O Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ήταν πεζογράφος, ποιητής και αυτοδίδακτος ζωγράφος.

Γεννήθηκε το 1908 στην Θεσσαλονίκη, και αδελφή του ήταν η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Ήταν μόνο δεκατεσσάρων ετών όταν συνέταξε μια παγκόσμια γεωγραφία, η οποία αρχικά πήρε έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά στη συνέχεια ανακλήθηκε όταν έγινε γνωστή η ηλικία του συγγραφέα της.

Σπούδασε Φαρμακευτική και Ιατρική στην Γαλλία, και στη συνέχεια, από 1928 ως το 1929 σπούδασε Βοτανολογία στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου στην Γαλλία.

Την δεκαετία του 1930 ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του στην Θεσσαλονίκη, το οποίο τις βραδινές ώρες μετατρεπόταν σε λογοτεχνικό εντευκτήριο. Το 1933 επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος, στο οποίο έκτοτε πήγε πολλές φορές όταν άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική.

Στον χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1934 με το μυθιστόρημα «Ανδρέας Δημακούδης», και από το 1935 άρχισε η μακρόχρονη συνεργασία του με πολλά περιοδικά και με εφημερίδες της Θεσσαλονίκης.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος, και βασικός συνεργάτης, του περιοδικού «Κοχλίας». Αργότερα άρχισε να δημοσιεύει μελέτες του και σε άλλα περιοδικά, και στη συνέχεια εξέδωσε μυθιστορήματα και άλλα πεζογραφήματα. Ανήκει στην ομάδα των συγγραφέων που ήταν γνωστή ως Σχολή της Θεσσαλονίκης.

Ως ζωγράφος πήρε μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού.

ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΕΝΤΖΙΚΗ

Το λογοτεχνικό έργο του Ν. Πεντζίκη εντάσσεται τυπικά στη γενιά του 1930, και μάλιστα ανάμεσα στους πρωτοπόρους συγγραφείς που εισηγήθηκαν τη συνειρμική γραφή, υπό την επίδραση του μοντερνισμού στην νεοελληνική πεζογραφία.

Εκείνο που τον διαχωρίζει από τους σύγχρονούς του λογοτέχνες είναι κυρίως η ένταση με την οποία οικειοποιήθηκε, αλλά και αξιοποίησε, τόσο τα σύγχρονά του λογοτεχνικά ρεύματα, όσο και την παράδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας.

Κάποια από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του πολύμορφου έργου του είναι, από τη μια, η ευρεία θεματική του και, από την άλλη, η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου και της μεταφοράς, με παραπομπές στη βυζαντινή εικαστική τέχνη, στη θρησκευτική προσήλωση, και τη μεγάλη αγάπη του για τη γενέτειρά του.

Βραβεύτηκε με πολλά βραβεία, όπως το Ρalmes Αcademiques από την Γαλλία το 1951, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1984, το Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού το 1987 και το Βραβείο Χέρντερ της Βιέννης το 1989.

Το 1988 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ο Πεντζίκης αποτελεί μια ιδιάζουσα και ξεχωριστή μορφή των ελληνικών Γραμμάτων, που με την πάροδο των χρόνων παίρνει τη θέση που η σύγχρονή του κριτική τού είχε στερήσει.

Πέθανε από ανακοπή καρδιάς το 1993.

Πολλά έργα του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του.

Ο Λίνος Πολίτης, στο βιβλίο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα 1980, μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη:

{…} «Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1935 μ’ ένα πεζογράφημα, και το τελευταίο του μεγάλο έργο, «Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» εκδόθηκε το 1966.

{…} Ακόμα, ο τόσο μοντέρνος λογοτέχνης και ζωγράφος βρίσκει τη διέξοδο από τη διάλυση του καιρού μας στις στερεές μορφές του Βυζαντίου και της ανατολικής ορθοδοξίας, και επηρεάζεται στο ύφος του από τους βυζαντινούς χρονογράφους και τους πατέρες της Εκκλησίας. Οι ρίζες αυτές, μαζί με την «πραγματογνωσία» του, δίνουν στο ύφος της πεζογραφίας του μιαν ασυνήθιστη στιβαρότητα, που αντισταθμίζει από τη θετική πλευρά την παράδοξη ιδιοσυστασία του».

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗ

*Ανδρέας Δημακούδης, 1934

*Σημειώσεις εκατό ημερών, 1988

*Ποιήματα, 1988

*Mother Thessaloniki, 1998

*Υδάτων υπερχείλιση, 1990

*Ομιλήματα, 1992

*Le jeune homme la mort et la resurrection, 1992

*Ψιλή ή περισπωμένη, 1995

*Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία, 1999

*Ο πεθαμένος και η ανάσταση, 1999

*Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, 2005

*Προς εκκλησιασμόν, 2007

*Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, 2008

*Γραφή Κατοχής, 2008

*Μητέρα Θεσσαλονίκη, 2008

Θα κλείσω την αναφορά μου στη ζωή και στο έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη με το ακόλουθο ποίημά του.

Η βροχή

Πολλά πράγματα που υπάρχουν δεν τα βλέπουμε,

γνωρίζουμε μονάχα με όσα σχετιζόμαστε,

γι’ αυτό δεν πρέπει μ’ αμφιβολίες ν’ αρνιόμαστε

τις μαρτυρίες που μας παρέδωσαν ήρωες και ποιητές.

Συλλογιέμαι τη βροχή που στάζει μέσα στην κάμαρη,

προσπαθώντας ν’ αστοχήσω τις τριγύρω ξένες φωνές,

διώχνοντας κάθε ωφέλιμη γνώση απ’ τα βιβλία,

κάθε ομοιότητα άλλου προς το εγώ ερωτώ:

– Βροχή, ποια είσαι; Πού είσαι βροχούλα μου;

Ο ίδιος μετριέται θόρυβος στο χαλκωματένιο δοχείο.

Κρατιέμαι μοναχά στη μνήμη της ανθρώπινης φύσης,

ουρανός σκεπασμένος με σύννεφα από εξατμίσεις

σχημάτων της γης που η σκουριά τα σκούρανε λάσπη,

ερείπια στη χειμωνιάτικη στέρηση απ’ τα κλαδιά,

τα πλατανόφυλλα μαζεμένα χάμω τα καίει η σήψι

απ’ την επιστροφή του αποσταγμένου νερού.

Αφού λιώσουν τα σάβανα, πλημμυρισμένο φυτρώνει

φτωχό μαλακό ταπεινό χορτάρι καινούριο,

τα υποδήματά μου βαριά και προχωρώντας γέρνω.

Σα να ήταν πριν και τώρα δεν είναι

κοντά μου, δίπλα η νύμφη βροχή.