Δυναμικά επέστρεψε η Άρτεμις Ιωαννίδη στη σκηνή της Μελβούρνης, με τη μουσικοθεατρική της παράσταση “Greek Jazz”.
Την Κυριακή 18 Ιουνίου, το Brunswick Ballroom Blurb γέμισε από θεατές και μεταμορφώθηκε σε ένα ελληνικό κέντρο της Αθήνας, αναδεικνύοντας τη χρυσή εποχή της ελληνικής μουσικής τέχνης και μόδας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Ο ενθουσιασμός και ο παλμός του κοινού δημιούργησε μία ατμόσφαιρα γεμάτη ενέργεια και νοσταλγία, καθώς η μουσική, οι στίχοι και η αισθητική εκείνης της εποχής, αφύπνισαν μνήμες και συναισθήματα του παρελθόντος.
Με τις νότες και τους ρυθμούς που αναδύονταν από τα μουσικά όργανα της πενταμελούς ορχήστρας, να συνοδεύουν αρμονικά την παρουσία της Άρτεμις επί σκηνής, το κοινό είχε την ευκαιρία να απολαύσει παλιά καλά ελληνικά λαϊκά και έντεχνα τραγούδια, τα οποία διασκευάστηκαν σε τζαζ ενορχηστρώσεις, προσφέροντας ταυτόχρονα μια εμπειρία που αποτύπωνε την αυθεντική αίσθηση και διασκέδαση των αθηναϊκών κέντρων εκείνης της εποχής.
Οι τζαζ μελωδίες έδωσαν νέες διαστάσεις στη μουσική εμπειρία που παρήγαγαν η κιθάρα, τα ντραμς, το μπουζούκι, το μπάσο και το πιάνο, ενώ οι ρυθμοί πρόσθεσαν ζωντάνια και ενέργεια στα γνώριμα ελληνικά τραγούδια, προσδίδοντας τους νέα πνοή.
Μέσα από τη συνδυαστική προσέγγιση της μουσικής και του θεάτρου, οι θεατές είχαν επίσης την ευκαιρία να εξερευνήσουν – υπό το πρίσμα της ιστορίας της πρωταγωνίστριας, Άρτεμις – τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες εκφράζουν και βιώνουν το συναίσθημα του έρωτα.
Υιοθετώντας τη ρετρό αισθητική που χαρακτήριζε τις θρυλικές ντίβες Τζένη Βάνου, Βίκυ Μοσχολιού, Μαίρη Λίντα και η Μελίνα Μερκούρη, ο χαρακτήρας της Άρτεμις αντανακλούσε μία «συμβίωση» της ελληνικής και αυστραλιανής κουλτούρας. Μέσα από την αφήγηση της ιστορίας, διαφαίνονταν στοιχεία που χαρακτηρίζουν έντονα την ελληνική κουλτούρα, τα οποία όμως προβάλλονταν με μία αυστραλιανή χροιά.
Η επιλογή του Brunswick Ballroom Blurb αποδείχθηκε ιδανική για να δημιουργηθεί το «περιβάλλον και η ατμόσφαιρα ενός ελληνικού κέντρου διασκέδασης», όπως ανέφερε η Άρτεμις σε πρόσφατη συνέντευξή της στον «Νέο Κόσμο».
Η αρχιτεκτονική και η εσωτερική διακόσμηση του κτιρίου έδειξαν να ανταποκρίνονται επάξια στη φήμη ενός «κορυφαίου χώρου στη Βικτώρια», αναδεικνύοντας την ιστορική του αξία.
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, την Άρτεμις συνόδευσαν στη σκηνή και άλλοι καλλιτέχνες – ανάμεσά τους και η Ελένη Γιώτη-Patterson – οι οποίοι εμπλούτισαν με την παρουσία τους, τη δυναμική της παράστασης.
Ένας από τους μουσικούς που ανέβηκε στη σκηνή μάλιστα φάνηκε να είναι μη Έλληνας, ο οποίος αφού ερμήνευσε ένα αγγλικό κομμάτι στο πιάνο, τόλμησε να δοκιμάσει τις μουσικές του ικανότητές του και σε ελληνικό τραγούδι.
Με μια δόση χιούμορ και σεβασμό η Άρτεμις παρέδωσε ένα σύντομο μάθημα ελληνικής γλώσσας, κάνοντας σχόλια για την εξαιρετική του προφορά, σε σχέση με ορισμένους χαρακτηριστικούς και ενδεχομένους «δύσκολους», ελληνικούς ήχους, μοιράζοντας στιγμές ψυχαγωγίας στο κοινό.
Με τον τρόπο αυτό, μετέφερε παράλληλα το μήνυμα ότι η αγάπη για την τέχνη δεν γνωρίζει σύνορα ή γλωσσικά εμπόδια, αποδεικνύοντας ότι η δύναμη της μουσικής ενώνει τους ανθρώπους ανεξαρτήτως εθνικότητας ή γλώσσας.
Οι θεατές τραγούδησαν μαζί με τους καλλιτέχνες σε παλιά αγαπημένα ελληνικά τραγούδια, ενώ ανταποκρίθηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και θερμά χειροκροτήματα τόσο κατά τη διάρκεια αλλά όσο και στο τέλος της παράστασης.

