Ο Ιορδάνης (Jordan) Σπυρίδων Γκόγκος, γνωστός και ως «πρίγκιπας της αυστραλιανής μόδας», ανταποκρίνεται στον τίτλο του και με το παραπάνω.
Με αφορμή την Εβδομάδα Μόδας «Afterpay Australian Fashion Week» (AAFW) – από τις 15 έως τις 19 Μαΐου – ο Γκόγκος συνεργάστηκε με το διάσημο είδωλο της μόδας, Akira Isogawa, προσδίδοντας στη δουλειά του μια νέα και συναρπαστική ματιά, με αποτέλεσμα να αναστατώσει την πασαρέλα με μια συλλογή από ζωντανά, περίπλοκα και καινοτόμα σχέδια που ο ίδιος περιγράφει ως «μη-κανονικά».
Ο Γκόγκος επί του παρόντος συνεργάζεται με το Μουσείο Powerhouse στο Σίδνεϊ, όπου θα συνεχίσει να επιδεικνύει την καλλιτεχνική του δεινότητα μέχρι το τέλος του έτους.

«Το Powerhouse έχει αποκτήσει ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς μου», λέει στον «Νέο Κόσμο», προσθέτοντας ότι οι δημιουργίες του βρίσκονται επίσης στη μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης της Βικτώριας.
Εκτός από τις καλλιτεχνικές του προσπάθειες, ο Γκόγκος τονίζει την ικανότητά του να δημιουργεί «συνεργασίες με επώνυμες εταιρίες» ως απόδειξη του επιχειρηματικού του πνεύματος που τον διακρίνει.
«Έχουμε δημιουργικές συνεργασίες με αξιόλογες μάρκες όπως η Glenfiddich, και μπορείτε να εντοπίσετε τις αφίσες μας σε όλο το Σίδνεϊ», δηλώνει.
ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ
«Λατρεύω τον «Νέο Κόσμο», μεγάλωσα με αυτόν στο σπίτι του παππού μου και της γιαγιάς μου», λέει.
Αμέσως, τον… «βάζω στη θέση του»: «Φίλε έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες στα αγγλικά – αναγνώστες δεύτερης και τρίτης γενιάς…».
«Ναι, ναι, εντάξει…» αντιδρά σχεδόν αυτόματα ο νεαρός Γκόγκος, λες και τον μάλωσε ένας… δύστροπος Έλληνας θείος.
Όταν ο Ιορδάνης Γκόγκος αναφέρει στο λόγο του την αντωνυμία «εμείς», εννοεί την ομάδα των δημιουργών του, εκείνων με τους οποίους ανατρέπει τις συμβάσεις με μεγάλη επιτυχία και «οικονομική ανταπόδοση».
Η συμμαχία Γκόγκου και Isogawa έχει χαρακτηριστεί ως «ποιητική έκρηξη» από το περιοδικό Vogue.
Τα μπαρόκ σχέδια, συνδυασμένα με στοιχεία punk, και camp χρώμα από τη δεκαετία του ’80, είναι πλήρως εναρμονισμένα πλήρως με την εμπειρία του Γκόγκου από τα ελληνικά προάστια της Μελβούρνης.

Δεν κρύβει το γεγονός ότι, όπως πολλοί από εμάς, «μεγάλωσε στα προάστια».
«Εκεί που οι νέοι πηγαίνουν στο Westfield, για πολύ συντηρητικά ρούχα, εκεί που ήμουν εγώ, όλα ήταν αρκετά γραμμικά», λέει στον «Νέο Κόσμο».
Κάθε άλλο παρά γραμμική είναι η πολύχρωμη και εξαιρετικά δυναμική συλλογή του.
«Όταν ξεκίνησα, δεν είχα χρήματα για να παράγω εμπορικά ρούχα και δεν μπορούσα να ράψω μόνος μου, οπότε, όταν ξεκινήσαμε την εταιρία, είχα πραγματικά κάπως τρελές και δημιουργικές ιδέες.
«Είχα πρόσβαση σε υφάσματα και, δεν θα μπορούσα ποτέ να ανταγωνιστώ τους άλλους στο επίπεδο της κατασκευής εκλεπτυσμένων ρούχων, αλλά μπορούσα να έχω αυτή την παραγωγή, ή τη χρηματική υποστήριξη, οπότε κόντρα στο ρεύμα, ήμασταν σε θέση να διευρύνουμε τα όρια με διαφορετικό τρόπο».
Ο Γκόγκος πουλάει περιορισμένα κομμάτια που είναι ευκολοφόρετα, μέσω της γκαλερί του και σε ιδρύματα. Ο ίδιος δεν βιάζεται να γίνει πολύ εμπορικός.
ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΜΨΟΤΗΤΑ
Ο Γκόγκος έχει συνείδηση του «σοκ» που μπορούν να προκαλέσουν τα σχέδιά του.
«Υπάρχει ένας δισταγμός – οι άνθρωποι μπερδεύονται – κάποιοι το λατρεύουν απόλυτα, κάποιοι το μισούν», λέει.
Έχοντας συνείδηση της διαρκούς διαμάχης μεταξύ του ελληνικού απολλώνιου και του διονυσιακού κόσμου, ο ίδιος φαίνεται να «γέρνει» προς τον Διόνυσο.
Ο Γκόγκος γνωρίζει, ωστόσο, ότι δημιουργεί «συζήτηση και διάλογο», είναι η άμμος στο στρείδι και χωρίς αμφιβολία, έτσι παράγεται πάντα ένα μαργαριτάρι.
«Το έργο μας έκανε τους ανθρώπους να θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτό και αυτό έκανε τη διαφορά για εμάς. Αν απλά φτιάχναμε όμορφα πουκάμισα και τέτοια, δεν θα είχαμε καμία ελπίδα, ο τρόπος που επιλέξαμε ήταν να φέρουμε τα πάνω – κάτω σε μια βιομηχανία που είναι αρκετά καθιερωμένη».
Αναφέρεται, όχι μόνο στη δουλειά, αλλά κυρίως στην επίδραση της εμβληματικής για την πανκ μόδα, Vivien Westwood.
«Έχει το ίδιο ήθος κατά κάποιο τρόπο, η δουλειά μας είναι πολύ αντικανονική, εγώ, ως καλλιτέχνης, ντύνομαι κανονικά στο σπίτι μου ή όταν πηγαίνω στα μαγαζιά, αλλά γιατί να παράγω ρούχα που ήδη υπάρχουν στον κόσμο;»
Ανεξάρτητα από την επιτηδευμένη μεγαλοπρέπεια, το χρώμα και το χάος που αποτελούν διακριτικά του «πρίγκιπα», οι δημιουργίες του είναι ταυτόχρονα αιθέριες και κομψές.
«Κάποια από τα ρούχα είναι εύκολο να φορεθούν, υπάρχει πάντα ένας τρόπος να ερμηνεύσουμε διαφορετικά το χάος μετατρέποντάς το σε κάτι που είναι εμπορικό και ευκολοφόρετο», λέει ο νεαρός και επιδέξιος γκουρού των επιχειρήσεων.
Υπάρχουν σταθερές αξίες που διέπουν το έργο του Γκόγκου και της ομάδας του. Θέλουν δημιουργικές εισροές από την παράδοση των Αυτοχθόνων, ποικιλομορφία σε εμφάνιση, φύλο και εθνικότητα των μοντέλων και είναι υπέρ της «ενδυνάμωσης των ντόπιων εργαζομένων και της ντόπιας παραγωγής».
ΔΕΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΡΙΖΕΣ
Ο Γκόγκος επενδύει στην «ανάδειξη της ελληνικής κουλτούρας των προαστίων ως ένα μοναδικό όραμα της Διασποράς».
Μιλάει με ενθουσιασμό για τα υφάσματα που δέσποζαν στα σπίτια των Ελλήνων μεταναστών.
«Στο σπίτι των παππούδων μου και σε πολλά άλλα σπίτια, συνειδητοποίησα την επίδραση των υφασμάτων, ήταν παντού γύρω μου – όλη η τέχνη με την οποία μεγάλωσα ήταν υφάσματα. Δεν υπήρχαν πίνακες στον τοίχο, ίσως κάποιες εικόνες, ίσως κάποιες εκτυπώσεις που αγοράζονταν από πάγκους δίπλα στην εκκλησία – αλλά όλοι είχαμε περίπλοκα σπιτικά κεντήματα.
Οι Έλληνες των προαστίων, οι μεταπολεμικοί μετανάστες, κεντούσαν, κουβαλούσαν λαϊκές παραδόσεις που έφταναν μέχρι τον Μεσαίωνα. Οι τοίχοι μας ήταν στολισμένοι με κεντημένα πολύχρωμα ταμπλό, οι γιαγιάδες και οι μητέρες μας περνούσαν χρόνο, πολύ χρόνο, με βελόνα και κλωστή, δημιουργώντας σπιτική τέχνη.
Όλοι οι Έλληνες μετανάστες ήταν δημιουργικοί στην πατρίδα τους, αλλά οι Αυστραλοί δεν το αναγνώρισαν ποτέ, προσπαθώ να τιμήσω αυτό που παρήγαγαν – τις εικόνες, τα υφάσματα, τα χρώματα, τα σκίτσα – πρόκειται για την αναγνώρισή τους κατά κάποιον τρόπο», λέει.
Αυτή τη στιγμή, ο Ιορδάνης Γκόγκος έχει επικεντρωθεί σε μια έκθεση στο Sydney Contemporary στο Carriageworks. Είτε ως καλλιτέχνης, είτε ως σχεδιαστής, είτε με κάτι μη-κανονικό, είτε με κάτι ενδιάμεσα ή στην απόλυτη εκδοχή του, φαίνεται ότι ο «Πρίγκιπας της Μόδας» έχει αφήσει έντονο το αποτύπωμά του στην αυστραλιανή μόδα.





