Χορεύοντας με τη νοσταλγία – Το ταξίδι ζωής μιας κόρης με τη μητέρα της από την Αυστραλία στα Κύθηρα

Η Σούζαν Τζόνσον, στα 62 της χρόνια εγκατέλειψε το Μπρίσμπαν και μαζί με την 85χρονη μητέρα της Μπάρμπαρα έφυγαν για το νησί των Κυθήρων. Μετά από εννέα χρόνια εργασίας ως δημοσιογράφος και έχοντας ήδη εκδώσει ένα σωρό βιβλία, είχε «μπουχτίσει».

«Ξαφνικά ένιωσα πολύ μεγάλη για να με διατάζουν σαν να ήμουν ένα άτακτο παιδί και μερικές φορές, μάλιστα, άνθρωποι που δεν σεβόμουν», γράφει.

Η Τζόνσον, όπως πολλοί από εμάς που πηγαινοερχόμαστε στην Ελλάδα, είναι όμηρος του ελληνικού φωτός. Με 17.000 δολάρια από το Συμβούλιο της Αυστραλίας, μια προκαταβολή από τον εκδότη της και τη μητέρα της, άφησε την παλιά ζωή της. Αυτό που την ενδιέφερε πιο πολύ ήταν να αποκαλύψει στη μητέρα της τη ζωτική δύναμη της Ελλάδας.

Το Εξώφυλλο του βιβλίου της Σούζαν Τζόνσον, “Η ανάσα της Αφροδίτης”. Φώτο: Supplied

«Τα πάντα ήταν φωτεινά», γράφει, το χρώμα της θάλασσας ήταν ένα «χαρμόσυνο γαλάζιο» και φυσικά ερωτεύτηκε «μοιραία και ολοκληρωτικά τα Κύθηρα».

Γνωρίζουμε αυτή την επιθυμία να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, να ζήσουμε την ενστικτώδη ελευθερία που προσφέρει η Ελλάδα. Ο τόπος όπου η ζωή δεν διέπεται από τη ρουτίνα και όπου η μια μέρα είναι εντελώς διαφορετική από την άλλη.

«Υπάρχει μια ευφορία και μια χάρη που με κατακλύζει στην Ελλάδα – που δεν έχει ταίρι, είναι πολύ ατμοσφαιρική, με έναν τρόπο που άλλα μέρη δεν είναι», λέει η Τζόνσον.

Η Τζόνσον ήθελε επίσης να αποκαλύψει στη μητέρα της έναν κόσμο άγνωστο σε αυτήν, να μοιραστεί μαζί της αυτή την ευφορία, να ζήσουν μια όμορφη περίοδο, ως μητέρα και κόρη. Όπως περιγράφουν τα μυθιστορήματα. Μόνο που τελικά, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως τα είχε φανταστεί η συγγραφέας.

Έφτασαν χειμώνα. Τα Κύθηρα παρουσίαζαν μια άγρια όψη με τη συννεφιά, το κρύο, τους δυνατούς ανέμους και τη βροχή. Η μητέρα της, Βαρβάρα, κρύωνε, δεν ήταν καθόλου χαρούμενη και αυτή η κατάσταση δεν φαινόταν να αλλάζει με το πέρασμα του καιρού.

«Έκανα έντονο περπάτημα, επτά ή δέκα χιλιόμετρα, αλλά εκείνη δεν ακολουθούσε».

Η Σούζαν και η Μπάρμπαρα απολαμβάνουν το Κυθηριώτικο καλοκαίρι. Φώτο: Supplied

Το σπίτι που είχαν νοικιάσει δεν ταίριαζε στη μαμά της. Ήταν κρύο, πλημμύριζε και αποτελούσε καταφύγιο για κάθε είδους… ανεπιθύμητα ζωάκια.

Ενώ η Τζόνσον προσπαθούσε με ενθουσιασμό να δημιουργήσει μια νέα «ελληνική» ζωή, η «μητέρα της πήγε στην Ελλάδα για να βλέπει Netflix».

Το βιβλίο της Τζόνσον περιστρέφεται γύρω από τη συνειδητοποίηση ότι, ανεξάρτητα από το ότι είμαστε κομμάτι των γονιών μας και μοιραζόμαστε τα γονίδιά τους, στην πραγματικότητα είμαστε εντελώς διαφορετικοί από αυτούς. Υπάρχει και μια άλλη, βαθύτερη συνειδητοποίηση: η μητέρα της άφησε τη ζωή που γνώριζε στα 85 της, για να ζήσει στα Κύθηρα και να φροντίσει την κόρη της, όσο εκείνη έγραφε.

«Θα με βοηθούσε όσο έγραφα το βιβλίο, μαγείρευε, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Μπορεί να ήταν 85 ετών, αλλά ήταν πολύ υγιής και δυναμική. Πίστευε ότι με φρόντιζε και εγώ πίστευα ότι τη φρόντιζα, πράγμα που είναι μάλλον καλό κατά κάποιον τρόπο», λέει η Τζόνσον.

Η… ΑΝΙΑΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Η Τζόνσον πάσχει από μια πολύ ελληνική «ασθένεια», τη νοσταλγία, που προέρχεται από τις λέξεις «νόστος» που σημαίνει επιστροφή στην πατρίδα και «άλγος», δηλαδή πόνος. Νοσταλγία είναι ο πόνος του επαναπατρισμού που τον θρέφουν οι αναμνήσεις. Αυτό αισθάνεται και η συγγραφέας που επιθυμεί να ανακτήσει τις εικόνες που κατέγραψε στη μνήμη της όταν επισκέφθηκε τα Κύθηρα στα είκοσί της χρόνια, το 1978.

Γράφει πως τις «ζεστές νύχτες» του 1978 «χόρευαν κάτω στην κρυφή δροσιά των πηγών στον Μυλοπόταμο, που ήταν σαν να κατεβαίνεις σε ένα όνειρο, με κρασί και μουσική και μια μακριά σειρά από χορευτές που εκτείνονταν πέρα από τα όρια του νοητού χρόνου».

«Νομίζω ότι υπάρχει μεν η νοσταλγία για τα νιάτα και την ελευθερία, αλλά από την άλλη, επειδή η Ελλάδα έχει μια τόσο πλούσια και τραγική και υπέροχη ιστορία, η οποία είναι ζωντανή στους ανθρώπους εκεί – ότι τη ζουν συνεχώς»… «Από τη στιγμή που ξυπνάς μέχρι να κοιμηθείς, είναι μια συνεχής ροή ζωής», λέει η Τζόνσον.

Η Τζόνσον ήθελε η μητέρα της να ερωτευτεί τα «όρια του χρόνου» του νησιού. Η Μπάρμπαρα Τζόνσον από την άλλη πλευρά, μια μεσοαστή «επαγγελματίας νοικοκυρά», όπως την αποκαλεί η κόρη της, δεν ερωτεύεται τα Κύθηρα.

Τα ρουστίκ, αιθέρια και ρομαντικά στοιχεία των Κυθήρων τροφοδοτούν την Τζόνσον, αλλά δημιουργούν αταξία και μοναξιά για τη μητέρα της. Η Τζόνσον προσπάθησε να κάνει τη μητέρα της να συλλάβει την πεμπτουσία της ελληνικής ζωής, αλλά όσο περισσότερο προσπαθούσε, τόσο πιο τραχιά και μισαλλόδοξη, γινόταν η μητέρα της.

Οι ενοχές, η μετάνοια και το παρελθόν έγιναν το νέο κεφάλαιο στη σχέση τους. Από μια ενήλικη γυναίκα και μια ηλικιωμένη, μεταμορφώθηκαν αντίστοιχα σε έφηβη κόρη και αποδοκιμαστική μητέρα.

«Ακόμα και ως εξηντάχρονη γυναίκα, έγινα κατά κάποιο τρόπο έφηβη που αναζητούσε την έγκριση της μαμάς».

Το πρώτο σπίτι στο οποίο έμειναν με το θολωτό ελληνικό ταβάνι, «σαν αυτό που έχουν οι εκκλησίες», το οποίο η Τζόνσον έβλεπε ως βουκολικό, η μητέρα της το έβλεπε ως λανθασμένο. «Για τη μαμά, όλα ήταν λάθος».

Η… ΕΧΘΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η Τζόνσον προσπαθεί να κάνει τη μητέρα της να δει και να αγαπήσει την ομορφιά των Κυθήρων, αλλά η πραγματικότητα, παρεμβαίνει ανατρέποντας διαρκώς τα σχέδιά της. Ένας πολύ βαρύς χειμώνας, η δαιδαλώδης ελληνική γραφειοκρατία, το πανάκριβο σαράβαλο, η απουσία σεβασμού της ιδιωτικότητας και οι απροειδοποίητες επισκέψεις, οι καταρρακτώδεις βροχές, ακόμα και ένα σάπιο κουφάρι ενός ζώου συνθέτουν το χάος που βλέπει η μητέρα της. Πράγματα που η Τζόνσον αποδέχεται ως μέρος της ζωής σε ένα ελληνικό νησί, ήταν για τη μητέρα της παραδείγματα υπανάπτυξης και αδίστακτων Ελλήνων κολαούζων, καιροσκόπων.

Ακόμα και όταν η Μπάρμπαρα άρχισε να ανοίγεται στο νησί, σε ένα νέο σπίτι που της άρεσε, ακόμα και να απολαμβάνει την παρέα κάποιων καινούριων φίλων και να της αρέσει το καλοκαίρι, ποτέ δεν αγάπησε τα Κύθηρα. Ήθελε απλώς να γυρίσει σπίτι της.

«Πίστευα ότι με κάποιο τρόπο την είχα απογοητεύσει», γράφει η Τζόνσον, που αντίθετα από τη μητέρα της, όλο και βυθιζόταν στον κόσμο των Κυθήρων, «με όλα τα καλά και τα άσχημά του».

Μαζεύει ελιές, μαθαίνει παραδοσιακούς χορούς, προσπαθεί να μάθει ελληνικά και γράφει το ημερολόγιο που αποτέλεσε και τον πυρήνα του βιβλίου.

«Ήθελα η μαμά να αγαπήσει τα Κύθηρα όσο τα αγαπώ κι εγώ» λέει, όμως «η αλήθεια ήταν ότι δεν τα αγαπούσε».

«Αλλά ήρθε, και αυτό μου επέτρεψε να δω τη μητέρα μου ως ξεχωριστό, ως ανεξάρτητο άτομο», λέει η Τζόνσον.

Έφτασε στη διαπίστωση ότι ενώ μια ώρα οδήγησης δεν είναι τίποτα για τους Αυστραλούς, σε ένα μέρος όπως τα Κύθηρα, οι ντόπιοι πίστευαν ότι η απόσταση μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος του νησιού «δεν είναι μόνο γεωγραφικά, αλλά και πολιτιστικά, πολιτικά και μετεωρολογικά τεράστια», γράφει η Τζόνσον.

Η κοινή αγάπη δεν είναι κοινό όραμα

Η Σούζαν και η Μπάρμπαρα Τζόνσον, μητέρα και κόρη, ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το αεροδρόμιο του Μπρίσμπαν. Φώτο: Supplied

Η Τζόνσον στο τέλος της παραμονής της μητέρας της στο νησί συνειδητοποίησε πλέον ότι ήταν «διαφορετικές, στα ενδιαφέροντα και στην ιδιοσυγκρασία» και το αποδέχτηκε.

«Το ταξίδι μάς επέτρεψε να το δούμε αυτό και να εκτιμήσουμε τα πράγματα στη ζωή μας που εκτιμούμε».

Στα Κύθηρα, η μητέρα της συνειδητοποίησε ότι το σπίτι της ήταν η Αυστραλία, δήλωσε η Τζόνσον. «Δεν χρειαζόταν να βρίσκεται πουθενά αλλού και αυτό είναι ευλογία αν είσαι τέτοιος άνθρωπος».

Το ταξίδι που έκανε η Τζόνσον με τη μητέρα της είναι πολύ συνηθισμένο για τους Έλληνες, αλλά «πολλοί Αυστραλοί [βρετανικής καταγωγής] είπαν, «ουάου, η μητέρα σου πηγαίνει στην Ελλάδα, και είναι 85 ετών, αυτό είναι καταπληκτικό».

«Στην Ελλάδα κανείς δεν ξαφνιάζεται, πολλοί Ελληνοαυστραλοί πηγαίνουν με τις μητέρες τους κάθε χρόνο στην Ελλάδα, δεν είναι τίποτα».

Η Τζόνσον αισθάνεται προνομιούχα. Σε αυτό το νησί έχει πολύ περισσότερα από πολλούς ντόπιους. Επίσης, το ταξίδι της ήταν μια επιλογή, μια προσωρινή παραμονή σε έναν άλλο τόπο. Δεν ήταν μετανάστευση, δεν ήταν εκείνο το ταξίδι που άλλαξε τη ζωή των Ελλήνων μετά τον καταστροφικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Συνειδητοποιώ πόσο προνομιούχος είμαι όταν σκέφτομαι 13χρονα ή 16χρονα κορίτσια και αγόρια που στέλνονται στην άλλη άκρη του κόσμου».

Το άγονο περιβάλλον των Κυθήρων και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, «όταν οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν», ανάγκασαν χιλιάδες ανθρώπους να φύγουν, «κάτω από τις πιο φρικτές συνθήκες και να καταλήξουν στα βάθη του αγροτικού Κουίνσλαντ ή κάπου αλλού».

«Γνωρίζω ανθρώπους των οποίων οι γονείς βίωσαν τις πραγματικές δυσκολίες της μετανάστευσης, οπότε μου ήταν δύσκολο να ακούω τη μαμά να κλαψουρίζει και ένιωθα ότι ήθελα να πω ‘αν ήξερες πόσο δύσκολα ήταν’», λέει η Τζόνσον.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ

Το βιβλίο είναι ένα αποκαλυπτικό απομνημόνευμα, μια μαρτυρία. Όσοι γνωρίζουμε την Ελλάδα, νιώθουμε τα Κύθηρα της Τζόνσον στο πετσί μας. Για όσους δεν γνωρίζουν την Ελλάδα, το βιβλίο της είναι μια από τις πιο ακριβείς αντανακλάσεις της σύγχρονης Ελλάδας. Οι περιγραφές της για το τσουχτερό κρύο του χειμώνα, για το άρωμα των λουλουδιών που προαναγγέλλουν την άνοιξη και για το ερωτικά φορτισμένο καλοκαίρι, είναι όλη η Ελλάδα.

Η συγγραφέας αποτυπώνει την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων με τους οποίους αλληλεπιδρούν αυτή και η μητέρα της. Από τις φιλίες μέχρι τις εφήμερες συναντήσεις. Είναι ειλικρινής όταν εξερευνά το σώμα και την επιθυμία της. Ο εσωτερικός διάλογος για το πώς μπορεί κι εκείνη να φορέσει μπικίνι όπως οι άλλες Ελληνίδες της ηλικίας της είναι αστείος και λέει πολλά για την καταπιεστική και πουριτανική Εγγλέζικη νοοτροπία.

Η Τζόνσον δημιούργησε φιλίες στα Κύθηρα, έγινε μέρος αυτού του κόσμου, ακόμα και η μητέρα της στο τέλος, δημιούργησε φιλίες. Κι όμως, η Τζόνσον είναι στο τέλος μια επισκέπτρια, η ξένη, που καθόταν δίπλα στη φωτιά το χειμώνα και άκουγε ιστορίες.

«Οι Έλληνες είναι παραμυθάδες, οι μύθοι ήταν προφορικοί και περνούσαν από γενιά σε γενιά».

H Τζόνσον εξετάζει λεπτομερώς τα σπίτια-φαντάσματα που ερήμωσαν από τον πόλεμο και τη μετανάστευση, τα ερείπια των εκκλησιών και συνυφαίνει το παρελθόν με το παρόν. Έχει μια συναρπαστική ικανότητα να πλέκει την ιστορία, τους μύθους και τις παραδόσεις του νησιού με πραγματικούς ανθρώπους.

Είναι σημαντικό ότι η Τζόνσον συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της, ήταν μια γυναίκα που μπορεί να μην γνωρίσει ποτέ πλήρως, αλλά θα αγαπάει πάντα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ – ΑΠΩΛΕΙΑ – ΘΛΙΨΗ

Η Μπάρμπαρα επέστρεψε στο σπίτι της στο Κουίνσλαντ, και τότε χτύπησε ο ιός Covid, και η Τζόνσον ήταν μία από τους χιλιάδες Αυστραλούς που εγκλωβίστηκαν εκτός Αυστραλίας. Τα Κύθηρα έγιναν ένα νησί-φάντασμα. Φεύγει τελικά από το νησί γνωρίζοντας βαθιά μέσα της πως ό,τι είχε, ήταν όπως ήταν όταν ήταν στα 20 της χρόνια, αιθέριο και άπιαστο.

Η Τζόνσον κατέληξε «σε καραντίνα στο δωμάτιο 1214 στον δωδέκατο όροφο του Sydney Harbour Marriot στο Circular Quay».

Τέλος, η μητέρα που συναντά στο Κουίνσλαντ δεν είναι πλέον η δυναμική, δραστήρια και ζωηρή 85χρονη που θυμόταν, αλλά μια γυναίκα σκυφτή που έσερνε τα πόδια της. «Παραλίγο να βάλω τα κλάματα από το σοκ», γράφει.

Όταν η Μπάρμπαρα πέθανε, μια νέα ατελείωτη θλίψη «προστέθηκε για να συρρικνώσει» τον «κόσμο της Τζόνσον σε ένα μικρό σκοτεινό μέρος».

Παραλίγο να εγκαταλείψει τη συγγραφή του βιβλίου και σκέφτηκε να επιστρέψει τα χρήματα που δεν είχε πλέον, πίσω στο Συμβούλιο της Αυστραλίας. Ωστόσο, η θλίψη ήταν αυτή που τροφοδότησε το βιβλίο. Μια θλίψη που δεν έχει πολιτισμικά όρια, μια θλίψη που όλοι πρέπει να νιώθουμε όταν φεύγουν οι γονείς μας.

Στο τέλος τα δικά της Κύθηρα απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία καθώς μέσα της ταυτίστηκαν με την εκ των υστέρων γνώση της ζωής.