαν σε τίποτα να σκοτώσουν έναν άνθρωπο, και η αλήθεια είναι ότι τον ανάγκασαν τον μπαμπά μου να μας πάρει και να φύγει. Αν κατεβαίναμε στο Αγρίνιο, την Λαμία ή την Αθήνα, εμείς ίσως να ήμασταν εντάξει, αλλά εκείνον θα τον σκότωναν. Και έτσι αναγκάστηκε και πήγε από την άλλη πλευρά».

«Την ημέρα που φύγαμε από το χωριό δεν θα την ξεχάσω ποτέ και δεν νομίζω και κανένας από μας, εκτός από τη Μαρία που ήταν πολύ μικρή. Θυμάμαι, επικρατούσε αναστάτωση στο σπίτι. Ξέρεις… το παιδί ξυπνάει και έχει αυτή την γαλήνη. Αλλά όταν ξυπνάς και βλέπεις τη μαμά σου να κλαίει και να μαζεύει πράγματα και τον μπαμπά σου να αδειάζει το σπίτι, να παίρνει πράγματα για να τα κρύψει σε καταφύγια, λες τι γίνεται; ‘Μη στεναχωριέστε. Θα πάμε σε ένα άλλο χωριό που είναι πιο καλά’, μας έλεγε η μαμά, αλλά κάτι μέσα μου ήρθε και με πάγωσε.
´Μαμά, πώς μπορούμε να φύγουμε από δω, από το σπίτι μας, από τα πράγματά μας; Πώς μπορούμε να φύγουμε;´ τη ρωτούσα».
Τα παιδικά της χρόνια μέχρι τότε, ήταν ξέγνοιαστα και παρ’ ότι ο πόλεμος στην υπόλοιπη Ελλάδα μαινόταν, το μικρό ορεινό χωριό στα Άγραφα όπου μεγάλωσε, δεν είχε ζήσει τον εχθρό.
«Ήμασταν πολύ ψηλά, δεν νομίζω ότι έφτασαν ποτέ οι Γερμανοί μέχρι εκεί». Εκτός από το σχολείο το οποίο δεν λειτουργούσε πάντα λόγω του πολέμου, το μόνο πράγμα που θυμάται διαφορετικό από εκείνα τα χρόνια, ήταν ότι η μαμά της ζύμωνε ανάλατο ψωμί. Ο πατέρας της συχνά κατέβαινε στο Αγρίνιο, το Καρπενήσι, την Αμφιλοχία, για να ανταλλάξει προϊόντα. «Έπαιρνε μέλι γιατί είχαμε και μελίσσια, βούτυρα και τυριά και επέστρεφε με αλάτι, πιπέρι, σταφίδες και σύκα, προϊόντα που εμείς δεν είχαμε. Το αλάτι εκείνα τα χρόνια ήταν δυσεύρετο».
«Ήμασταν μια μεγάλη οικογένεια, οι γονείς μας και εννιά αδέλφια. Ήμασταν πάρα πολύ αγαπημένα. Δεν θυμάμαι ποτέ να πεινούσαμε ή να κρυώναμε ή να στερηθήκαμε κάτι στο σπίτι. Και τώρα που μεγάλωσα σκέφτομαι πώς αυτοί οι δύο άνθρωποι τα κατάφερναν και μας είχαν τόσο ξέγνοιαστα, τόσο αγαπημένα».

Σε αντίθεση με τα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, οι γυναίκες στα Τοπόλιανα δεν δούλευαν στα χωράφια, έτσι και η μαμά της Ιωάννας φρόντιζε το σπίτι, τα παιδιά, το φαγητό, με τις μεγαλύτερες κόρες να τη βοηθάνε.
«Δεν νομίζω ότι ο πατέρας μου ήταν απαραίτητα αριστερός. Ήταν όμως δημοκράτης. Δεν του άρεσε ο φασισμός, δεν του άρεσε η αδικία», λέει η Ιωάννα, και επιστρέφει στον καιρό που πέρασαν πάνω στα βουνά, σε χωριά, αλλά αρκετές φορές και σε σπηλιές και στην ύπαιθρο, εκτεθειμένοι στο κρύο, την πείνα και με συντροφιά τον φόβο.
Στόχος ήταν να περάσουν τα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και από εκεί να πάνε σε κάποιο από τα σοβιετικά κράτη. Αλλά εν τω μεταξύ, τα σύνορα έκλεισαν και η οικογένεια βρέθηκε εγκλωβισμένη στα βουνά.
«Ήτανε Φεβρουάριος, χειμώνας, έκανε κρύο, και έριχνε χιόνι. Πρώτα πήγαμε σ’ ένα χωριό κοντά, το Λημέρι, όπου μείναμε για μια-δυο εβδομάδες, και μετά στο Μεγάλο Χωριό, και σε όλα εκεί τα γύρω χωριά». Στη Βίνιανη πέρασαν αρκετό καιρό, πήγαν ακόμα και σχολείο τα παιδιά αλλά σύντομα ξεκίνησαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.
«Και ο μπαμπάς τα μάθαινε όλα αυτά και έπρεπε να φύγουμε. Και μας πήρε από εκεί και ανεβήκαμε σε κάτι βουνά και να χιονίζει … να χιονίζει. Ήμασταν μικρά, κρυώναμε, δεν είχαμε ζεστά ρούχα, παλτά και τέτοια. Και έτσι έκοψε κλαριά από έλατα, τα έστρωσε κάτω, και τα πέντε μας (τα πιο μικρά), ξαπλώσαμε το ένα δίπλα στο άλλο και μας σκέπασε πάλι με κλαριά για να κοιμηθούμε. Εμείς ζεσταθήκαμε, το ένα δίπλα στο άλλο. Αλλά έριξε τόσο χιόνι που το πρωί δεν μας έβρισκαν!» γελάει η Ιωάννα παρά τα όσα υπέφεραν.
«Εν τω μεταξύ, δεν είχαμε να φάμε. Όπου πηγαίναμε, ψάχναμε για καμιά πατάτα άγρια, ακόμα και τα μήλα, άγουρα όπως ήταν τα τρώγαμε. Όλα τα παιδάκια κοιτούσαμε την γη ψάχνοντας για κουκουσούλες. Ήταν κάτι σαν πατατούλες που τις πλέναμε και τις τρώγαμε και ήταν πολύ ωραία. Ό,τι βρίσκαμε που δεν ήταν πικρό το τρώγαμε».

Θυμάται όταν βρέθηκαν στη Γρανίτσα, κοντά στο χωριό τους, και κρύφτηκαν σε ένα μέρος σαν σπηλιά.
«Έπεφτε πολλή βροχή και μαζί και πέτρες από το βουνό. Και καθώς χτυπούσαν έβγαζαν σπίθες, σαν φωτιά, και εμείς φοβόμασταν. Από εκεί ανεβήκαμε σε ένα λόφο όπου ήτανε μια μικρή καλύβα και μέσα σ’ αυτή την καλύβα ήμασταν 20 άτομα…
Όλη την ημέρα εκεί μέσα, και το βράδυ, η μαμά έπαιρνε κουβέρτες και σκέπαζε την καλύβα για να ανάψει φωτιά. Το μόνο που είχε ήταν αλεύρι. Έβγαζε χιόνι, το έβαζε στην κατσαρόλα, άναβε τη φωτιά και έκανε χυλό να φάμε. Αυτόν τον χυλό εγώ δεν μπορούσα να το φάω. ‘Πες πως έχει γάλα, πες πως έχει ζάχαρη,’ μου έλεγε η καημένη η μαμά. Είχαμε και μια κότα μαζί μας… η οποία μας πρόδωσε στο τέλος». Αφού η Ιωάννα δεν το έτρωγε με τίποτα, η μάνα της τάιζε τον χυλό στην κότα για να κάνει αυγό.
«Κάθε 15 η κότα έκανε ένα αυγό και με αυτό έζησα για δύο μήνες. Είχα φτάσει σε σημείο που άρχισα να μελανιάζω.
Όταν σταμάτησαν κάπως οι μάχες και κατεβήκαμε πιο κάτω σε ένα χωριό, βρήκαμε πατάτες και η καημένη η μανούλα μου τις έβρασε και την πρώτη πατάτα ήρθε να μου τη δώσει. Αλλά είχε κλείσει ο λαιμός μου και δεν μπορούσα να τη φάω. Πήρε νερό, την έλιωσε λίγο σαν πουρέ και με τάισε».
«Ήτανε πολύ τραγικά αυτά τα χρόνια… Κι εμείς δεν καταλαβαίναμε κιόλας γιατί είμαστε εκεί».
Το βράδυ που έφτασαν πίσω στο χωριό τους ήταν όλοι, εκτός από τα μεγαλύτερα αδέλφια, τον Σωκράτη που ήταν τραυματισμένος και την Λένα, που ήταν ακόμα στα βουνά. Το πρωί που βγήκε ο πατέρας της έξω από την καλυβούλα όπου κρυβόντουσαν στην άκρη του χωριού, είδε στρατιώτες πάνω σε όλες τις ραχούλες να τους έχουν περικυκλώσει.

«Αργύρω, πρέπει να φύγω. Εσένα με τα παιδιά δεν θα σας κάνουν τίποτε. Εγώ όμως πρέπει να φύγω’, είπε ο πατέρας μου. Και η αδελφή μου η Κούλα που ήταν τότε 18-19 χρόνων, πήγε μαζί του, και μαζί και ο Κωστάκης που ήταν τότε 15. Εκείνο το πρωινό χωρίσαμε. Δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ όλη η οικογένεια μαζί. Ποτέ».
«Όταν ήρθε ο στρατός σε αυτό το καλυβάκι σήκωσαν τις κάννες από τα όπλα και έλεγαν ‘παραδοθείτε’. Η μαμά η κακομοίρα σήκωσε τα χέρια και έλεγε ‘παραδίδομαι’ αλλά δεν έβγαινε φωνή. Εμείς, γελούσαμε γιατί μας φαινόταν όλο αυτό αστείο και παρακαλούσε η μαμά, ‘πέστε, παραδίδομαι, θα μας σκοτώσουν’. Αλλά γελούσαμε, μικρά παιδιά ήμασταν. Μπήκε ο στρατός μέσα, αλλά μας φέρθηκαν καλά, μας πήρανε, μας πήγαν στο σχολείο του χωριού… Το σπίτι μας ήταν όρθιο. Δεν το είχανε κάψει ακόμα οι ΜΑΥδες».
Ήταν άνοιξη του 1949. Στο σχολείο ένας αξιωματικός με βέργα και μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα, ανέκρινε τη μικρή Ιωάννα για τους αντάρτες που συνάντησαν και πώς περνούσαν.
«Από εκεί την άλλη μέρα μας πήρανε με τα πόδια από τα Τοπόλιανα και μας πήγαν στον Εμπεσό, κοντά στην Αμφιλοχία. Βαδίζαμε περίπου 7 ώρες με τα πόδια. Ήταν κανα-δυο άλλες οικογένειες και η μαμά και εμείς τα πέντε παιδιά, που μείναμε μαζί της. Εγώ, η Αλίκη, ο Γιώργος, η Αγγελική και η Μαρία. Όταν φτάσαμε στον Εμπεσό μας άφησαν έξω από ένα καφενείο και ερχόταν κόσμος να μας δει, όπως στο τσίρκο. Μας κοιτούσαν αλλά δεν μας πλησίαζαν. Άλλοι λέγανε αυτοί είναι κομμουνισταί, άλλοι, αυτοί είναι εγκληματίες. Ήταν όμως ένας παπάς που έμενε σε αυτό το χωριό, πάνω σε ένα ύψωμα. Αυτός ο παπάς ήρθε και ζήτησε από την Αστυνομία και από τον στρατό να μας πάρει στο σπίτι του. Και τον αφήσανε. Η κόρη του μας έκανε όλα μπάνιο. Μας έφτιαξε αυγά που είχαμε να φάμε τόσο καιρό και ψωμί ζεστό.
Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Το θυμόμουν σε όλη μου τη ζωή. Πάντα έλεγα ότι υπάρχει καλός κόσμος. Και αυτόν τον άνθρωπο δεν τον ξέχασα ποτέ. Το θάρρος που είχε να πάρει πέντε παιδιά και τη μαμά μου, να μας ταΐσει και να μας κοιμίσει σπίτι του… ‘Ημασταν βρώμικα… πλενόμασταν στα ρυάκια βλέπεις, ήταν άγρια ζωή».

Στη συνέχεια τους πήρανε με τα Τζέιμς για το Αγρίνιο όπου τους περίμενε ένας ακόμα σπαρακτικός αποχωρισμός.
«Εκείνο το βράδυ πάλι δεν θα το ξεχάσω, όταν μας χώρισαν από τη μητέρα μας. Την πήρανε στο κρατητήριο. Θυμάμαι όπως μας χωρίζανε, τη Μαρία, που ήταν τότε 4 χρονών να πηγαίνει ανάμεσα στα πόδια των στρατιωτικών και να φωνάζει για τη μαμά της. Η καημένη η μανούλα μου να χωρίζει από τα παιδιά της. Κάναμε μήνες να τη δούμε…»
Τα πέντε παιδιά τα τακτοποίησαν στην Παιδόπολη του Αγρινίου πριν τους μεταφέρουν. Τα κορίτσια λίγους μήνες αργότερα στην Παιδόπολη Λάρισας «Απόστολος Παύλος», και τον αδελφό της στο Ζηρό, λίγα χιλιόμετρα από την Φιλιππιάδα.
«Μας έκαναν μπάνιο, μας κούρεψαν, μας έδωσαν ωραία ρούχα, παπούτσια… Το βράδυ που κοιμήθηκα στο κρεβάτι πρώτη φορά στην Παιδόπολη ένιωσα τέτοια ανακούφιση. Δεν μπορούσα να το φανταστώ, ότι θα κοιμηθώ πάλι σε κρεβάτι, ότι θα είμαι έτσι αναπαυμένη μετά από τόσα, από τα χιόνια, από την πείνα, τον φόβο. Μας κοιτάξανε, μας πρόσεξαν, μας μόρφωσαν. Έζησα στην Παιδόπολη δέκα χρόνια…»
Η αγωνία για τη μητέρα της όμως δεν την άφηνε να ησυχάσει.
«’Ημασταν στο Αγρίνιο ακόμα όταν μας έφεραν τη μαμά για να τη δούμε… γιατί ήθελαν να τη στείλουν εξορία. Όταν μας την έφερε ο αξιωματικός, γίναμε όλη μια αγκαλιά και παρακαλάγαμε να την αφήσουν εδώ, να τη βλέπουμε».
Ένας συγγενής παρουσιάστηκε και είπε ότι η μητέρα μου δεν έφταιγε σε τίποτα και θα την αναλάμβανε ο ίδιος. Μετά από λίγους μήνες την άφησαν ελεύθερη και επέστρεψε στο χωριό, όπου όμως δεν είχε μείνει τίποτα δικό τους. Το σπίτι καμένο και ούτε ένα πιρούνι για να φάει τα αγριόχορτα που μάζευε.

Αλλά εκεί την περίμενε κι ένα θαύμα, προσθέτει η Ιωάννα. Όταν είχαν εγκαταλείψει το χωριό, είχαν πάρει μαζί μερικά πρόβατα και το σκυλί τους. «Αυτό το σκυλί, η Τούρκα μας, δεν μάς άφησε ποτέ. Στο Σαραντάπορο, όπου γίνονταν μεγάλες μάχες, αναγκαστήκαμε να τα παρατήσουμε…, φύγαμε. Πέρασε τόσος καιρός, γύρισε η μαμά μας στο χωριό και βρήκε την Τούρκα μας μαζί με αυτά τα πρόβατα. Το σκυλί τα έφερε από τα σύνορα πίσω στις στάνες τους στα Τοπόλιανα, και όταν είδε τη μαμά τρελάθηκε από τη χαρά του. Με αυτά τα πρόβατα άρχισε η μαμά πάλι να στήνει τη ζωή της στο χωριό».
Εν τω μεταξύ, η Ιωάννα ήταν κοντά 14 χρόνων όταν η διευθύντρια της Παιδόπολης την κάλεσε να αποφασίσει τι ήθελε να σπουδάσει. Βλέποντας τις νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού να βοηθάνε τους τραυματισμένους αντάρτες στα βουνά, η Ιωάννα ήξερε ότι ήθελε να γίνει νοσοκόμα, αλλά πιο πολύ ήθελε να εργαστεί για να βοηθήσει τη μαμά της.
Το αίτημά της το συζήτησε και με την βασίλισσα Φρειδερίκη που έδειξε ενδιαφέρον όταν εκείνες τις ημέρες επισκέφθηκε την Παιδόπολη, και η οποία πρότεινε να εργαστεί η Ιωάννα στο Αναρρωτήριο της Παιδόπολης όπου θα μάθαινε και τη δουλειά.
Έτσι κι έγινε. Ό,τι έβγαζε το έστελνε κατευθείαν στη μητέρα της για να χτίσει ξανά πέτρα-πέτρα το πατρικό τους.
«Γι’ αυτό η μανούλα μου έλεγε συχνά, ‘Ιωάννα μου εσύ δεν είσαι κόρη μου, είσαι μάνα μου, είσαι τα πάντα’».
Πέρασαν έξι χρόνια πριν δει ξανά τη μαμά της, όταν ήρθε να τους επισκεφθεί στην Παιδόπολη, και δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει. Ο πατέρας της που είχε καταφύγει με τα δύο παιδιά στην Πολωνία, επέστρεψε δέκα χρόνια αργότερα στην Ελλάδα. Μετά τη φυλακή και το δικαστήριο πήγε κι εκείνος στο χωριό. Από τα εννέα αδέλφια μόνο τρία γύρισαν να ζήσουν στα Τοπόλιανα. Ο Σωκράτης, η Κούλα και η Λενιώ.
Η Ιωάννα επισκέφθηκε ξανά το χωριό της όταν παντρευόταν η αδελφή της η Λενιώ, και όλα της φάνηκαν τόσο διαφορετικά απ’ ό,τι τα θυμόταν.
Άλλωστε, η πορεία της ζωής της, είχε πάρει άλλη κατεύθυνση. Τελείωνε πλέον τις σπουδές της στη Σχολή Αδελφών του Λαϊκού Νοσοκομείου και όλες οι μικρότερες αδερφές της έμεναν στην Αθήνα. Είχε γνωρίσει και τον πρώτο έρωτα και η καρδιά της χτυπούσε για τον Κερκυραίο Διονύση Γκέντη, αρχηγό και γυμναστή στην Παιδόπολη Ζηρού όπου ζούσε ο αδελφός της, Γιώργος. Για κείνον έφυγε για την Αυστραλία το 1961, όταν την κάλεσε. Οι μικρότερες αδελφές της με τις οποίες ήταν πολύ δεμένη την ακολούθησαν κι εκείνες στην Αυστραλία. Μόνο η μικρότερη, η Μαρία επαναπατρίστηκε μετά από κάποια χρόνια.
Η ζωή μετέπειτα της χάρισε ευτυχία, παιδιά, εγγόνια, αλλά ένα παράπονο της έχει μείνει μέχρι σήμερα.
Μπορεί να συναντήθηκε ξανά με όλους, ακόμα και με τον αγαπημένο αδερφό της τον Κωστάκη που είχε να δει 25 χρόνια, αλλά το γεγονός ότι δεν κάθισαν ποτέ όλοι μαζί σ’ ένα τραπέζι μετά από εκείνη την χειμωνιάτικη μέρα του ’48, είναι κάτι που την πονάει ακόμα.



