Τέλη Μαΐου κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το νέο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Γιάννη Βασιλακάκου, με τίτλο: «Το ανεμογκάστρι: Αποδελτιώνοντας τη συντέλεια του κόσμου (Μαρτυρίες)», από τις αθηναϊκές εκδόσεις Οδός Πανός.

Πρόκειται για το εικοστό έκτο κατά σειρά βιβλίο του πολυβραβευμένου συγγραφέα και, σύμφωνα με τον ίδιο, «το πιο φιλόδοξο έργο του, ένα έργο ζωής», όπως λέει χαρακτηριστικά, καθώς χρειάστηκε έξι χρόνια εντατικής εργασίας ώσπου να το ολοκληρώσει. Στο οπισθόφυλλο του ογκώδους βιβλίου των 568 σελίδων διαβάζουμε:

«Δεν ξέρω τι με ώθησε να γράψω αυτές μου τις εντυπώσεις, όπως δεν γνωρίζω τι προκαλεί το συνάχι ή τον έρωτα. Δεν αποκλείεται ο πειρασμός να έγκειτο στο ότι ήθελα, όπως λέει ο Μπόρχες, “ν’ αφηγηθώ κάτι στο οποίο δεν πίστευα πλήρως, για να δω πώς θα έβγαινε.” Φιλοδοξώντας να απαθανατίσω το… τέλος του κόσμου μ’ ένα επί τόπου ρεπορτάζ, [στη συνέχεια] το επιπόλαιο συνάχι εξελίχθηκε σε ιό καταχθόνιο κι ανελέητο που με ταλάνισε για πολλές μέρες, προδιαγράφοντας απειλητικά το τέλος… Τότε, καθώς έλιωνα σαν αγιοκέρι στον πυρετό, αναζητώντας διέξοδο στα παραμιλητά μου […] ξέσπασε σαν big bang, στο μυαλό μου, η ιδέα του βιβλίου. Ενός βιβλίου που, όπως επισημαίνει ο αφηγητής του Καλβίνο, “να δίνει την αίσθηση του κόσμου μετά το τέλος του κόσμου, την αίσθηση ότι ο κόσμος είναι το τέλος όλων των πραγμάτων που υπάρχουν στον κόσμο, ότι το μοναδικό πράγμα που υπάρχει στον κόσμο είναι το τέλος του κόσμου”».

«Σημειώσεις του Συγγραφέα» – Ιωάννη Ρηγαλακάκου (Από το Ανεμογκάστρι)

«[Αλλά] Πώς να καθορίσεις αν το magnum opus [του Ρηγαλακάκου] ήταν μυθιστόρημα, συρραφή διηγημάτων, αυτοβιογραφία, βιογραφία, φιλολογικά απομνημονεύματα, ημερολογιακές σημειώσεις, δοκίμιο, κριτική, επιστημονική φαντασία, ή διατριβή, τη στιγμή που το βιβλίο του δεν ήταν παρά μια παρωδία όλων αυτών των διασταυρουμένων ειδών (genres), μια εκτρωματική απόφυση της α λα Καχτίτση “περιπέτειας ενός βιβλίου”; Μήπως, τότε, επρόκειτο για ένα “ξεκαθάρισμα λογαριασμών” του συγγραφέα με τους “εκδότες, τους επιμελητές, τους κριτικούς, τους ομοτέχνους του, τους αφηγητές και ήρωες (δικούς του και ξένους), τα λογοτεχνική είδη, τη γλώσσα του, τη μητέρα-πατρίδα, τη μητριά-πατρίδα, τον μικρόκοσμο και μεγαλόκοσμο…”, όπως σημειώνει ίδιος.; Ή μήπως ήταν ένα απονενοημένο εγχείρημα, μέσα απ’ το κύκνειο αυτό άσμα του, να κατανοήσει το πραγματικό νόημα τη γραφής και να πει τον τελευταίο του λόγο για το μέγα μυστήριο της λογοτεχνίας;»

Μελέτης Αναγνώστου δ.φ., ερευνητής-μελετητής (Από τον «Πρόλογο» στο Ανεμογκάστρι)

Επίσης, στο δεξί “αφτί” του βιβλίου, υπάρχει και το εξής παράθεμα για τον συγγραφέα του εν λόγω πονήματος:

«Εξ αρχής ο Γιάννης Βασιλακάκος θα χαρακτηρισθεί “νέος και άξιος λογοτέχνης” – και δικαίως, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος μιας συγκομιδής 50 ετών, καθώς το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1973. Δεν είναι απλά το γεγονός ότι δημιούργησε λογοτεχνικά και με τρόπο πληθωρικό στο διήγημα, τη νουβέλα, το μυθιστόρημα, το θέατρο, την κριτικογραφία και τη μετάφραση. Πάνω και πέρα απ’ όλα, είναι ότι αναδείχθηκε “οστούν εκ των οστέων… και σαρξ εκ της σαρκός” του ελληνισμού της διασποράς – και ακριβώς ως τέτοιος έγραψε “καθαρόαιμη” ελληνική λογοτεχνία (όπως σημείωσε ο γνωστός Έλληνας ποιητής Γιάννης Κοντός) και δίδαξε ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία σε πανεπιστήμια επί σειρά ετών. […]

Ο Γ.Β. ευτύχησε να έχει δύο διόλου ευκαταφρόνητες πρωτιές: Είναι ο πρώτος μη αγγλόφων συγγραφέας στην Αυστραλία (ενδεχομένως και σε αγγλόφωνη χώρα διεθνώς) που κατάφερε να “σπάσει” το κλειστό λογοτεχνικό κι εκδοτικό αγγλοσαξονικό κατεστημένο. Όταν (το 1972) του προσφέρθηκε από μεγάλο αυστραλιανό εκδοτικό οίκο συμβόλαιο έκδοσης του μυθιστορήματός του “Ποτέ στην ανάσταση”, που δημοσιευόταν σε συνέχειες σε ομογενειακή εφημερίδα. Παράλληλα, ο Γ.Β. είναι ο πρώτος ελληνόγλωσσος συγγραφέας στα χρονικά της Αυστραλίας (ίσως και της ελληνικής διασποράς) που επιδοτείτο για πολλά χρόνια από το αυστραλιανό κράτος για να γράφει λογοτεχνία στα ελληνικά! Είναι δε απ’ τους πιο πολυεπιχορηγούμενους μη αγγλόφωνους συγγραφείς στον λογοτεχνικό χώρο της Αυστραλίας. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Γ.Β. αποτελεί “ζωντανό μνημείο” των αρχών της πολιτικής του πολυπολιτισμού, καθώς, εν συνεχεία, υπήρξε και συνιδρυτικό μέλος της πολυπολιτισμικής λογοτεχνίας στην πέμπτη ήπειρο. […]

Η έως τώρα σοδειά του Γ.Β. καλύπτει όλα τα είδη του λόγου – σύνολο 26 βιβλία και 5 μεταφρασμένα. Βιβλία του (“Η ταυτότητα” και “Κατά Ιωάννην”) έχουν διδαχτεί στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση Ελλάδας και Αυστραλίας, ενώ για άλλα του πονήματα (“Το κόλπο” και “Στης Χλόης τα απόκρυφα”) έχουν εκπονηθεί διδακτορικές διατριβές. Επίσης, τρεις βιογραφίες του (Για τους Κώστα Ταχτσή, Βασίλη Βασιλικό και Ηλία Πετρόπουλο) έχουν καταχωρηθεί σε λίστες των “καλυτέρων βιβλίων της χρονιάς.” […]

Ο Γ.Β. έγινε λογοτέχνης διότι, ούτως ή άλλως, φλεγόταν από τη ζωτική ανάγκη ενός νέου κόσμου, της αναδημιουργίας του κοινωνικού του σύμπαντος, το οποίο εξαιτίας της μετανάστευσης είχε αμετάκλητα διαρραγεί. Υπ’ αυτήν την έννοια, με το να γίνει λογοτέχνης – και μάλιστα “πρωτότυπος, πρωτοποριακός και άξιος”, κατά τους κριτικούς – ο Γ.Β. ικανοποίησε το καίριο αίτημα της ύπαρξής του να αναδειχθεί δημιουργός ποιητής. […]

Ο Γ.Β. επί μισό και πλέον αιώνα δεν έπαψε να κελαρύζει ασίγαστα ως παγά λαλέουσα, όχι μόνο του εν Αυστραλία ελληνισμού, αλλά και του οικουμενικού ελληνισμού γενικότερα».

(Απόσπασμα προλογικού κειμένου – σε επικείμενο αφιερωματικό τόμο για τον Γιάννη Βασιλακάκο)

Δρ Βασίλης Αδραχτάς, University of Western Sydney

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Επ’ ευκαιρία προδημοσίευσης αποσπασμάτων απ’ «Το ανεμογκάστρι» σε διάφορα αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά, η συγγραφέας-κριτικός κ. Κατερίνα Ν. Θεοφίλη είχε πάρει συνέντευξη από τον συγγραφέα, η οποία δημοσιεύθηκε με τίτλο «Σε μικρό διάλογο με τον Γιάννη Βασιλακάκο και συμπεριελήφθη στον τόμο «Λογοτεχνική Πολυμορφία» (εκδόσεις Ρέω, Αθήνα, 2010). Επειδή, αν και παλαιότερη παραμένει πάντα επίκαιρη, την αναδημοσιεύουμε κατωτέρω:

Κ.Ν.Θ.: Η λογοτεχνική σας κατάθεση χαρακτηρίζεται από σεβασμό του “υλικού διαχρονικού όλου” με εστία το διανοητικό διασταλτικό “υπάρχω” σας. Κινείστε μέσα στο υλικό με διάθεση ερευνητική και, τέλος, παρουσιάζετε συγγραφική εργασία απόλυτης επίγνωσης των περισσότερων στοιχείων που συνετέλεσαν στον όγκο αυτού του υλικού. Η συγγραφική σας εκκίνηση;

Γ.Β.: Ανέκαθεν είχα την αίσθηση ότι κυοφορούσα μέσα μου ένα βιβλίο – αποτέλεσμα μιας απρογραμμάτιστης μεν, όχι όμως κι ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Γι’ αυτό και πάντα είχα την έπαρση να γράψω ένα βιβλίο, αφού κατά τον Μπόρχες, «ο Μαλλαρμέ είπε ότι ο κόσμος υπάρχει έτσι ώστε να ολοκληρώσουμε ένα βιβλίο». Ένα βιβλίο όμως διαφορετικό. Ένα βιβλίο που να υπονομεύει – ακυρώνει σωστότερα – την υπόλοιπη λογοτεχνία. Μιλάμε για… θράσος χιλίων πιθήκων! Ας όψεται όμως εκείνος ο ανεκδιήγητος δημοσιογράφος-κριτικός που, εξ’ απαλών ονύχων, μου φούσκωσε τα μυαλά. Γιατί, αφού επαινούσε πρώτα την παρθενική μου συλλογή διηγημάτων (Σκιαγραφίες του κόσμου, 1974), τελείωνε με την εξής ιστορική μπηχτή: «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, επί τη εμφανίσει του νεαρού μας συγγραφέα στο λογοτεχνικό προσκήνιο, πρέπει να διαγράψουμε όλη την υπόλοιπη λογοτεχνία μας από τον Όμηρο έως τον Καζαντζάκη!»…

Κ.Ν.Θ.: Παρατηρούμε στη γραφή σας έναν μεγάλο εξοπλισμό μνήμης. Σαν να μην θέλετε να ακυρώσετε ούτε ένα δευτερόλεπτο αναπνοής σας, αλλά και σαν να θέλετε να ερμηνεύσετε την πορεία αυτής της στιγμιαίας αναπνοής. Έχετε την εντυπωσιακή συγγραφική δύναμη – φιλοσοφικής προέκτασης και περιγραφικής αμεσότητας – να μην αφήνετε σχεδόν κανένα θέμα ανέγγιχτο και να εισχωρείτε σε βάθος στην σύστασή του. Πού θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την προσωπική σας ανάγκη για συγγραφική έκφραση;

Γ.Β.: Στο να ξεκαθαρίσω κάποιους λογαριασμούς: με τους εκδότες, τους επιμελητές, τους κριτικούς, τους μεταφραστές, τους ομοτέχνους μου, τους αφηγητές και ήρωες (δικούς μου και ξένους), τα λογοτεχνικά είδη, τη γλώσσα μου, τη μητέρα-πατρίδα, τη μητριά-πατρίδα, τον μικρόκοσμο και μακρόκοσμο. Κυρίως όμως για να ξεκαθαρίσω πολλούς λογαριασμούς μ’ ένα συγκεκριμένο αδιάπλαστο χαρακτήρα – τον εαυτό μου. Θέλω να απομυθοποιήσω κάποια πράγματα λέγοντάς τα με τ’ όνομά τους. Να ανατέμνω την ψευδαίσθηση της λογοτεχνίας. Να αποδομήσω το μυστήριο της γραφής. Θα μου πείτε τώρα, πώς θα τα πετύχω όλα αυτά, πώς θα συμβιβάσω τα ασυμβίβαστα; Πώς θα περάσω αλώβητος μέσα από τις συμπληγάδες; Αν δεν υπήρχε όμως αυτή ακριβώς η πρό(σ)κληση, ποιος ο λόγος να γράψω;

Κ.Ν.Θ.: Ποιο είναι το προσδοκούμενό σας αποτέλεσμα από μια συγγραφική σας κατάθεση – το αξονικό δηλαδή ενδιαφέρον σας στη λογοτεχνία;

Γ.Β.: Σίγουρα όχι το να αφηγηθώ μια ιστορία, αλλά μ’ αυτό το πρόσχημα (δηλ. μέσω αυτής), να ανασκαλέψω το επιμύθιό της. Δηλαδή του τι προηγήθηκε, τι μεσολάβησε και τι ακολούθησε τη συγγραφή της. Τι συνέβη στα παρασκήνια της σύλληψης και δημιουργίας της. Με ενδιαφέρει να καταδείξω τις αδυναμίες της γλώσσας να αντικατοπτρίσει αυτό που αποκαλούμε «πραγματικότητα». Τουτέστιν, ό,τι μ’ ενδιαφέρει στα βιβλία είναι τα αποσιωπητικά τους, οι κρυφοί ή φανεροί υπαινιγμοί τους, η προσπάθεια να λεχθεί το άρρητο, αυτό που δεν μπορεί ποτέ να αποκρυπτογραφηθεί, γιατί τότε θα αποτελούσε «ύβρις», κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Κι επειδή η τέχνη σπανιότατα καταφέρνει να «συλλάβει» αυτό το κάτι που της διαφεύγει, φυσικό είναι να καταφεύγω στο να παρωδώ αυτή την αποτυχία. Γιατί, τι άλλο μπορεί να κάνει ένας δημιουργός;

Κ.Ν.Θ.: Είμαι αμετανόητα λάτρης του διηγήματος ή τέλος πάντων του αναγνωστικά ανεκτού λογοτεχνικού όγκου. Ωστόσο οφείλω να παραδεχτώ πως η δική σας μυθιστορηματική κατάθεση με γοήτευσε ισάξια με τα διηγήματά σας. Έχετε έναν ολόδικό σας τρόπο έκφρασης που δεν κουράζει τον αναγνώστη και δεν τον κάνει να χαθεί σε ανακυκλωτικές διαδρομές σκέψης. Γνωρίστε μας την σχέση σας με τα δύο αυτά είδη λογοτεχνίας…

Γ.Β.: Ο Κούντερα υποστηρίζει: «Αν πιστεύω στο μυθιστόρημα, πιστεύω επίσης στις μεγάλες δυνατότητες που έχει σαν μορφή. Μπορείς να παρεμβάλεις ρεπορτάζ, αναμνήσεις, αυτοβιογραφίες, δοκίμια, φιλοσοφία, σκέψεις, ανέκδοτα και το μυθιστόρημα να δομείται με τον πιο διαυγή τρόπο. Όλα αυτά με κάνουν να πιστεύω ότι οι δυνατότητες του μυθιστορήματος σαν μορφή […] είναι ανεξάντλητες». Και με τα αποθέματα υπομονής του αναγνώστη τι συμβαίνει; Είναι κι αυτά «ανεξάντλητα» κύριε Κούντερα;

Αν και διακονώ και το διήγημα και το μυθιστόρημα, ίσως να μην είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι – επίσημα τουλάχιστον – ξεκίνησα τη συγγραφική μου πορεία με το πρώτο. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο και περισσότερο πείθομαι για την σαφή ανωτερότητα του διηγήματος έναντι του μυθιστορήματος. Αν μη τι άλλο, επειδή το μυθιστόρημα έχει καταντήσει πλέον κάτι σαν το ελληνικό «πανεπιστημιακό άσυλο» όπου επιτρέπονται και συμβαίνουν παντός είδους έκτροπα και ανοσιουργήματα. Αντιθέτως, το διήγημα ως είδος και από τη φύση του, δεν πολυπροσφέρεται σε έκτροπα και αντιστέκεται περισσότερο σε εξαμβλώματα και τερατογενέσεις. Και μόνο στη σκέψη ότι θυσιάζονται εκατομμύρια δέντρα στο βωμό της… αϋπνίας κάποιων κυριών (και όχι μόνο) και των ερωτικών υποκατάστατών τους, φρικιώ για το μέλλον τής κατά τα άλλα «πολιτισμένης» μας (;) ανθρωπότητας…

Κ.Ν.Θ.: Το νέο σας βιβλίο («Το ανεμογκάστρι») έχει πολλές και ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες. Κάνετε πάλι μια καινοτομία, διαταράσσετε την στατικότητα και την πληκτικότητα που μαστίζει τον δεινοπαθούντα χώρο της λογοτεχνίας. Συστήστε μας το έργο σας αυτό…

Γ.Β.: Για όλους τους παραπάνω λόγους, το υπό έκδοση τελευταίο μου βιβλίο δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα, αλλά ένα κολάζ, ένα μοντάζ, ένα ρεπορτάζ, αφού όλα πια έχουν γραφεί από άλλους και μάλιστα καλύτερα από μένα. Γι’ αυτό και αρκούμαι να εφαρμόσω πιστά τις οδηγίες των μεγάλων γκουρού, όπως π.χ. του Ουμπέρο Έκο που λέει: «ο συγγραφέας σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να σιωπά…» Εξού κι εγώ είμαι ένας απλός, όχι συγγραφέας αλλά μάλλον συρραφέας, αντιγραφέας, απογραφέας, ή κατασκευαστής κοκτέιλ. Γι’ αυτό κι επέλεξα βιβλία, συγγραφείς και ήρωες (αληθινούς και φανταστικούς) γιατί «θα ήταν αυτοί που θα μιλούσαν για μένα, κι εγώ θα ήμουν υπεράνω πάσης υποψίας…» (Έκο).

Κ.Ν.Θ.: Σαν μεταφραστής, νιώσατε ποτέ το δέος του “ημιτελούς”; Θεωρείτε πως είναι δυνατόν ο λόγος να βρίσκει έδαφος σε άλλη “πατρίδα”; Μήπως τελικά ο μεταφρασμένος λόγος δεν είναι παρά ένας “μετανάστης” που αγωνιά να εδραιωθεί και να επιζήσει σε ξένη γλώσσα, συχνά αφιλόξενη και στείρα; Ή μήπως τελικά ο μεταφρασμένος λόγος οφείλει την “επιβίωσή” του στο πόσο ικανός είναι ο μεταφραστής-διακομιστής του; Θεωρώ πως είστε απ’ τους ευσυνείδητους μεταφραστές που, χάρη σε σας, τα λογοτεχνικά έργα καταφέρνουν στην “μεταναστευτική” τους πορεία να επιβιώνουν χωρίς καν να την κυρτώνουν…

Γ.Β.: Όπως και ο Μπόρχες, πανικοβάλλομαι, «τρέμω όταν ακούω πως ένα απ’ τα έργα μου έχει [ή πρόκειται να] μεταφραστεί». Τελευταία όμως σκέφτομαι συχνά πως όλη μου η ζωή δεν ήταν παρά μια προσπάθεια «να μάθω να διαβάζω τα ιερογλυφικά της πραγματικότητας χωρίς να χτυπάω την πόρτα για να ρωτώ», όπως λέει ο Μάρκες, προκειμένου να μπορέσω να αποκωδικοποιήσω τον κόσμο, μεταφράζοντάς τον σε λέξεις. Στη ζωή μου αναγκάστηκα να μεταφράσω εκατομμύρια λέξεις για βιοποριστικούς ή άλλους λόγους (από χόμπι, για εξάσκηση κτλ). Ο πραγματικός όμως λόγος – υποθέτω – που έγινα συν-γραφέας, ήταν για να ικανοποιήσω μία και μόνη περιέργεια και πρόκληση: να αναπαραστήσω με ακρίβεια και πιστότητα τις αναμνήσεις του πόνου, των οσμών και ήχων με λέξεις. Τελικά ο ομότεχνος, συντοπίτης και συμπάσχων απόδημος συγγραφέας Θοδωρής Καλλιφατίδης, έχει απόλυτα δίκιο όταν ισχυρίζεται πως: «[…] ας πάψουμε τις φλυαρίες για μητρικές και ξένες γλώσσες. Μόνο ξένες γλώσσες υπάρχουν»…